Η περίοδος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και οι συνέπειές αυτού είναι δύο από τα αγαπημένα μου θέματα για να μελέτη. Ίσως γιατί είναι μια από τις πιο “φρέσκιες” μαύρες σελίδες στην Ευρωπαϊκή ιστορία, ο ναζισμός στιγμάτισε τις χώρες της γηραιά ηπείρου και οι πληγές υπάρχουν ακόμα και σήμερα ανοιχτές. Όταν αντιλήφθηκα ότι κυκλοφορεί ένα βίβλο που διαδραματίζεται στα χρόνια του πολέμου έτρεξα να το πάρω. Το οπισθόφυλλο υποσχόταν μια πολύ όμορφη και ιδιαίτερη ιστορία:
Η Μαρί Λορ Λεμπλάν ζει με τον πατέρα της στο Παρίσι, σε απόσταση αναπνοής από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, όπου εκείνος εργάζεται ως κλειθροποιός. Στα έξι της χρόνια τυφλώνεται κι ο πατέρας της φτιάχνει την τέλεια μινιατούρα της γειτονιάς τους για να της μάθει τον δρόμο για το σπίτι τους. Όταν εισβάλλουν οι Γερμανοί στη χώρα, τον Ιούνιο του 1940, πατέρας και κόρη φεύγουν για το Σαιν Μαλό, μεταφέροντας ένα επικίνδυνο μυστικό.
Ο Βέρνερ Πφέννιχ είναι ένα ορφανό αγόρι από τη Γερμανία που προορίζεται να δουλέψει στο ίδιο ανθρακωρυχείο που σκοτώθηκε ο πατέρας του. Όμως βρίσκει και επιδιορθώνει ένα χαλασμένο ραδιόφωνο και ξαφνικά η ζωή του γεμίζει καινούριες δυνατότητες. Χάρη στο ταλέντο του κερδίζει μια θέση σε μια από τις καλύτερες στρατιωτικές ακαδημίες, μπορεί όμως να κυνηγήσει το όνειρό του όποιο κι αν είναι το τίμημα;
Εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, σε μια οχυρωμένη πόλη δίπλα στη θάλασσα, ένας γέρος ακούει μια φωνή χαμένη από καιρό και ανακαλύπτει νέους κόσμους χωρίς ποτέ να βγαίνει από το σπίτι του. Αλλά ο επικείμενος κίνδυνος δε θα του επιτρέψει να μείνει κλεισμένος μέσα για πάντα.
Από την αρχή ερωτεύτηκα την περιγραφή του Παρισιού και το όλο συναίσθημα που απέπνεε η εποχή λίγο πριν την καταστροφή. Όλοι ξέρουμε πόσο υπεφέραν οι κάτοικοι του Παρισιού μετά την εισβολή των γερμανικών δυνάμεων στην πόλη τους, ο συγγραφέας όμως έχει έναν πιο πρόσωπο κεντρικό χαρακτήρα στη αφήγηση του. Μας εξιστορεί την ιστορία μέσα από τα μάτια της Μαρί που μπορεί να μην βρίσκεται στο κέντρο του ανθρώπινου δράματος αλλά ανεβαίνει και εκείνη τον δικό της Γολγοθά. Είναι τυφλή και αναγκαστικά βασίζεται επάνω στους άλλους για την επιβίωση της. Είναι πολύ όμορφο όταν συμπαθείς τόσο την φωνή του πρωταγωνιστή.
Και από την άλλη πλευρά έχουμε τον Βέρνερ έναν νεαρό άντρα που υπηρετεί στον στρατό του Χίτλερ. Λατρεύω το γεγονός πως ο Ντορ επέλεξε να συμπεριλάβει έναν χαρακτήρα τόσο αμφιλεγόμενο. Όλοι μας θέλουμε να βλέπουμε τους ναζί στρατιώτες σα τέρατα αλλά στην πραγματικότητα ήταν και αυτοί σαν εμάς- άνθρωποι χαμένοι. Ο Ντορ μας ξεκινάει από την εποχή που ο Βέρνερ ζει θλιβερά σε ένα ορφανοτροφείο μαζί με την αδερφή του. Το μόνο μέλλον που τον περιμένει είναι ένας πρόωρος θάνατος στα ορυχεία της πόλης του αλλά αυτός θέλει να ζήσει και όχι απλά να επιβιώσει. Με όπλο το μυαλό του και με ταλέντο στα ραδιόφωνα και γενικά στην επιδιόρθωση ηλεκτρικών συσκευών αφήνει πίσω του την μαυρίλα και γράφετε στην ακαδημία της Χιτλερικής νεολαίας. Δεν γίνεται να μην τον συμπαθήσεις και αυτόν τον χαρακτήρα. Παρόλο του ανήκει στο ‘αντίπαλο στρατόπεδο’ αποκτάς οικειότητα μαζί του και τον συμπονείς. Μεγαλώνει μπροστά στα μάτια σου.
Αν υπάρχει κάτι που σίγουρα θα αγαπήσεις αυτό είναι η υπέροχη περιγραφή των τοπίων και διαφόρων κτηρίων. Η Γαλλία πρέπει να είναι μια πανέμορφη πόλη και θα ήθελα πολύ να πάω. Αν όμως περιμένεις να διαβάσεις για το δράμα των ανθρώπων του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου τότε μάλλον ατύχησες. Το βιβλίο όπως είπα επικεντρώνει όλη σου την προσοχή στην ζωή μερικών ανθρώπων και ξεδιπλώνει το δικό τους προσωπικό δράμα. Το τέλος ήταν αρκετά ικανοποιητικό αν και όχι αγαπημένο. Το ταξίδι μέσα από τις σελίδες είναι που σε συναρπάζει σε αυτό το βιβλίο. Το προτείνω ανεπιφύλακτα.
0 Σχόλια