Είδε την τελευταία ακτίνα φωτός σε ένα μουντό και βουβό δωμάτιο.
Ύστερα άφησε την τελευταία του πνοή, όπως την αφήνουν όλοι οι άνθρωποι.
Πέθανε ένα συννεφιασμένο απόγευμα, όπως πεθαίνουν όλοι οι άνθρωποι.
Έζησε μια ζωή για την οποία δε θα γράψει κανένας ποιητής, όπως ζουν όλοι οι άνθρωποι, ή τουλάχιστον η συντριπτική τους πλειοψηφία.
Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος έκανε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που κάνουν όλοι οι άνθρωποι όταν αντικρίζουν για πρώτη και τελευταία φορά το θάνατο.
Χαμογέλασε!
Κι ο Θάνατος σάστισε για λίγο κι έσμιξε τα βλέφαρά του κοιτάζοντάς τον επίμονα.
– Γελάς;
– Γελάω.
– Γιατί;
– Γιατί σε βλέπω και σε λυπάμαι… Κι αν νομίζεις πως έχω την ανάγκη σου κάνεις λάθος!
– Πώς;
– Δε σε έχω ανάγκη!
– Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; τον ρώτησε με ύφος άγριο, κανείς άλλωστε μέχρι σήμερα δεν είχε τολμήσει να του χαμογελάσει τόσες χιλιάδες χρόνια που έκανε αυτή τη δουλειά. Απολύτως κανείς!
– Ξέρω, του απάντησε λακωνικά.
– Και δε με φοβάσαι;
Εκείνος ξέσπασε σε γέλια.
– Να σε φοβηθώ; Γιατί; Αφού σε λίγο δε θα υπάρχεις για μένα κι εγώ δε θα υπάρχω για σένα. Μέσα στην αιωνιότητα θα συναντηθούμε για ελάχιστες στιγμές και ύστερα ο καθένας θα πάρει το δρόμο του, τι κακό μπορείς να μου κάνεις για να σε φοβηθώ;
– Μα ήρθα για να σου πάρω τη ζωή.
– Μπα, αυτό δεν μπορείς να το κάνεις, τη ζωή μου ήδη την έχω χάσει, έπρεπε να έρθεις λίγο πριν!
– Με κοροϊδεύεις; Εγώ παίρνω τις ζωές των ανθρώπων και τις οδηγώ εκεί που πρέπει να πάνε.
– Αφού πριν αφήσω την τελευταία μου ανάσα είχα ζωή, πώς μου την πήρες; Μόλις έφυγα από τη ζωή εμφανίστηκες.
– Δε θα μείνουμε στις λεπτομέρειες, η ουσία είναι πως όταν εμφανίζομαι εγώ εξαφανίζεται η ζωή. Εγώ είμαι το τέλος.
– Αν νομίζεις πως έτσι είναι δε θα διαφωνήσω μαζί σου, δεν υπάρχει λόγος άλλωστε για να σε πείσω. Αλλά να ξέρεις πως ήδη είχε χαθεί η ζωή μου όταν ήρθες και σε λίγο θα έχω φύγει γι’ αλλού οπότε δε θα τα λέμε για πολύ ακόμα! Μάλλον έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου!
– Μη με κάνεις να θυμώσω γιατί ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι θα κάνω…
– Τι μπορείς να κάνεις τώρα πια, ταλαίπωρε φίλε μου; Ό,τι μπορούσα να χάσω το έχασα, τώρα πια δεν έχει απομείνει τίποτα παρά μια μικρή ιδέα της ύπαρξής μου που χάνεται κι αυτή σιγά σιγά στο τίποτα. Και μαζί της θα χαθεί και η ανάμνησή σου! Αλλά… τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, δεν έχασα κάτι, μάλλον κέρδισα. Και πριν με ρωτήσεις τι κέρδισα, άσε με να σου το πω απλά και με δυο λέξεις: Αποστολή εξετελέσθη! Γεννήθηκα στον κόσμο, έκανα ό,τι ήταν γραφτό να κάνω κι ό,τι ήθελα εγώ να κάνω, τα κατάφερα μια χαρά κι όταν δεν υπήρχε τίποτα άλλο, απλώς έφυγα! Κι ήρθες εσύ τάχα μου να με πάρεις. Νομίζεις. Μονάχος έφυγα αν θες να ξέρεις.
– Παραμύθια. Όλα αυτά που λες είναι παραμύθια για να ξορκίσεις το φόβο σου.
– Μα δε φοβάμαι πια. Η αλήθεια είναι πως το μόνο συναίσθημα που νιώθω είναι η λύπηση για σένα… που νομίζεις πως είσαι σημαντικός! Ακόμα δεν έχεις καταλάβει πως στην πραγματικότητα είσαι ανύπαρκτος; Πως υπάρχεις μόνο μέσα στο φόβο των ανθρώπων και πουθενά αλλού;
– Πάψε! Δεν ξέρεις τι λες. Θα με κάνεις να αντιδράσω άσχημα.
– Ηρέμησε φίλε μου. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα και το ξέρεις. Φίλε μου;… Νομίζω πως θα μπορούσαμε να γίνουμε φίλοι…
– Εγώ δεν μπορώ να γίνω φίλος με κανέναν!
– Ρητορική ήταν η ερώτησή μου. Για να κάνεις φιλίες πρέπει να υπάρχεις… κι εσύ δεν υπάρχεις. Άσε που πρέπει να νοιάζεσαι για το φίλο σου κι εσύ δε νοιάζεσαι για κανέναν! Ξέρεις γιατί;
– Γιατί; ρώτησε ο Θάνατος απορημένος με την αυθάδεια που πρώτη φορά συναντούσε σε άνθρωπο και μάλιστα πεθαμένο.
– Γιατί εσύ νομίζεις πως θα υπάρχεις για πάντα. Κανένας δε θέλει για φίλο κάποιον με τόση αλαζονεία μέσα του! Και το κακό με σένα είναι πως το πιστεύεις αυτό και δε δέχεσαι καμία αμφισβήτηση…
– Τώρα άρχισες τις σοφιστείες, του είπε και γέλασε τρανταχτά με τη βροντερή φωνή του.
– Μπορεί. Αλλά να ξέρεις πως αν κάποτε χαθούν όλοι οι άνθρωποι, θα χαθείς κι εσύ μαζί τους… Τίποτα δεν μπορεί να υπάρχει για πάντα! Κι αν θες θα σου πω ένα μυστικό. Κανένας άνθρωπος δε σε φοβάται, εκείνο που φοβούνται είναι την αλλαγή!
– Τι είναι αυτά που λες τώρα;
– Την αλλαγή, άκου με που σού λέω.
– Δηλαδή όταν κάποιος αφήνει τα εγκόσμια, εκείνο που φοβάται είναι πως κάτι θα αλλάξει; Κι όχι πως αφήνει πίσω του αγαπημένα πρόσωπα και πράγματα; Είσαι τρελός μάλλον!
– Μπορεί να το σκεφτεί αυτό, αλλά μάθε πως εμείς οι άνθρωποι είμαστε πολύ εγωιστές. Στο τέλος εκείνο που μας νοιάζει περισσότερο είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Άλλωστε μόνος του γεννιέται καθένας και μόνος του τραβάει το δρόμο που τραβώ κι εγώ τώρα. Ούτε παιδιά ούτε συγγενολόγια μπορούν να αλλάξουν τη ρότα μου τώρα πια. Οπότε, σου το λέω και βάλτο καλά στο μυαλό σου, δε σε φοβάμαι καθόλου, για την ακρίβεια ούτε καν σε λογαριάζω, εκείνο όμως που με απασχολεί είναι το πού πάω… αν πάω κάπου δηλαδή που είναι το πιθανότερο!
– Θα αστειεύεσαι βέβαια! Ξέρεις πόσοι και πόσοι έχουν βρεθεί στη θέση σου; Κι όλοι μόλις με αντίκριζαν πάγωναν, τους έπιανε ταραχή κι έχαναν τα λόγια τους! Σαν τα παγωμένα αγάλματα το καταχείμωνο ήταν όλοι τους.
– Μπορεί. Αλλά να ξέρεις πως οι άνθρωποι εξελίσσονται, οπότε να περιμένεις εξελίξεις κι εδώ! Δε θα μου κάνει καθόλου εντύπωση αν κάποια στιγμή σε αχρηστεύσουνε τελείως κι όταν σε αντικρίζουν να σε δείχνουν ειρωνικά με το δάχτυλο και να ξεσπάνε σε γέλια.
– …., κάτι πήγε να πει, αλλά κατακοκκίνησε και η οργή του δεν τον άφησε να βγάλει λέξη.
– Α, και για να μην ξεχάσω! Επειδή ως θάνατος είσαι… αθάνατος, όσο και να θες να γίνεις χρήσιμος, για τον εαυτό σου εννοώ, και μέρος του φυσιολογικού κύκλου της ζωής, δεν θα τα καταφέρεις ποτέ! Είσαι χρήσιμος μόνο για τους άλλους, γιατί κλείνεις τον κύκλο της δημιουργίας. Κάθε τι που γεννιέται στη φύση πεθαίνει, εκτός από σένα φίλε μου, οπότε μάλλον δεν ανήκεις στη φύση, δεν ανήκεις δηλαδή στο δικό μου κόσμο, ίσως μόνο οι υπηρεσίες σου να ανήκουν. Απλώς κάποια στιγμή θα πάψεις να υπάρχεις, χα, χα, χα… Ούτε ένα φυσιολογικό θάνατο δε θα έχεις, σκέψου το λίγο! Εσύ για σένα είσαι… άχρηστος, είπε και ξέσπασε σε γέλια! Και τώρα, κάνε μου τη χάρη και παραμέρισε λιγάκι, έχω δρόμο μπροστά μου.
Ο Θάνατος έμεινε αποσβολωμένος να τον κοιτάζει να χάνεται στο τίποτα. Τέτοια αυθάδεια δεν είχε συναντήσει ξανά ποτέ!
_
Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία, αλλά καταλαβαίνω πως είναι δύσκολο να την πιστέψει κανείς. Άλλωστε δε θα τη βρείτε γραμμένη σε κανένα βιβλίο, ούτε πρόκειται ποτέ να σας την ιστορήσει κάποιος άνθρωπος. Η αλήθεια είναι πως μου την εκμυστηρεύτηκε ένα άγριο χειμωνιάτικο βράδυ ο ίδιος ο Θάνατος που είχε σκοπό να με πάρει κοντά του, αλλά μόλις με είδε να του χαμογελάω σάστισε κι έκανε πίσω. «Μα τι γίνεται…», είπε, «δεν είστε στα καλά σας εδώ χάμω κι αντί να με φοβάστε μου χαμογελάτε…». Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, αλλά ήμουν απολύτως ψύχραιμος μόλις τον αντίκρισα και με απόλυτη ηρεμία του απάντησα πως δεν τον φοβάμαι. Να τον φοβηθώ; Γιατί; Αφού σε λίγο δε θα υπήρχε για μένα κι εγώ δε θα υπήρχα για εκείνον. Μέσα στην αιωνιότητα θα συναντιόμασταν για ελάχιστες στιγμές και ύστερα ο καθένας θα έπαιρνε το δρόμο του, τι κακό μπορούσε να μου κάνει για να τον φοβηθώ; Ένας απλός άνθρωπος είμαι άλλωστε, όπως όλοι οι άνθρωποι…
Ενα συγκλονιστικό κείμενο, από έναν θαυμάσιο Άνθρωπο!!!!!!!!!!
Κώστα μου, διαβάζοντάς σε, θυμήθηκα το μιούζικαλ του Μπομπ Φόσσε, το “All that jazz” και ειδικά το τελευταίο μέρος της ταινίας, με τον θάνατο το σκηνοθέτη… https://www.youtube.com/watch?v=IyXYPsDsOHY
Είναι ο τρόπος που θέλω να βλέπω κι εγώ τον δικό μου θάνατο, σαν έρθει εκείνη η καλή ώρα και για να του τη χαλάσω, τον θέλω μετά μουσικής!!!!!!!!!!!
Να είσαι καλά και να χαμογελάς, ακόμα και σ’ αυτόν τον κυριούλη!!!!!!!!!
Μού άρεσε πολύ το ασυνήθιστο πράγματι κείμενό σου. Πόσο διαφορετική θα ήταν η αναμονή του τέλους μας αν την βλέπαμε όπως την βλέπεις εσύ ή έστω ο ήρωας της ιστορίας σου,..Τελικά ένα κάποιο χαμόγελο έχει τρομακτική δύναμη αν βγαίνει από την καρδιά σου, αν είναι αληθινό και κάνει ακόμη και το ”θεριό ”να απορεί για την γενναιότητά σου.Καλή σου νύχτα.
Σας ευχαριστώ πολύ για τα πραγματικά πάρα πολύ όμορφα σχόλιά σας! Να είστε πάντα καλά.
Είναι ευκαιρία με αυτό το μονόλογο, να αναθεωρήσουμε κάποιες συγκεκριμένες απόψεις που έχουμε για το θάνατο και να παραμερίσουμε τις φοβίες μας. Ο διάλογος εξαιρετικός.
Ένας μονόλογος που ξορκίζει το φόβο που έχουμε όλοι μας με χιούμορ…
Επιβάλλεται αγαπητέ Κώστα μέσα από τη ζωή να κοιτάζουμε κατάματα τον θάνατο γιατί κι αν δεν μας παίρνει νωρίς ,συγκυριακά τον συναντάμε,κάποιοι μάλιστα δυο και τρεις φορές και καταφέρνουμε να ξεφύγουμε.Θετική στάση απέναντι στη μεταφυσική που ορίζεται ως πέρα από το φυσικό πέρα από τη ζήση μας!Με έναν τρόπο ιδανικό ,μας κάνεις ως αναγνώστες να ερευνήσουμε και την ιδιοσυγκρασία μας ,πώς αντιμετωπίζει αλήθεια ο καθένας τη βεβαιότητα του επέκεινα;Ευχαριστούμε !Πάντα το χιούμορ αποτελεί το μέσον να ξεπεράσουμε τα δύσκολα!
Άννα, ο θάνατος είναι μια βεβαιότητα την οποία ενδεχομένως έχουμε πάρει… πολύ σοβαρά! Ίσως να χρειάζεται πράγματι περισσότερο χιούμορ,