Την Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018 πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του βιβλίου της Δήμητρας Παναρίτη, για το οποίο μίλησα, ως μέλος του πάνελ. Σας παραθέτω την ομιλία μου, χωρίς τα αποσπάσματα που διαβάστηκαν, καθώς είναι καλό να ανοίξετε το βιβλίο και να τα δείτε “ιδίοις όμμασι“.
Δείτε το βίντεο της παρουσίασής μας εδώ.
Καλησπέρα σας. Να ευχαριστήσω καταρχήν τη Δήμητρα για την πρόταση που μου έκανε να συμμετέχω στο πάνελ της παρουσίασης. Με τιμά ιδιαιτέρως γιατί η Δήμητρα είναι ένας άνθρωπος που η καλή της διάθεση και η φιλία της με έκαναν να την αγαπήσω πραγματικά. Χώρια του ότι κατέχει τον λόγο όσο λίγοι, καταξιωμένοι συγγραφείς κι αυτό θα το διαπιστώσετε στο πρώτο της πόνημα, για το οποίο βρεθήκαμε απόψε.
Το βιβλίο «Όσα οι ψυχές δε λησμονούν» ξεκινά με ένα έγκλημα κι έναν όρκο και τελειώνει μ’έναν όρκο κι ένα έγκλημα. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.
Ιανουάριος 2021-στο άμεσο μέλλον: η συγγραφέας μάς προδίδει το τέλος του πρωταγωνιστή από την αρχή, αλλά αυτό δε μας πτοεί καθόλου. ΘΕΛΟΥΜΕ να μάθουμε γιατί έφτασε στο σημείο να σκοτώσει τον ήρωά της. Ή μήπως όχι;
50 χρόνια πριν, Σεπτέμβριος 1973: Ο Πέτρος Αποστόλου, μικρό παιδί ορφανό από μάνα μετακομίζει στην επαρχία, όπου ο δάσκαλος-πατέρας του θα διδάξει στο εκεί σχολείο. Βρισκόμαστε σε μια δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα -τη δικτατορία του Παπαδόπουλου- όπου ελευθερία λόγου δεν υπήρχε, η εκκλησία ήταν αδρανής, την εξουσία στα χωριά είχαν αναλάβει οι χωροφύλακες και η ρουφιανιά έδινε κι έπαιρνε. Ωστόσο, ο δάσκαλος προσπαθεί να κάνει έργο, εμπνέοντας τους μαθητές να μη μείνουν στην αμάθεια και την προκατάληψη. Σε αυτήν την περίοδο, ο Πέτρος και οι μικροί του φίλοι κρύβουν ένα έγκλημα κι ορκίζονται να σιωπήσουν για πάντα. Κανείς τους δε νιώθει όμορφα γι’αυτό, αλλά δεν έχουν επιλογή. Δύο ενήλικες το γνωρίζουν και το καλύπτουν κι αυτοί με τη σειρά τους, καθώς αν μαθευόταν η ανάμειξή τους, θα έχαναν τις υψηλές θέσεις τους.
Το να συμβεί μπροστά στα μάτια σου ένας θάνατος και κυρίως, ενός αγαπημένου σου προσώπου, είναι ό,τι χειρότερο μπορείς να φανταστείς. Πόσω μάλλον όταν ένα παιδί έρχεται αντιμέτωπο με τον θάνατο στην τρυφερή ηλικία των 6 ετών. Ας μην ξεχνάμε πως ο τρόπος που μεγαλώνει ένας ενήλικας και το πώς συμπεριφέρεται αργότερα στη ζωή του και στον κοινωνικό του περίγυρο, έχει τις ρίζες του στην παιδική του ηλικία. Σαφώς κι όταν ένα παιδί περνά μια δυνατή συγκίνηση στα μικράτα του κάποια στιγμή είτε νωρίς, είτε αργά, συγκρούεται με τον εαυτό του. Ωριμάζει απότομα και αυτό το τραύμα, που μοιάζει κλειστό, θα ανοίξει και θα αιμορραγήσει. Γι’αυτό, πρέπει πάντα να προστατεύουμε τα παιδιά και να τα αφήνουμε να ζουν «παιδικά», αφού έχουν τον καιρό να ζήσουν «ενήλικα».
Στη σελίδα 51 γράφει η συγγραφέας: «ο χρόνος μπορεί να μην καταφέρει να κλείσει τις πληγές, αλλά θα τις μαλακώσει και δε θα συνεχίσουν να αιμορραγούν».
Ισχύει! Τόσο στους ενήλικες όσο και στους μικρούς. Ειδικά όταν είσαι παιδί, έρχεσαι πολύ κοντά και με τα αντικείμενα αγαπημένων σου προσώπων, που έχουν φύγει από τη ζωή. Το τηλεσκόπιο του Χρήστου γίνεται αφορμή για τον Πέτρο να αποφασίσει από νωρίς τι θα σπουδάσει και να γίνει ειδικός στο επάγγελμα του αστροφυσικού, σε μια Ελλάδα που αμφισβητεί τα πάντα. Με αυτόν τον τρόπο, νιώθει ότι τιμά τον φίλο του. Και κάπως έτσι, μεγαλώνουν όλοι οι φίλοι, άλλοι νιώθοντας πόνο που γλυκαίνει, άλλοι γεμάτοι τύψεις που τους καταδυναστεύουν κι άλλοι χωρίς να μετανιώνουν για το παρελθόν. Όλοι γίνονται ενήλικες, με τις ζωές τους, τις ασχολίες τους, τη δουλειά τους και ο έρωτας τους χτυπά την πόρτα, άλλοτε αγνός, συντροφικός κι άλλοτε με δαιμονική κι ανισόρροπη μορφή.
Στη σελίδα 102 η συγγραφέας λέει: «το πάθος είναι ένα συναίσθημα που δύσκολα μπορεί να το ελέγξει κάποιος».
Και πάνω στο πάθος, την οργή, και την κακιά στιγμή, το αίσθημα της αδικίας, της ταπείνωσης και το παράπονο τυφλώνουν τον άνθρωπο και τον κάνουν διεκδικητή και τιμωρό. Η εκδίκηση ξεκινά με τον δυνατό πόνο ως κινητήρια δύναμη, με συνέπειες μόνο κακά συναπαντήματα. Αυτό είναι ένα από τα μαθήματα που παίρνουμε κατά την ανάγνωση του βιβλίου.
Το ιστορικό πλαίσιο αναπαριστάται άριστα από τη συγγραφέα και καθώς περνούν τα χρόνια, κάθε της περιγραφή μάς τοποθετεί επακριβώς στη χωροχρονική στιγμή, θυμίζοντάς μας γεγονότα που είχαν συμβεί. Οι φυσικές ομορφιές των δασών, η καθημερινότητα των κατοίκων στο χωριό και οι έντονες διαφορές με αυτή στην πόλη κατατίθενται λιτά αλλά όχι περιττά, σχεδόν κινηματογραφικά. Τα χρόνια εκείνα υπάρχει ευγένεια στις διαπροσωπικές σχέσεις, όλοι μιλούν με το «σεις» και το «σας» κι ακόμα και το φλερτ γίνεται ντροπαλά. Οι ζωές των ηρώων αλλάζουν και μαζί με αυτές, η ρουτίνα και οι επαφές μεταξύ των ανθρώπων, που αποδεικνύονται πολύ πιο δύσκολες. Μετακομίζουν σε άλλο σπίτι, σε άλλη χώρα, παντρεύονται, αποκτούν παιδιά, προχωρούν με συνειδητά βήματα στο παρόν, φτιάχνοντας το μέλλον τους, ρίχνοντας κρυφές ματιές στο παρελθόν τους και στη «χαμένη νιότη που δε γυρίζει πίσω» (σελ. 174).
Κάθε χάρτινος ήρωας μόνο αυτό δεν είναι: χάρτινος. Αντιθέτως, η συγγραφέας έχει εντρυφήσει πολύ στην ψυχολογία του καθενός, κάνοντάς τους υπέροχα ρεαλιστικούς, σαν τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Δεν ξεφεύγει από την αρχική μαγιά, δηλαδή για παράδειγμα, δεν δημιούργησε τον Πέτρο καλό πρώτα και μετά τον μετατρέπει σε απάνθρωπο. Μένει σταθερή στην ψυχολογία των πρωταγωνιστικών ηρώων, αλλά και των δευτερευόντων, δίνοντάς μας δυνατούς, σταθερούς χαρακτήρες, που παρά τα συνεχή στραπάτσα της ζωής δεν διακρίνονται από επιπολαιότητα, ούτε ανωριμότητα. Μια παροιμία λέει: «Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα». Το ότι η Μυρτώ είχε γονιό εφοπλιστή, σκληρό και φιλοχρήματο δε σημαίνει ότι θα γινόταν και η ίδια. Αυτό βλέπουμε όμως, πως για τον Μιχάλη δεν ισχύει, καθώς το κάκιστο πρότυπο του πατέρα του, διαμόρφωσε αναπόφευκτα την απαράδεκτη προσωπικότητά του. Στη σελίδα 193 η Δήμητρα Παναρίτη γράφει πως: «Όσοι δεν έχουν φραγμούς θεωρούν φυσιολογικό ν’αρπάζουν από τους άλλους αυτά που δεν τους ανήκουν». Κι εγώ ρωτώ: φταίει όμως, μόνο η κληρονομικότητα ή και ο εξωτερικός παράγοντας; Στο επόμενο απόσπασμα διακρίνουμε πολλά.
Απόσπασμα σελίδα 146: «δεν βρέθηκε… – σελίδα 147 …ευτυχισμένοι».
Κάθε σελίδα που γυρνάς, φέρνει στα μάτια σου το ένα σοκ μετά το άλλο! Διαφθορά, απληστία, ψέμα, μυστικά, υποκρισία, θάνατος. Η φιλία καλά κρατεί από τα παιδικά χρόνια κι ας έχουν μοιραστεί οι φίλοι σε χίλια-δυο μέρη. Οι αποστάσεις όμως, δε χωρίζουν τους ανθρώπους και η σκέψη με τις αναμνήσεις γίνονται παντοτινές φίλες τους. Τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Οι συμπτώσεις είναι πάρα πολλές για να τις αγνοήσεις, και η συγγραφέας μας τις χειρίζεται πανέξυπνα. Πλέκει τον ιστό των χαρακτήρων της τόσο δεξιοτεχνικά, που σύντομα καταλαβαίνεις ότι οι ζωές όλων των ηρώων συνδέονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είτε αδερφικό, φιλικό ή ερωτικό δεσμό. Και η συγγραφέας μας γράφει:
Απόσπασμα σελίδα 196: «Οι συμπτώσεις…»
Οι δεύτερες ευκαιρίες, η συγχώρεση, η αγάπη, η αλήθεια, η ειλικρίνεια, η μετάνοια και η διαφορετικότητα είναι λίγες από τις έννοιες που κυριαρχούν στο μυθιστόρημα, το οποίο θα χαρακτήριζα ως ένα βαθιά ανθρώπινο, κοινωνικό ψυχογράφημα με πολιτισμικά στοιχεία. Οι διάλογοι συγκινούν. Οι χαρακτήρες άψογα φτιαγμένοι, ο καθένας με το οικογενειακό του υπόβαθρο που συναίνεσε στο να εξελιχθεί στον άνθρωπο που είναι. Το λεξιλόγιο είναι υπέρ-πλούσιο. Η ροή φυσικότατη. Η γραφή είναι λυρική αλλά και ορθολογικά πεζή. Η ανάγνωση σε συνεπαίρνει. Πλημμυρίζεσαι από συναισθήματα και εικόνες. Σε αυτή την απίθανη ιστορία, η συγγραφέας μας καταθέτει φιλοσοφικές γνώμες ζωής και συμπεριφοράς, εμπεριστατωμένες απόψεις για κάθε θέμα, κοινωνικό ή ακόμα κι επιστημονικό. Σκορπίζει λίγη από τη γνώση και σοφία που η ίδια απέκτησε με τα χρόνια, βάζοντάς μας σε σκέψεις για το πώς μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι. Ο Άγγελος, ο Πέτρος και ο Τόνυ, η Δανάη και η Ραφαέλα αποδεικνύονται παραδείγματα προς μίμηση. Ακόμα, το βιβλίο γίνεται προάγγελος κοινωνικών ανακατατάξεων και πολιτικών εξελίξεων που θα έπρεπε να έχουν ήδη φτάσει στη χώρα μας. Διάβασα μέχρι και προτάσεις της συγγραφέως, διά στόματος ήρωά της, για αλλαγές σε όλους τους τομείς! Το σημαντικότερο όμως μήνυμα είναι η αγάπη. Χωρίς αυτήν, είσαι νεκρός.
Απόσπασμα σελίδα 322 «λένε… – …πεθάνει».
Μεγαλώσαμε με το «αγαπάτε αλλήλους». Πολλοί το ενστερνίζονται, λίγοι το πράττουν. Η αγάπη για να λειτουργήσει, θέλει και πνεύμα συγχώρεσης. Αυτή τη δύναμη που στη σελίδα 273, η συγγραφέας αναφέρει: «…του να μπορεί ο καθένας να ξεπερνά τον εαυτό του και να θεραπεύει τις πληγές που αιμορραγούν, δίνοντας χώρο στην ψυχή για χαρά, ευγνωμοσύνη και φως». Πόσο καλύτεροι γινόμαστε αν συγχωρούμε. Πόσο ανώτεροι στα μάτια αυτών που μας φέρθηκαν σκάρτα.
Το «Όσα οι ψυχές δε λησμονούν» θα μπορούσε να τιτλοφορείται και «Παιχνίδια της μοίρας» ή «Μαθήματα ζωής», καθώς η ιστορία περιλαμβάνει τα πάντα σε σωστή δοσολογία. Αντικειμενικές αλήθειες, στιγμές με δράση, απόλυτη συγκίνηση και έντονο συναίσθημα. Ένα συγγραφικό ντεμπούτο που θα σας καταπλήξει, ελπίζω όσο κατέπληξε εμένα. Συγχαρητήρια – καλοτάξιδο!
_
γράφει η Λιάνα Τζιμογιάννη από τη σελίδα Βιβλιοσημεία
0 Σχόλια