Η καλή ημέρα από το πρωί φαίνεται, λέει η παροιμία κι αν κρίνω από την έναρξη της δικής μου, το τέλος της μόνο καλό δεν προοιωνιζόταν. Είναι κάτι μέρες, βρε παιδί μου, που λες ότι το σύμπαν συνωμοτεί για να σου τις χαλάσει κι ας μας παραμύθιαζε τόσα χρόνια ο Κοέλιο με τις θεωρίες του. Σύμπαν είναι θα μου πεις, ό,τι θέλει κάνει. Πότε συνωμοτεί για το καλό, πότε για το κακό, έτσι για την ποικιλία. Αντίρρηση καμιά αλλά τουλάχιστον ας προειδοποιούσε, για να συντονιζόμαστε κι εμείς με τα κέφια του.
Για να μην μακρηγορώ, σήμερα ξύπνησα αξημέρωτα όταν θυμήθηκα πως είχα να πληρώσω λογαριασμούς. Κάποιοι επρόκειτο να λήξουν σύντομα, κάποιοι άλλοι ίσως να είχαν βγει ληξιπρόθεσμοι. Τον τελευταίο καιρό, μου συμβαίνει συχνά να ξεχνάω κυρίως λογαριασμούς κι αυτό δεν ξέρω πώς να το ερμηνεύσω. Επιλεκτική μνήμη που στέλνει στο ασυνείδητο ό,τι θέλει να ξεχάσει ή γενικότερη αμνησία που έρχεται με τα χρόνια. Κρατάω την πρώτη εκδοχή, γιατί με συμφέρει. Σηκώθηκα λοιπόν βιαστικά από το κρεβάτι και όση ώρα ετοιμαζόταν ο καφές, έκανα γρήγορα τις πληρωμές μου ηλεκτρονικά κι ετοιμάστηκα για τη δουλειά. Μεγάλη εφεύρεση οι συναλλαγές με το απλό πάτημα των πλήκτρων, γλιτώνεις ουρές στις τράπεζες, πολύωρες αναμονές.
Μπήκα βιαστικά στο αυτοκίνητο και περνώντας έξω από το υποκατάστημα της τράπεζας, είδα την Μαρία, την υπάλληλο, που έμπαινε στο κτίριο. Της κορνάρισα μα δεν με άκουσε. Δούλευε στην τράπεζα, από την οποία γινόταν η μισθοδοσία μου και την γνώρισα πριν από πολλά χρόνια. Πρωτοδιόριστη κι εκείνη τότε και μάλιστα μικρομάνα. Κάθε φορά που πήγαινα, τη ρωτούσα για το γιο της κι εκείνη μου έλεγε τα νέα του, πως μεγάλωνε, πως περπάτησε, πως πήγε νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, πανεπιστήμιο. Φαντάρο δεν τον πρόλαβα, γιατί στο μεταξύ όλα έγιναν ηλεκτρονικά κι έτσι την έχασα. Μπήκε ανάμεσά μας βλέπεις η τεχνολογία κι έβαλε φρένο στις καλημέρες μας και στις κουβέντες μας. Μελαγχόλησα.
Άνοιξα το ραδιόφωνο, για να ξεχαστώ με την αγαπημένη μου πρωινή εκπομπή. Οι φωνές των δυο παρουσιαστών, με το χιούμορ και τις ατάκες τους, μου έφτιαξαν την διάθεση αλλά το σύμπαν είπαμε, είχε άλλα σχέδια. Ανάμεσα σε τραγούδια και μουσικές, μετέδωσαν και την είδηση πως, σε κάποιες πόλεις της Ελλάδας, είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν λεωφορεία χωρίς οδηγό. «Άλλο πάλι και τούτο! Λεωφορείο χωρίς οδηγό;» αναφώνησα και φρενάρισα απότομα, για να μου έρθει από το μπροστινό αυτοκίνητο μια μούντζα ξεγυρισμένη. Σε άλλη περίπτωση θα θύμωνα αλλά εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου ήταν κολλημένο στην εικόνα ενός επιβατικού οχήματος, που σταματάει και ξεκινάει με ακρίβεια δευτερολέπτου, που κλείνει και ανοίγει τις πόρτες του αυτόματα, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του. Καμιά ανοχή, καμιά εξαίρεση, ούτε καν στον παππού και τη γιαγιά που δεν πρόλαβαν να τρέξουν ως την στάση, όπως έκαναν πολλές φορές οι οδηγοί με κίνδυνο να βρουν και τον μπελά τους. Πόσες φορές ο άνθρωπος-οδηγός παρέκαμψε τους κανόνες, γιατί μπήκε στη θέση του επιβάτη, τον ένιωσε, τον συμπόνεσε, συμμερίστηκε την κούρασή του, την παγωνιά που ένιωθε στο ξεροβόρι ή τον ιδρώτα στο κατακαλόκαιρο. Αυτός, ο άνθρωπος –εργαζόμενος, παρακάμπτεται πια με συνοπτικές διαδικασίες. Νευρίασα.
Δεν ήθελα να ακούσω άλλο. Άλλαξα σταθμό. «Μαμά, γερνάω» άκουσα την Τσανακλίδου να τραγουδάει μέσα από την συχνότητα και ταυτίστηκα μαζί της. Οι καιροί αλλάζουν, η τεχνολογία τρέχει κι εγώ κατάντησα σαν εκείνους τους γέρους που, πάντα σε κάθε εποχή, έλεγαν πως τα χρόνια που πέρασαν ήταν τα καλύτερα, ίσως γιατί τα πόδια τους δεν τους βαστούσαν να τρέξουν στα μελλοντικά, που έρχονταν γρήγορα. Δεύτερο απότομο φρενάρισμα μπροστά στο κόκκινο φανάρι, που το αντιλήφθηκα τελευταία στιγμή, δεύτερη μούντζα από τον οδηγό πίσω μου. Να το! Αν τα αυτοκίνητα είχαν αυτόματους μηχανισμούς και ειδικούς αισθητήρες, που θα λειτουργούσαν απερίσπαστοι από σκέψεις και συναισθήματα, δε θα συνέβαιναν αυτά. «Ο άνθρωπος όμως τι θα απογίνει; Θα βγει στην απόσυρση, έτσι για τιμωρία, επειδή έχει μυαλό και καρδιά;», αναρωτήθηκα.
Έκλεισα προβληματισμένη το ραδιόφωνο και προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο τιμόνι. Με τα μάτια μου έκανα μια γύρα δεξιά κι αριστερά του δρόμου. Άνθρωποι βιαστικοί, αμίλητοι, σαν κουρδισμένοι, περπατούσαν δίπλα από άλλους, που στέκονταν ακίνητοι και σχημάτιζαν μια ουρά στο πεζοδρόμιο. Κρατούσαν στα χέρια μπουκάλια κι έπαιρναν γάλα από το αυτόματο μηχάνημα. «Ε, όχι και γάλα από μηχάνημα», σκέφτηκα κι άκουσα κόρνες να σφυρίζουν πίσω μου. Το φανάρι είχε ανάψει και μέχρι να βάλω πρώτη και να ξεκινήσω, άκουσα τον εξάψαλμο από τους άλλους οδηγούς που βιάζονταν. Το μυαλό μου άρχισε πάλι να γυρίζει σβούρα και θυμήθηκα τη φωνή του κυρ Θανάση του γαλατά. Παλιά, πολύ παλιά, μα πόσο αρχαία είμαι πια, κάθε πρωί περνούσε από τη γειτονιά και φώναζε «γάαααλααααα» με εκείνο το «α» τραβηγμένο για να ακούγεται και βγαίναμε με τις μανάδες μας, κρατώντας ένα γυάλινο μπουκάλι. Όσο το γέμιζε, από την τσίγκινη καρδάρα του, πιάναμε την κουβέντα. Δικός μας άνθρωπος είχε γίνει ο κυρ Θανάσης, που αν καμιά φορά δεν εμφανιζόταν άδειαζε η γειτονιά.
Φανάρια, μποτιλιαρίσματα, έργα στους δρόμους, με άνθρωπο δε μίλησα κι όμως έφτασα στη δουλειά με είκοσι λεπτά καθυστέρηση. Όταν μπήκα στο μαγαζί, είχα να αντιμετωπίσω και το αφεντικό. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα σήμερα, κι αυτός μουτρωμένος. «Τι έγινε; Γιατί άργησες; Δεν μπορούσες να ειδοποιήσεις; Γιατί τα έχουμε τα κινητά;» με ρωτούσε χωρίς να περιμένει απάντηση και με κοιτούσε συνοφρυωμένος, κάτω από τα πρεσβυωπικά γυαλιά του. Τι να του πω. Το ‘ριξα στην πλάκα. «Το σύμπαν φταίει», του είπα με παιγνιώδη διάθεση αλλά φαίνεται πως δεν το ‘πιασε το αστείο, γιατί με αγριοκοίταξε.
Πήγα κατευθείαν στο πόστο μου, πίσω από το ταμείο, σαν τη βρεγμένη γάτα. Είπα μια καλημέρα στους συναδέλφους μου, μα δεν μου απάντησαν. Τους είχε απορροφήσει η οθόνη του υπολογιστή τους. Ενεργοποίησα κι εγώ τον δικό μου και μέχρι να ανοίξει, μπήκα από το κινητό στο facebook, να βρω έναν άνθρωπο, να πω μια καλημέρα, να κάνω ένα αστείο, να πετάξω μια εξυπνάδα, να χαλαρώσω. Πολυκοσμία εκεί μέσα. Ώπα! Πρώτο μήνυμα, δεύτερο μήνυμα, τρίτο μήνυμα, βροχή τα μηνύματα στο messenger. O Λευτέρης, ο συνάδελφός μου, αυτός που κάθεται απέναντί μου χωρίς να με κοιτάει, αυτός που σκύβει το κεφάλι του όταν με βλέπει, μου έστειλε ερωτικά μηνύματα χθες βράδυ. Ξαφνιάστηκα. «Ρε Λευτέρη, τι μου έστειλες!», έβαλα μια φωνή και όλοι γύρισαν προς το μέρος μου. Ο Λευτέρης είχε κρυφτεί πίσω από τον υπολογιστή του, κατακόκκινος από ντροπή και είχε γουρλώσει τα μάτια, σα να με εκλιπαρούσε να μην προδώσω το μυστικό του. Έμοιαζε να τον έχει καταπιεί το μηχάνημα. Σάμπως δεν τον είχε καταπιεί; Όλους μας είχε καταπιεί. Παντού μηχανήματα, άνθρωπος πουθενά. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο λαιμό. Έβγαλα το κασκόλ μου. Πνιγόμουν.
«Στο εξωτερικό άρχισε να λειτουργεί το πρώτο σούπερ μάρκετ χωρίς υπαλλήλους. Μπαίνεις, ψωνίζεις, πληρώνεις στα αυτόματα μηχανήματα, ανοίγουν οι μπάρες και φεύγεις», η είδηση ενός μεγάλου μπλογκ έσκασε στα μούτρα μου σαν σφαλιάρα. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ένα τεράστιο πλοκάμι να βγαίνει από την οθόνη του υπολογιστή και να τυλίγεται γύρω από το λαιμό μου. Η ανάσα μου κόπηκε, τα μάτια μου πετάχτηκαν, το κορμί μου παρέλυσε. Είχα βγει έξω από το σώμα μου, όταν το είδα να μου βγάζει την καρδιά και να την κάνει κομμάτια, να τρώει άπληστα χαρές, λύπες, όλα μου τα συναισθήματα κι ύστερα να πετάει το σαρκίο μου παράμερα.
Πώς βρέθηκα στο νοσοκομείο, σε έναν θάλαμο με μηχανήματα, ακινητοποιημένη και συνδεδεμένη με καλώδια, ούτε που κατάλαβα. Είχε ησυχία. Το μηχάνημα δίπλα μου έβγαζε ήχους σταθερούς, ομοιογενείς, που μπερδεύονταν με τους ήχους της καρδιάς μου. Δεν το φοβήθηκα, ίσως επειδή γύρω μου υπήρχαν γιατροί και νοσοκόμες. Πήγαιναν, έρχονταν, το παρακολουθούσαν, με παρακολουθούσαν, με ρωτούσαν αν νιώθω καλά, πέταγαν και κανένα αστείο. Δε διέγνωσαν κάτι παθολογικό, έντονο στρες είπαν και μου συνέστησαν ξεκούραση. Το πλοκάμι, που ήταν μπερδεμένο στο λαιμό μου, άρχισε να υποχωρεί. Ετοιμάστηκα να φύγω. Έξω από το νοσοκομείο με περίμενε το αφεντικό.
«Τώρα, τι θα μου πεις, πως φταίει το σύμπαν που είσαι εδώ;», με ρώτησε χαμογελώντας.
«Αν σου πω πως φταίει το σύμπαν αφεντικούλη, θα με πιστέψεις;», του απάντησα με σοβαρό ύφος, που τον έκανε να με κοιτάξει περίεργα.
«Ο γιατρός είπε πως χρειάζεσαι ξεκούραση και σου έγραψε τρεις μέρες άδεια. Πάρε και δύο από μένα και προσπάθησε να ξεκουραστείς»
Πέντε μέρες! Πόσες φορές τον τελευταίο καιρό, τον είχα παρακαλέσει να μου δώσει την άδεια που μου χρωστούσε από την προηγούμενη χρονιά αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τον άρπαξα και τον έσφιξα στην αγκαλιά μου. Αγάπησα και το σύμπαν, που είχε συνωμοτήσει για την άδεια.
Ένα κουδούνισμα έντονο, μακροσκελές, εκνευριστικό, ανυπόφορο αντήχησε και πετάχτηκα σαν ελατήριο από το κρεβάτι. Όνειρο ήταν. Κρατούσα το μαξιλάρι αγκαλιά και το σεντόνι είχε τυλιχτεί γύρω από το λαιμό μου. Είχα γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Κοίταξα το ρολόι. 6.30 ακριβώς, η ώρα που έπρεπε να σηκωθώ.
Σίγουρα η μέρα μου θα ξεκινούσε όπως την είχα ονειρευτεί. Οι λογαριασμοί στο κομοδίνο, μου το επιβεβαίωναν. Αν θα τελείωνε όμως με πενθήμερη άδεια ή με καθόλου άδεια ή χειρότερα με άδεια διαρκείας, μόνο το σύμπαν ήταν σε θέση να γνωρίζει κι αυτό τελευταία, όλο εκπλήξεις μου επιφυλάσσει.
_
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
Καιρό είχα να διαβάσω γραπτό σου Σουλελάκι μου και χάρηκα την δροσιά του. Όσο για τις συνομωσίες και συνομωσιολογίες του Συμπαντος και τον Κοέλιο΄, το μόνο που θα πω είναι, σιγά μη και το Σύμπαν έχει πάρει καν είδηση για την ύπαρξή μας την ίδια, πόσω μάλλον για τα όποια μας προβήματα. Που σημαίνει συγγραφικό πυροτέχνημα και άλλο ουδέν. Καλά να περνάς.
Συγγραφικό πυροτέχνημα Λένα μου, όπως το είπες. Καλή σου μέρα!
Μήπως να πάρουμε τα βουνά καλύτερα; Καλημέρα Χριστίνα μου, η σημερινή σου ιστορία μου έφτιαξε τη μέρα. Να είσαι καλά!!!
Χαίρομαι Άννα που σου έφτιαξα τη μέρα. Να είσαι καλά!
Κατ’ αρχάς να πω ότι γράφω σχόλιο και εξαφανίζεται για λόγους που δεν ξέρω . ίσως τώρα να είμαι πιο τυχερή….
Σουλελάκι είχα καιρό να διαβάσω κείμενό σου και το χάρηκα τούτο.Όσο για τις συνομωσίες και συνομωσιολογίες του Κοέλιο τι να σού πω. Κάτι ιστορίες του,φαίνεται ευχήθηκε να πετύχουν και οι ευχές τους εισακούστηκαν και εκείνος το έδεσε σε ψιλό μαντήλι, συσχετίζοντας αόρατες δυνάμεις. Σιγ’α μη και τοΣύμπαν νοιάζεται για τν ασημαντότητά μας, όταν ολόκηρη η γή είναι κοκκος άμμου ή μόριο σκόνης στην απεραντοσύνη του.
Και πάλι καλό καλοκαίρι καλή μου φίλη.
Καλό καλοκαίρι Λένα!