Όχι για την ψυχή μου, αλλά έτσι, γιατί είναι καλό και δίκαιο

 

-Να δεις που τώρα θα μας ανοίξουν. Για δες τριαντάφυλλα ο κήπος τους, μέσα στο καταχείμωνο! Δε στο ’χω πει. Το σπίτι τους, το βλέπω στα καλά μου όνειρα, που έρχεται και η μαμά. Και απόψε, έβλεπα πάλι ένα καλό όνειρο. Άκουσες τη γιαγιά, την ώρα που μας σταύρωνε να ξεκινήσουμε. «Τι όνειρο έβλεπες, Λευτεράκη μου και χαμογελούσες;»

-Δεν χάνουμε τίποτα, αν δοκιμάσουμε.

-Εγώ ανησυχώ, ρε Γιωργάκη, μην τους συμβαίνει κάτι… Αυτός, τόσα χρόνια, δεν έχει κλείσει ποτέ το μαγαζί του, και κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, περιμένει όλα τα παιδιά με το τασάκι του γεμάτο κέρματα και το χαμόγελο στα χείλη. «Να τα πείτε παιδιά μου, ως το τέλος, όμως!» Ρε συ, δε θέλω να το χάσω αυτό. Θέλω να τον βλέπω πάλι να κάθεται, εκεί στην καρέκλα του, με ένα παπούτσι στο καλαπόδι, να χτυπάει με το σφυράκι του, όπως εμείς τα τρίγωνα, και να σηκώνει κάπου κάπου τα μάτια πάνω από τα γυαλιά του, να μας κοιτά κατάματα, χαμογελαστός, μια τον ένα μια τον άλλο… Κι ύστερα να κάνει πως ψάχνει το τασάκι που είναι εκεί, μπροστά του… «Αχ, νάτο μωρέ, εδώ το έχω… Χρόνια πολλά παιδιά μου. Και του χρόνου… Αυτά για σας… όχι για την ψυχή μου∙ αλλά έτσι, γιατί είναι καλό και δίκαιο». Μ’ αρέσει αυτό το τελευταίο, αλλά γιατί το λέει, έχεις καταλάβει;

-Όχι, αλλά μου αρέσει κι εμένα∙ μόνο ο θείος Νίκος μιλάει τόσο γλυκά κι ωραία. Μου αρέσουν και οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα της κυρά Ματίνας. Μου αρέσει όπως βγαίνει από την πίσω πόρτα, με τους δυο σωρούς στον δίσκο της και τα μελομακάρονα καθαρά, χωρίς ασπρίλες από τους κουραμπιέδες. Σα θαύμα μου μοιάζουν όλα αυτά. Σα να γιορτάζουνε γενέθλια. Μου έχει καθίσει αυτή η σκέψη∙ τι μαραγκός, τι παπουτσής, τι Μαρία, τι Ματίνα. Το πιο μεγάλο χαρτζιλίκι και τα ωραιότερα γλυκά, εδώ τα παίρνουμε. Μακάρι να έχεις δίκιο εσύ και να μας ανοίξουν. Ρε συ, κοίτα εκεί… στα χωράφια. Αυτοί δεν είναι; Ο μπαρμπα-Σταμάτης κι η κυρά-Ματίνα! Πολύ αργά περπατάνε, κι ο μπαρμπα- Σταμάτης κάτι κουβαλάει στην πλάτη, ένα τσουβάλι. Τρέχα, ρε, να τους βοηθήσουμε. Μπάρμπα-Σταμάτηηηη, περίμενε, ερχόμαστεεε!

-Βρε, καλώς τους, τους Διόσκουρους! Γιώργο, Λευτέρη, τι μούτρα ειν’ αυτά;

-Άσε να σε βοηθήσουμε πρώτα μπάρμπα –Σταμάτη… Κι όσο για τα μούτρα, εσείς φταίτε και η κλειστή σας πόρτα. Πότε ξανάγινε αυτό;

-Μας λαχταρήσατε… Πάμε λοιπόν, να καθίσετε, να ξεκουραστείτε και να σας τα πούμε. Ο Γιωργάκης δεν κρατιέται… Πω πω, τι λάσπες στα παπούτσια σας!

-Ετούτα τα Χριστούγεννα, παιδιά μου, δεν είναι σαν τα άλλα. Θα μεγαλώσετε και το 61 δε θα το ξεχάσετε ποτέ. Εκεί που ήμασταν, εσείς μας στείλατε. Πήγαμε αξημέρωτα, να προλάβουμε και τα κάλαντά σας. Ξεχνάτε πόσες φορές μας ήρθατε, άλλοτε βουρκωμένοι κι άλλοτε με δάκρυα ποτάμι, να μας περιγράφετε τη δυστυχία που βλέπατε εκεί δίπλα, στο Μπουρνάζι;

-Εγώ, μόνο μια φορά έκλαιγα. Ο Γιωργάκης δεν λέω… Τα κρατάω τα δάκρυά μου, γιατί αν τα αφήσω, δε γίνεται μετά να σταματήσω. Για να ξεγελάω τον εαυτό μου, αυτά είναι ένα κακό όνειρο από έναν άλλο κόσμο, δε γίνονται σ’ αυτόν εδώ, του λέω.

-Αυτά τα παραμύθια τα ακούω βερεσέ. Εγώ δεν πετάω στα σύννεφα. Αληθινούς ανθρώπους βλέπω να κλαίνε και δεν μπορώ να μην κλάψω κι εγώ. Αφού έκλαιγε κι ο θείος Νίκος. Τον είδα να γράφει κι ένα γράμμα στον Θεό. Μη γελάς, ρε Λευτέρη! Έπεσε κάτω όταν βγήκε κι εγώ το μάζεψα και το ξανάβαλα στο τραπέζι. Άθελά μου το διάβασα αυτό: «Δεν χώραγε, Θεέ μου, κι αυτή η δυστυχία… ξεχείλισε και βάλτωσε και έπνιξε τη μέρα…». Έγραφε πολλά. Δεν τα διάβασα, δεν έπρεπε. Τα ‘χει χαμένα κι ο θείος από τη μεγάλη στεναχώρια… Πνίγεται η μέρα; Δεν καταλαβαίνω…

-Καλά, αφήστε τα τώρα αυτά κι ακούστε τι έχω να σας πω. Εμείς από δω, που σταθήκαμε τυχεροί και έχουμε τα παιδιά μας -μη με κοιτάτε μ΄ απορία, εγώ είμαι πολύτεκνος, έχω παιδιά όλους εσάς που έρχεστε εδώ, να φτιάχνω τα παπούτσια σας και κάθε τέτοια μέρα, να γεμίζετε τις ψυχές μας με τις ωραίες σας φωνές και τα κουδουνίσματά σας-εμείς, που έχουμε κι απείραχτα τα σπίτια μας, μπορούμε να ξεχνάμε; Οι άνθρωποι από κει, πεινάνε, τουρτουρίζουν μες στο κρύο, θρηνούν αγαπημένα πρόσωπα που δε θα ξαναδούν. Στέρεψαν τα δάκρυά τους μέσα στη λάσπη που γκρέμισε τις καλύβες τους –ξύλο και πισσόχαρτο, πώς να κρατήσουν; Τι λέτε εσείς, μπορούμε; Εφέτος, παιδιά μου, δεν έχει, για σας, χαρτζιλίκι –για τα γλυκά κάτι κατάφερε η Ματίνα μου. Καρφώσατε, βλέπω, τα μάτια σας στο τσουβάλι μου. Άδειο να το ‘φερνα πίσω; Το γέμισα πάλι με παπούτσια χαλασμένα, να κάνω ό, τι μπορώ. Όχι για την ψυχή μου, αλλά έτσι, γιατί είναι καλό και δίκαιο. Δεν τελειώνει εδώ, το ξέρω… Αλλά για τη συνέχεια, δε φτάνουμε εγώ και η Ματίνα μου∙ χρειάζονται πολλοί και πολλά… Άμποτε να έρθουν και να γίνουν!

-Να τα πούμε, Μπάρμπα- Σταμάτη; Βάλε παπούτσι στο καλαπόδι να αρχίσουμε!

-Και μη σε νοιάζει για το χαρτζιλίκι μας. Κι εμείς για το Μπουρνάζι τα μαζεύουμε. Τα δικά σου πήγαν κιόλας. Δε βλέπεις; Είμαστε χαρούμενοι σήμερα. Το είχαμε αποφασίσει, αλλά το σκέφτηκε και μας το είπε κι η γιαγιά μας. Για τις ψυχούλες σας, μας είπε εκείνη.

-Καλήν ημέραν άρχοντες…

 


_

γράφει ο  Απόστολος Παλιεράκης

Ακολουθήστε μας

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

Αδιαφυλαξία

Αδιαφυλαξία

Απόψε, τουλάχιστον, θέλω να είμαι ειλικρινής. Αν και αμφιβάλλω αν είμαι καν ικανός να ψεύδομαι. Βλέπεις, μιλώ ξανά στο κενό, μα ακόμα και το κενό ξέρει πως κανείς δεν μπορεί να ψεύδεται χωρίς πρώτα να κατέχει οποιαδήποτε άποψη. Και για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω...

Η κραυγή

Η κραυγή

Με εμπειρίες λιγοστές κι επαρχιώτικες ξεκίνησε τη φοιτητική ζωή στη μεγαλούπολη. Καλόβολος, με καρδιά αγνή, αθωότητα σχεδόν παιδική, προσπαθούσε από τους πρώτους κιόλας μήνες να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σχολής και κυρίως να ανοίξει τους κοινωνικούς του...

6 σχόλια

6 Σχόλια

  1. ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ

    » …η δυστυχία ξεχείλισε, βάλτωσε και έπνιξε τη μέρα…» Ουφ καλέ μου Απόστολε…
    ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ φίλε μου

    Απάντηση
    • Απόστολος Παλιεράκης

      Καλά Χριστούγεννα Λένα. Είναι μνήμη ανεξίτηλη και είναι φτωχός αυτός ο στίχος . Δεν αντέχω να περιγράψω τις εικόνες που με στοιχειώνουν.

      Απάντηση
  2. Άννα Ρουμελιώτη

    Σαράντα (40) ανθρώπινες ζωές χάθηκαν τότε, διάβασα ….. το κείμενό σας ένα μάθημα ζωής….σας ευχαριστούμε!Καλές γιορτές με υγεία σας εύχομαι!!

    Απάντηση
    • Απόστολος Παλιεράκης

      Σας ευχαριστώ πολύ!

      Απάντηση
  3. Σοφία Ντούπη

    Να ξυπνούσαμε λέει ένα πρωί και να ‘ταν ο τόπος γεμάτος από ανθισμένες τριανταφυλλιές στο καταχείμωνο και να έχει ο κόσμος λίγη από τη γλύκα από τους κουραμπιέδες και τα καθαρά μελομακάρονα της Ματίνας, να έχει ο κόσμος κάτι από το καλό και το δίκιο του μπάρμπα Σταμάτη. Καλημέρα Απόστολε σε ευχαριστώ!

    Απάντηση
    • Απόστολος Παλιεράκης

      Και όμως γίνεται! Το ζευγάρι αυτό υπήρχε στη γειτονιά που μεγάλωσα. Και ο κήπος τους. Καλές γιορτές Σοφία!

      Απάντηση

Υποβολή σχολίου