Μερικές φορές το πέρασμα του χρόνου για έναν ποιητή δεν φανερώνει μόνο πόσο αφουγκράζεται την κοινωνία, αλλά του επιτρέπει να ωριμάσει και καλλιτεχνικά, του δίνει χρόνο να πειραματιστεί. Έτσι, μοιάζει να τον αξιοποίησε και ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου που επιστρέφει είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του ποιητική συλλογή με το «Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος» (Πηγή, 2016).
Το ύφος του Παπακωνσταντίνου είναι ήπιων τόνων. Ο ποιητής ελέγχει τη συναισθηματική ένταση και αποφεύγει τις εξάρσεις. Το λυρικό στοιχείο με τη δυναμική και αβίαστη εισαγωγή του φυσικού και τη νωχελικότητα, αποκαλύπτει τη βιωματική σχέση του δημιουργού με το φυσικό περιβάλλον κατά το πρότυπο της «ποίησης της περιφέρειας»[1]. Βοηθά τον ποιητή όχι μόνο στην εικονοποιία, με τους φυσικούς αυθόρμητους χρωματισμούς, μα και στον έλεγχο της έντασης και του στιχουργικού ρυθμού, αποφεύγοντας τον ελεγειακό θρήνο.
Αξιοποιεί τη θρησκευτική παράδοση με ιδιαίτερη μαεστρία. Εντάσσει με χαρακτηριστική φυσικότητα στη στιχουργική του όρους από το θρησκευτικό βίο μέσα στο υπαρξιακό-λυρικό πεδίο της ποιητικής του (ο χρόνος ΙΙΙ, άγγελοι, στο μονοπάτι). Άλλοτε μιμείται το αποκαλυπτικό ύφος θυμίζοντας στη σολωμική παράδοση (είπε η φωνή) ή βιβλικές αναφορές (επιστροφή, κατ’ εικόνα, το μέτρο).
Τα δε ποιητικά παραμύθια του (ένας μικρός-μεγάλος άνθρωπος, παραμύθι) αναδύουν ένα σύμπλεγμα λυρισμού και φαντασίας, που ριζώνουν στην κοινή μυθική εμπειρία του κοινού. Προσφέρουν όμως μία εκφραστική διέξοδο στον δημιουργό για να θίξει ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα (εξομολόγηση) μέσα από την αλληγορική διάσταση των παραμυθιών.
Παράλληλα, αξιοποιεί τη μυθολογική παράδοση μέσα από τη δυναμική της ανοικείωσης (στοές, επιστροφή). Μέσα στο ήπιων τόνων κλίμα η διαφορετική διαχείριση των μύθων ξαφνιάζει το κοινό. Η ανοίκεια αντιμετώπισή τους ενισχύει τον υπαρξιακό λυρισμό της εκφραστικής του. Άλλοτε οι μύθοι αξιοποιούνται σε κοινωνικές αναφορές (προφητικό).
Άλλωστε, κοινωνικές παραστάσεις διανθίζουν διαρκώς την ποιητική του Παπακωνσταντίνου (ο τρόμος, στην έρημη πλατεία, λες και γινότανε, προάστια). Οι κοινωνικές εικόνες συμπλέκονται με τις υπαρξιακές αναφορές για τη μνήμη (το σπίτι Ι, ΙΙ, σκιές, κι άκουγα τότε από την αρχή) και το χρόνο (ο χρόνος ΙΙ, ΙV, V) ή εκφράζουν έναν βουβό οδυρμό (κεντρικό δελτίο, προφητικό, στην κεντρική λεωφόρο) που εκχέουν έναν λυρικό πόνο εκφραζόμενο σε ήπιο ύφος. Ας σημειώσουμε όμως πως οι κοινωνικές αναφορές δεν μένουν απλά στη περιγραφή ενός στιγμιότυπου, έστω και λυρικά. Διαστέλλουν το χρόνο και αποκτούν έναν χαρακτήρα διαχρονικής κριτικής για τις παθογένειες μιας κοινότητας που φέρνει άλγη στο δημιουργό και τα μέλη της.
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και ο νεωτερισμός του στα χαϊκού, καθώς επιχειρεί να συνδέσει την ιαπωνική παραδοσιακή φόρμα με την Νεότερη ελληνική στιχουργική νόρμα (αναμνήσεις, καληνύχτα, σιωπή). Έτσι, τα τρίστιχα χαϊκού εντάσσονται σε μία γενικότερη σύνθεση ως στροφές, καταργώντας στην πραγματικότητα την παραδοσιακή αυτοτέλειά τους και προσφέροντας μία ιδιαίτερη εκφραστική διέξοδο. Παράλληλα, οι τίτλοι στις συνθέσεις (μία άλλη καινοτομία που έχουμε ξανασυναντήσει σε ελληνικά χαϊκού) συμπληρώνουν τον υβριδικό χαρακτήρα των συνθέσεων ενισχύοντας τον πειραματικό εξελληνισμό τους. Πρόκειται για έναν άλλο πειραματισμό από τους πολλούς που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια[2] στην αξιοποίηση της ιαπωνικής φόρμας, και οι οποίες εμπλουτίζουν τον ποιητικό διάλογο μέσα από τον συνεχή πειραματισμό.
Βέβαια, ο πειραματικός χαρακτήρας στη στιχουργική του Παπακωνσταντίνου διακρίνεται ακόμα και στη στοίχιση των ποιημάτων της συλλογής. Οι διασταυρώσεις των συνθέσεων ανά δύο σελίδες, αριστερά και δεξιά, αριστερής και δεξιάς στοίχισης, μοιάζουν να αντιδιαστέλλουν τα ποιήματα της συλλογής σαν σε έναν σκηνικό διάλογο. Το ίδιο πειραματικά εκθέτει και τους τίτλους, οι οποίοι είναι είτε μονολεκτικοί είτε αποτελούν ονοματικό σύνολο (ουσιαστικό και επίθετο), σχεδόν πάντα έναρθροι και με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα και μία τέλεια στο τέλος.
__________________
[1] βλ. Δήμος Χλωπτσιούδης, Προσεγγίζοντας την ποίηση της περιφέρειας, vakxikon, τεύχ. 34 (Ιούνιος, 2016).
[2] Χαρακτηριστικός είναι ο νεωτερισμός της Τζένης Φουντέα-Σκλαβούνου («γάλα σε σκόνη», Μανδραγόρας, 2013) με την -ενδιαφέρουσα από άποψη κριτικής- προσθήκη ενός επιμύθιου/υστερόγραφου σε κάθε ποίημα ως μία εκφραστική ευρηματικότητα με μία ερμηνευτική ιδιότητα που επιτείνουν το συναισθηματισμό του χαϊκού. Αναλόγως και η καινοτόμα προσέγγιση του Χάρη Μελιτά («ποτάμι κόκκινο», Μαδραγόρας, 2013 και «ελαφρόπετρα», Μανδραγόρας, 2016) που έβαλε τίτλους στα δικά του χαϊκού δεμένους δομικά και αρμονικά με τις μικρές συνθέσεις, προσδίδοντας έναν άλλο συναισθηματικό χαρακτήρα και επεκτείνοντας το μήνυμα. Στον ίδιο δρόμο κι ο Μαυρομουστακάκης («190+1 χαϊκού», Γαβριηλίδης, 2016), ακολουθεί δημιουργικά την εξελικτική πορεία του ελληνικού χαϊκού ενισχύοντας το φυσιολατρικό περιεχόμενο με στοιχείο από το ελληνικό περιβάλλον με τη θάλασσα και την τοπική χλωρίδα και πανίδα, αλλά και με κίγκο, λέξεις-κλειδιά που λειτουργούν ως χρονική σήμανση ορίζοντας τις εποχές/μήνες από την ελληνική φύση.
Άλλωστε, από καιρό στα ελληνικά χαϊκού έχει ξεπεραστεί η αποκλειστικότητα του φυσιολακτρικού στοιχείου με την εισαγωγή από τους προαναφερόμενους δημιουργούς και άλλους (όπως ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος ή η Εστα Ράζου) εμπλουτίζοντάς τα με κοινωνικές παραστάσεις, σκέψεις και υπαρξιακές προσεγγίσεις για την άρνηση, τον έρωτα, το χρόνο, τη μνήμη και την ηλικία ή την ποίηση και τη ζωή.
0 Σχόλια