Τα βήματά μου βαριά και αργόσυρτα. Σκούπισα τον ιδρώτα που κυλούσε στο μέτωπό μου και έκανα το τελευταίο, αποφασιστικό βήμα. Ήμουν πλέον εκεί, στην κορυφή του βράχου, δίχως όπλα, γυμνός απέναντι στο θεριό. Δεν άργησε να εμφανιστεί.
Μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές εμφανίστηκε πρώτα το πρόσωπό της. Πώς να περιγράψει ανθρώπινο στόμα την απόκοσμη αυτή ομορφιά; Το σαρδόνιο χαμόγελό της με διαπέρασε. Τα εκφραστικά της μάτια, πόρτα στο άγνωστο. Είχε το χάρισμα εκείνο να ξεκλειδώνει τις αμπαρωμένες ψυχές με ένα μόνο της βλέμμα. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος. Θέλησα να λιποτακτήσω. Αλλά πώς; Με περίμεναν στη Θήβα, χρειάζονταν τη βοήθειά μου. Ποτέ δε θα εγκατέλειπα τα αδέρφια μου.
Με πλησίασε. Πλέον την έβλεπα καθαρά. Τα τρίχωμά της λείο, πυρόξανθο. Κοντοστάθηκε μπροστά μου αγέρωχη. Ο κορμός της στιβαρός, θύμιζε λέαινα στην ακμή της, την ώρα του κυνηγιού. Δυο πλουμιστά φτερά ξεπρόβαλλαν στην πλάτη της, θαρρεί κανείς πως τα είχε κλέψει από κάποιον γιγάντιο αετό. Τα πόδια της μυώδη. Χαρακτηριστικό απαραίτητο για έναν θηρευτή. Τα νύχια μισοφαγωμένα, σκουρόχρωμα, με βαθυκόκκινες κηλίδες. Η ουρά της, πράσινη. Θύμιζε το παγωμένο δέρμα των ερπετών. Εντυπωσιακό το πώς επέλεξε η φύση να προικίσει το πλάσμα τούτο, σκέφτηκα.
Στραβοκατάπια. Ένας κόμπος στον λαιμό δυσχέραινε την αναπνοή μου. Έσφιξα τις γροθιές και με όση ψυχή μου είχε απομείνει, άνοιξα το στεγνό στόμα μου. «Άφησέ με να διαβώ», ψέλλισα, «τα αδέρφια μου με προσμένουν». Με κοίταξε, μα δεν αντέδρασε στα λόγια μου. «Σε ικετεύω!» συμπλήρωσα πιο αποφασισμένος.
Τότε, έκανε ένα ακόμη βήμα. Ένιωσα την καυτή ανάσα της στο πρόσωπό μου. Οσμή αίματος και ωμής σάρκας διαπέρασε τα ρουθούνια μου. Προσέγγισε το αυτί μου. «Ποιο ον το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία;» ψιθύρισε.
Πολυ ωραια περιγραφη!
Σας ευχαριστώ πολύ!
Συγκλονιστική η γραφή σας! Μπράβο σας!
Ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα λόγια σας!
Μπράβο σου! Άψογες οι περιγαφές σου Σάββα!
Ευχαριστώ πολύ Μάχη!