–
γράφει η Άννα Αργύρη
–
Λονδίνο 1860. “Ο καιρός είναι υγρός, έχει σύννεφα και κρύο. Ο ήλιος δεν πρόκειται να ανατείλει πριν τις 05:30. Η νύχτα από τις 00:30 προβλέπεται μακρά. Ήρθε η ώρα…”.
Μια ανδρική, κομψή, ψιλόλιγνη φιγούρα με σταθερό, αργό βήμα περιπλανιέται στα σοκάκια του Λονδίνου. Μοναδικός σκοπός να «βγάλει τη νύχτα» μαζί με εκείνους που έχουν μονάχα αυτό το σκοπό και κανέναν άλλον..! Κάπου – κάπου σταματάει να παρατηρήσει λίγο πιο προσεκτικά, να αφουγκραστεί αυτό που κρύβει σαν προσωπείο το φως της μέρας…
Ο Κάρολος Ντίκενς υποφέρει από αϋπνίες. Θα βγει έξω. Θα παρατηρήσει τους άστεγους, τις παράνομες δοσοληψίες, την εξαθλίωση της αξιοπρέπειας στα βρώμικα χέρια των παιδιών που παλεύουν για ένα κέρμα, τους καυγάδες που στήνονται με σκοπό την επιβίωση, καθώς η αστυνομία άλλοτε βλέπει Κι άλλοτε παραβλέπει τα “κακώς κείμενα”. Ο Ντίκενς με βλέμμα επιθεωρητή. Παρατηρεί και συχνά δημιουργεί σχέσεις συμπάθειας, με όλα τα στοιχειά, που μορφώνουν την παρακμή. Κι όλα αυτά στο βικτωριανό φαινομενικά ακμάζον πρόσωπο του Λονδίνου του 19ου αιώνα.
Ώρα 05:30. Πλησιάζει το πρώτο πρωινό φως. Επιτέλους είναι εξαντλημένος. Επιστρέφει στο σπίτι του να κοιμηθεί.
Όταν ξυπνήσει… Η πένα του Ντίκενς θα πάρει φωτιά!
“(…) the wild moon and clouds were as restless as an evil conscience in a tumbled bed, and the very shadow of the immensity of London seem oppressively upon the river (…)”
O Κάρολος Ντίκενς σαν σήμερα στις 7 Φεβρουαρίου 1812 είχε ήδη γεννηθεί. Το ρολόι δείχνει ώρα 00:30 μόλις άρχισε η Περιπλάνηση…
0 Σχόλια