Στις 21 Μαρτίου 2017 στο καφενείο «Μουριά» των Εξαρχείων (Καλλιδρομίου και Χαριλάου Τρικούπη), οι εκδόσεις Τσουκάτου έκαναν μια διαφορετική παρουσίαση για τη συλλογή διηγημάτων «9 ώρες στα Εξάρχεια» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Λέμβος, το λογοτεχνικό κομμάτι του οίκου τους. Πρόκειται για μια συλλογή εννιά διηγημάτων που έχουν κεντρικό θέμα την περιοχή των Εξαρχείων, γραμμένα από νέους ανθρώπους, με ποικίλα εκφραστικά και θεματικά μοτίβα. Με μεγάλη μου χαρά και τιμή δέχτηκα την πρόταση των φίλων Πέπης και Δημήτρη Τσουκάτου να είμαι ο ομιλητής της εκδήλωσης, ειδικά από τη στιγμή πουο διάβασα τα κείμενα και μου άρεσαν πολύ! (η άποψή μου για την υπέροχη αυτή συλλογή παρατίθεται εδώ)
Η βραδιά ξεκίνησε με την προλογική παρουσία της επιμελήτριας του βιβλίου Αρετής Βάνα ενώ αποσπάσματα από τα μικρά αυτά διαμαντάκια διάβασαν οι νεότατοι και ταλαντούχοι ηθοποιοί Μαίρη Χριστοπούλου – Τσεκούρα και Δημήτρης Κακαβούλας. Προσπαθώντας για άλλη μια φορά να ετοιμάσω κάτι διαφορετικό, φρέσκο και καθόλου βαρετό σκέφτηκα να ετοιμάσω μία ερώτηση για τον καθένα από τους εννιά συγγραφείς αλλά δε θα την απηύθυνα ο ίδιος! Έβαλα τις ερωτήσεις σε φακέλους και τους μοίρασα τυχαία, οπότε οι συγγραφείς ρωτούσαν ο ένας τον άλλον και έδωσαν πολύ όμορφες απαντήσεις, τις οποίες παραθέτω στο τέλος του κειμένου.
Ήταν μια ευχάριστη, παρεΐστικη βραδιά, η οποία είχε τη γεύση των περιποιημένων μεζέδων της «Μουριάς» και ανέδιδε την αχλή μιας άλλης εποχής, ζεστής, άμεσης και φιλικής. Δυστυχώς μαζί μας κατάφεραν να παραβρεθούν μόνο οι: Αλέξανδρος Κεφαλάς, Νέστορας Πουλάκος, Σωτήρης Βαγγέλης και Τζούλια Γκανάσου. Οι υπόλοιποι συγγραφείς, πλην της Μαρουσώς Αθανασίου, που δεν ήθελε να απαντήσει, έστειλαν τις απόψεις τους ηλεκτρονικά. Απολαύστε τους!
Για τον Νέστορα Πουλάκο:
– Ποια ήταν η πιο κωμική εμπειρία σας από ένα μπαρ των Εξαρχείων;
– Έζησα τουλάχιστον χίλιες στιγμές στα μπαρ των Εξαρχείων. Μια τέτοια σκηνή είναι κι αυτή που περιγράφω στο διήγημα που περιλαμβάνεται σε αυτήν τη συλλογή. Ήμουν 15 χρονών όταν την έγραψα, οπότε και εκλάμβαν με πιο σοβαρό τρόπο κι έδινα μεγαλύτερο βάρος σε κάποια πράγματα.
Για τον Βαγγέλη Σωτήρη:
– Ποιος άνθρωπος από το παρελθόν σας θα θέλατε να εμφανιστεί ξανά μπροστά σας και να σας εμπνεύσει ένα νέο διήγημα;
– Την κυρία που κράταγε τα κοινόχρηστα! Έμενε στο υπόγειο, σ’ ένα διαμέρισμα χωρίς τουαλέτα, με αφίσες από ροκ συγκροτήματα και από μέρη που πια δεν υπάρχουν! Ήταν μοναδική!
Για την Τζούλια Γκανάσου:
– Αν μια αγκαλιά την παρομοιάσουμε με σοκολάτα, τι προτιμάτε να έχει; Σταφίδες ευτυχίας διάσπαρτες πάνω της ή ένα μεγάλο, ενιαίο κομμάτι πλούτου στο μέσον;
– Να έχει βρώμικα φιλιά να μου λερώνουν το στόμα! Η αγκαλιά πρέπει να έχει θέρμη και δύναμη.
Για τον Αλέξη Διονυσόπουλο:
– Αν η βραδινή ψιχάλα άφηνε έναν καθρέφτη στο σοκάκι της δικής σας ζωής, τι πιστεύετε ότι θα καθρεφτιζόταν από τα Εξάρχεια;
– “Σταματώ στον δρόμο μου για να απολαύσω την εικόνα του εαυτού μου. Κοιτάζω μέσα στη ρηχή, βρώμικη λακούβα, γεμάτη με κάθε είδους μικρόβια και το μολυσμένο νερό μου δίνει μία ακόμα ευκαιρία να δω το τέλειο, καλοσχηματισμένο πρόσωπό μου. Ο μοντέρνος άνθρωπος. Αρτιμελής, περήφανος. Φορά ακριβό βλέμμα στη μάσκα του και ακριβότερα ρούχα για να μην τον αγγίζει καν ο αέρας που τον περιβάλλει. Αυτός ο υβριστικά μικρός καθρέφτης δεν φτάνει για εμένα. Πώς μπορώ να εκτιμήσω τον περίγυρό μου όταν οι ευκαιρίες για να το αγνοήσω βρίσκονται σε κάθε γωνία και σοκάκι. Τα αδέρφια και οι όμοιοί μου ανακαλύπτουν ο καθένας μία τέτοια λακούβα για να ισιώσουν μία γραβάτα, να φτιάξουν το χτένισμά τους. Αλλά πίσω και πάνω απο κάθε αντικατοπτρισμό κρύβεται η κορυφή ενός κτιρίου.
«Πόσο εισβάλλει στη θεία εικόνα μου;» σκέφτομαι καθώς ορθώνω το ανάστημά μου. Να μην υπάρχει τίποτα άλλο εκεί παρά το εγώ. Απαγορεύεται να υπάρχει κάτι άλλο παρά το εγώ.
Όσον αφορά την περιοχή γιατί να με νοιάζει. Δεν μένω εδώ, δεν υπάρχω εδώ, δεν αναπνέω τον αέρα της. Η μόνη προσβολή μου εδώ είναι αυτός ο περαστικός λαθρεπιβάτης στο νερό. Πως μπορώ να αναγνωρίσω κάτι από την περιοχή αυτή όταν βιάζομαι ακόμα και στην έπαρσή μου; Έφτιαξα το σακάκι μου και φεύγω περπατώντας με αυτοπεποίθηση πως θα ξαναβουλιάξω στο είναι του μυαλού μου και πάλι. Για ένα δευτερόλεπτο κοντοστέκομαι στην σκέψη του αν γίνεται ο κάθε τέτοιος καθρέφτης από αυτή την περιοχή να μας δει για αυτό που είμαστε πραγματικά.
Περπατώ πιο βιαστικά. Ξεκινάω να τρέχω σχεδόν. Με στοιχειώνει ένα τρομερό πνεύμα, μία παρουσία δημιουργήθηκε με αυτήν τη σκέψη και φώλιασε μέσα μου.
Στρίβω στο στενό σαν κυνηγημένος και καταλαβαίνω πως πλέον είμαι μακριά από την αποκαλυπτική εικόνα αυτή. Παίρνω μια βαθιά ανάσα στο στενό και βγαίνω και πάλι τέλειος, περήφανος, αγέρωχος, υπάκουος, υβριστικός. Ο μοντέρνος άνθρωπος. Χαμογελώ και συνεχίζω.”
Για τον Χρήστο Δασκαλάκη:
– Όταν ήσαστε παιδί, θυμάστε πότε ένα «Ναι» έφερε τη μεγαλύτερη χαρά στη ζωή σας;
– Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν είχα ακούσει πολλά «Ναι» στην ανήλικη ζωή μου. Ίσως και κανένα, με αποτέλεσμα να μην έχω κάποια ανάμνηση να μοιραστώ μαζί σας. Μεγάλωσα με διαφορετική οικογένεια μέχρι την ηλικία των έξι ετών και με διαφορετική από εκεί και ύστερα. Οι ιδιαιτερότητες μιας τέτοιας παιδικής διαδρομής και οι δυσκολίες της, δεν μου έδωσαν την πολυτέλεια να ζητώ και πολλά πράγματα ώστε να λάβω και μια θετική απάντηση σε αυτά. Αυτό όμως έκανε ακόμα πιο δυνατή τη σημασία των «Ναι» που άκουσα στη μετέπειτα ζωή μου και με βοήθησε να κατανοήσω και να εκτιμήσω τις δυσκολίες με τις οποίες κάθε φορά ερχόμαστε αντιμέτωποι. Για αυτό και στο παρόν με αγγίζουν θέματα που αφορούν παιδιά και ανθρώπους με ξεχωριστές «ανάγκες». Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με την περιοχή των Εξαρχείων που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο μας. Άνθρωποι και περιοχές έχουν τις δικές τους ιστορίες, τις δικές τους ιδιαίτερες ευαισθησίες. Και εμείς, οι συγγραφείς, οφείλουμε να τις σεβαστούμε, να τις αγκαλιάσουμε και να τις μεταφέρουμε με τρυφερότητα στους αναγνώστες.
Για τον Τάσο Ελένα:
– Αν η ζωή σας είχε κοντέρ, πόσα χιλιόμετρα αγάπης και πόσα χαράς λέτε ότι θα είχε καταγράψει μέχρι σήμερα;
– Ξεκινάω με τη διαπίστωση πως η ζωή μας είναι κατά βάση μελαγχολική. Αυτός είναι και ο λόγος κυρίως που γράφουμε. Τα βασικά θέματα εκείνου που γράφει είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Από εκεί νομίζω ξεκινάμε όλοι. Αν προσθέσεις και τη ματαιοδοξία φυσικά. Μιλώντας προσωπικά πολλά χιλιόμετρα αγάπης έχει γράψει το κοντέρ μου και λίγα χαράς. Ανθρώπους που αγάπησα και με πρόδωσαν ή μου επέτρεψαν αγάπη. Σας θυμίζω τον στίχο του Οδυσσέα Ιωάννου “κυνήγησα τις ομορφιές μα με έκλεψε η λύπη”. Αυτά είναι τα προσωπικά μου όπλα. Η λύπη και ένα βαθύ υπαρξιακό παραλήρημα. Και η χαρά έχει γράψει λίγα χιλιόμετρα γιατί είναι δύσκολη. Ο Ελύτης για να βγει στο φως έφαγε με το κουτάλι το σκοτάδι. Δεν γεννήθηκε νομίζω χαρούμενος. Σας παραθέτω κάποιες σκόρπιες σκέψεις μου δημοσιευμένες στο διαδίκτυο πριν λίγα χρόνια.
«Η θλίψη είναι εύκολη, λέει η Μαρία Βουμβάκη στο ομώνυμο κομμάτι της. Η χαρά και το φως θέλει κόπο.Ο Ελύτης για να φτάσει στο φως, έφαγε με το κουτάλι σκοτάδι, αλλά τον “ξέρασε” το ίδιο το σκοτάδι στα χρώματα.Σκέφτομαι τα Διάφανα Κρίνα, που ξανασυναντιούνται από Σεπτέμβρη. Πλάσαραν λύπη με το τσουβάλι και πολλοί, μπορεί να μην την άντεξαν, ίσως να έπεσαν και στα ναρκωτικά. Η ευκολία της θλίψης της Δημουλά, που σπαταλιέται τόσο γρήγορα. Ωραίες λέξεις που καταλήγουν περιστροφικά, πάντα στη λύπη. Αλλά μας αφήνει πάντα στα μισά. Δε μας πάει παραπέρα. Τόσο καυτό αίμα λέξεων, χαμένο στον πόνο. Και μετά τί; Πόνος αδιέξοδος,φίλαυτος και αυτοαπασχολούμενος. Μια αέναη βόλτα, γύρω από μια πληγή, που πιπιλά μια άλλη κακοφορμισμένη πληγή. Αλλά είμαστε πλασμένοι για φως. Βγαίνουμε ξανακερδισμένοι στο φως, μέσα από το μυστήριο του πόνου με τρόπο μυστικό. Ξανά και ξανά. Έστω ένα μικρό κεράκι για αρχή και μετά να πάρουμε φωτιά ολόκληροι. Να αφανιστούμε στο υπέρλαμπρο φως. Κάποιο χέρι μας τραβάει επίμονα επάνω μυστικά κι ας ξαναβουτάμε με πείσμα στο σκοτάδι. Το soundtrack της ζωής μας είναι το φως και τα χρώματα. Από εκεί ήρθαμε και εκεί πάμε. Λεπτό προς λεπτό ξεχρεώνουμε, όσο αυξάνεται το χρέος της χώρας. Σου εύχομαι να σε καταπιεί ολόκληρο \ η το φως. Πάρε και εμένα μαζί σου, αν εκείνη τη στιγμή βουτάω ξανά στα σκοτεινά. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Κι αν με δεις λυπημένο, μην πεις πως σε πούλησα. Για τον προορισμό μας μιλούσα.»
Για τον Βαγγέλη Προβιά:
– Αν είχατε να σχεδιάσετε μια δίωρη διαδρομή για να χαρίσετε είκοσι δευτερόλεπτα ευτυχίας και χαράς σε κάποιον, τι θα διασχίζατε, τι θα κρατούσατε στα χέρια σας και σε ποιον θα το χαρίζατε;
– Θα του έδινα μια επιλογή από τρεις διαφορετικές δυνατότητες, που πιστεύω ότι θα του άλλαζαν τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο (και τον εαυτό του) για πάντα: 1 – μια πτήση πάνω από τον πλανήτη, σε γυάλινο διαστημικό λεωφορείο – μια πλήρη περιστροφή γύρω από την υδρόγειο. Ή 2 – μια κατάδυση με γυάλινο βαθυσκάφος στις εσχατιές των ωκεανών της Γης που παραμένουν ανεξερεύνητες 3 – ή. μια επιταχυνόμενη, ώστε να μπορέσει να την κάνει ολόκληρη σε δυο ώρες, διαδρομή με τον Υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο. οπωσδήποτε αυτό που θα κρατούσα είναι ένα σημειωματάριο για να μπορέσει ο καλεσμένος μου να σημειώνει τις σκέψεις και τις παρατηρήσεις του. Και θα τα πρόσφερα, ταξίδι κ σημειωματάριο, σε έναν φίλο μου που τελευταία τα ταξίδια που κάνει είναι μόνο μέσα από οθόνες.
Για τον Αλέξανδρο Κεφαλά:
– Σε ποια από τις ερωτήσεις που ακούσατε θα θέλατε να απαντήσετε;
– Μ’ άρεσε πολύ η ερώτηση με τη σοκολάτα. Υπ’ όψιν, μ’ αρέσει πολύ η λευκή σοκολάτα. Από την άλλη, έχουμε στέκια στα οποία έχουμε μεθοκοπήσει, ανθρώπους που θα θέλαμε να ξαναδούμε και όχι μόνο για να μας εμπνεύσουν αλλά για να μας χαρίσουν βρώμικα φιλιά, χάδια κι αγκαλιές.
0 Σχόλια