Θαυμάζω το βήμα της διεκδίκησης που δεν το χωρεί
ο δρόμος, ο διάπλατος, ο αδιάβατος- ο δικός μου.
Καρτερώ τους ανθρώπους που δεν πλάθονται πια
να ξυπνήσουν το χάραμα, ζητώντας βοήθεια από το μπλε.
Αξιώνω το προστατευτικό μακριά και το ανέμελο κοντά
της θέσης που παραχωρήθηκε ευάλωτα λατρευτική.
Βάπτισες πατρίδα, τους καινούριους κόσμους, εκείνους
που περπάτησες πλάι στην ανήσυχη νιότη.
Γέλασες, φλερτάροντας την αμαρτία των άλλων σαν πόνεσες
κεκλεισμένων των θυρών για τη δική σου άνοιξη.
Ζήλεψες «το ατρόμητο» της διαφορετικότητας,
με το παιδί μέσα σου να καρδιοχτυπά ακόμη στη θύμηση.
Γιατί το όνειρο, γεννιέται απ’ το κουράγιο στο ανείπωτο συναίσθημα,
όταν η επιθυμία μαζεύει τα παπούτσια των ομοίων της.
Και εμείς ξυπόλητοι, γλιστράμε στις καύτρες του ίσως
αναπαλαιώνοντας τους χάρτες της γαλήνιας διαδοχής μας.
Γυμνοί, άμαθοι, άκομψοι, πνευματικοί εραστές
κάθε φωτεινής πλατείας που το βράδυ γίνεται υπόκοσμος.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Στελλάκη
0 Σχόλια