Θαυμάζω το βήμα της διεκδίκησης που δεν το χωρεί ο δρόμος, ο διάπλατος, ο αδιάβατος- ο δικός μου. Καρτερώ τους ανθρώπους που δεν πλάθονται πια να ξυπνήσουν το χάραμα, ζητώντας βοήθεια από το μπλε. Αξιώνω το προστατευτικό μακριά και το ανέμελο κοντά της θέσης...
Τέχνασμα ολίγων ή και μη εστί η νόησις. Τα πυρωμένα πούπουλα μιας λειψής κανονικότητας και της τυχαίας εμφάνισης, έκδηλο γέμισμα. Όσα ουράνια δίχτυα και ν’ απλώσεις, θα ΄ναι χαμένη πεταλούδα-ατίθαση. Του παιδικού μας πόθου το ταξίδεμα, η ονειρική πατρίδα. Κόρη μυαλού...
Άμεμπτου ακρωτηριασμού θύμα η θεά του κάλλους της Μήλου γέννημα λαμπρό και μάρμαρο σκανδάλου. Μέθυσε εκείνη των Δελφών το χάλκινο βραβείο; Ή αυτός τυράννου ηνίοχος πότιζε το σαρκίο;[...] _ γράφει η Αλεξάνδρα...
Μελαγχολία πρόσοψης, φθορά αυθεντική, του χάρτου το αποκύημα –σκληρή παραδοχή– κειμήλιο ξεδιάντροπο, απατηλή γιορτή. Τα γόνατα στο τρέμουλο, τρεχάλα στο γιατί [...] _ γράφει η Αλεξάνδρα...
Αρπάζει το ένστικτο της πείνας μου τη γνώση. Δεν έχει κόκκαλα τον σκύλο να ταΐσει. Του αχόρταγου μυαλού το πάθος εβάλθηκε να στραγγαλίσει. [...] - γράφει η Αλεξάνδρα...
Απόψε πάλι κλαίς κι είναι απ’ τα στήθη που με βύζαξες πιο βαριά η φωνή. Το σώμα σου αρνείται τη στοργή. Δεν είναι πια μαζί με το έμβρυο εγκλωβισμένο. Κι εγώ μικρός ούτε λαλώ, ούτε το κλάμα τι θα πει γνωρίζω. Παρηγοριά για ένα μωρό να υιοθετεί της μάνας τη συνήθεια....
Τραχύς και δύσβατος βράχος η καρδιά. Δίχως αίμα ζωντανό και σάρκα υλική. Τάχατες έχει κρυφτεί στα κόκαλα απ’ τις ράχες της το αναμάρτητο περίσσευμα. Βροντάει στα ψαχνά. Κομματιάζεται ελαφρώς σπάζοντας όψη κοσμικής αντανάκλασης. Περίφραξη ελλιπής από ιδιοκτήτη σε...
Παππού, γιατί τον έσφαξες τον πετεινό; Για να γλιτώσουμε απ’ του ξυπνήματος του πρωινού τη ζάλη. Και τη συκιά γιατί την έκοψες; Για να’ χουμε απ’ τους χαφιέδες ήσυχο κεφάλι. Τον φύλακα τον σκύλο μας γιατί χαρίζεις; Για την ασφάλεια κόρη μου μονάχη σου να ορίζεις. Στο...
Πολιτεία προς απόσυρση Ζω σε μια άσφαλτο κατοικημένη Για χάρη της, χτυπούν οι μηχανές στα εργοστάσια παπουτσιών Πάνω στην επιφάνεια της αγωνίζονται τα ίχνη μου να παραβγούν των άλλων που αδίστακτα για σφάλματα καραδοκούν [...] _ γράφει η Αλεξάνδρα...
Θαρρώ τις εικοστέσσερις της μέρας ώρες άχαρες και πληθωρικές. Τις έπνιξαν πρωτού χαράξει ανθρώπινες θελήσεις. Μια γυναίκα ναρκωμένη μάνα ήτανε να γίνει και το έμβρυο άσωτο έμεινε μπροστά σε σύριγγα γιατρού. Ένας αδύναμος τινάχτηκε από πρέζα δεν ήξερε...