Η εκδήλωση στο πνευματικό κέντρο καθυστερούσε να αρχίσει. Ο βασικός λόγος ήταν η μεγάλη προσέλευση του κοινού που συνωστιζόταν προκειμένου να μπει νωρίς στην αίθουσα. Ο Σοφοκλής δε φανταζόταν ότι θα υπήρχε τέτοια ανταπόκριση από τον κόσμο και με τους δασκάλους συναδέλφους του από το δημοτικό, προσπαθούσε να βρει μια λύση γιατί ήταν αδύνατο, για λόγους ασφαλείας, να επιτρέψουν σε όλους τους προσερχόμενους να εισέλθουν στην αίθουσα. Τελικά υποχρεώθηκαν να υποσχεθούν ότι θα γίνει και δεύτερη προβολή. Έτσι εξομαλύνθηκε η κατάσταση και η εκδήλωση άρχισε επιτέλους με μισή ώρα καθυστέρηση.
Ενώ το ταινιάκι είχε διάρκεια μόνο 14 λεπτά, η προβολή του πραγματοποιήθηκε αρκετά αργότερα γιατί προηγηθήκαν οι ομιλίες των επισήμων αρχών. Πρώτα μίλησε ο Σοφοκλής που, αφού καλωσόρισε όλους, εξήρε το ταλέντο του Γιάννη και την πολύτιμη συμμετοχή του στην επίτευξη του ιερού αυτού σκοπού. Μετά πήρε το λόγο ο Πρόεδρος των Γονέων και Κηδεμόνων που αναφέρθηκε με ενθουσιασμό στις εξαιρετικές πρωτοβουλίες του διευθυντή και στις καινοτομικές του ιδέες που αναβαθμίζουν την παιδεία στο συγκεκριμένο δημοτικό και αξιοποιούν άτομα τόσο χαρισματικά όπως ο Γιάννης. Ακολούθησε ο Δήμαρχος της κωμόπολης. Είπε ότι υπήρξε συνεπής με τις προεκλογικές του υποσχέσεις και διαβεβαίωσε τους συμπολίτες του ότι θα εξακολουθήσει να στηρίζει κάθε εμπνευσμένη προσπάθεια που αναδεικνύει μέσω σύγχρονων και προοδευτικών δράσεων το δήμο σε πρότυπο εκπαιδευτικής πολιτικής. Τέλος επαίνεσε τον Σύλλογο γονέων και κηδεμόνων, τον Διευθυντή του δημοτικού και τους δασκάλους και φυσικά τις εξαιρετικές ικανότητες του νεαρού σκηνοθέτη. Ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού αναφέρθηκε στην τεράστια ώθηση που προσδίδουν παρόμοιες ενέργειες στην αγροτουριστική ανάπτυξη του τόπου. Ο Αρχιεπίσκοπος, τόνισε πόσο μεγάλη είναι η συμβολή της εκκλησίας στην διαφύλαξη της ελληνοκεντρικής παιδείας από την εποχή ακόμα της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, με φωτεινότερο παράδειγμα αυτό του κρυφού σχολείου. Ο Περιφερειάρχης τόνισε ότι η Ελλάδα ήταν η μητέρα της δημοκρατίας και το παγκόσμιο λίκνο του πολιτισμού. Τέλος σε ομιλίες που ακολούθησαν αναπτύχθηκαν τα θέματα, «Πολιτισμός η βαρβαρότητα», από τον Αρχηγό της αστυνομίας, «Οικολογική συνείδηση και δασοπροστασία» από τον Αρχηγό του πυροσβεστικού σώματος και «Πολιτισμός και Πολιτική» από τον τοπικό Βουλευτή. Με δυο λόγια, ο καθένας έλεγε ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι προκειμένου να εκμεταλλευτεί τη μεγάλη μάζωξη του κοινού της εκδήλωσης. Τόσο κόσμο είχαν να δουν από τη συναυλία του Χριστοδουλόπουλου στο πανηγύρι της Παναγίας τον περασμένο Δεκαπενταύγουστο.
Όταν άρχισε επιτέλους η προβολή της ταινίας είχαν ήδη περάσει δυο ώρες και αυτοί που περίμεναν απ’ έξω άρχισαν να διαμαρτύρονται εντόνως. Αυτό όμως δεν ενόχλησε καθόλου τους εντός της αίθουσας θεατές οι οποίοι χειροκροτούσαν και σχολίαζαν δυνατά από το πρώτο λεπτό της προβολής κάθε φορά που έβλεπαν κάποιο παιδί ή κάποιο δάσκαλο που γνώριζαν.
Η υπόθεση της ταινίας αναφέρεται στην αυθόρμητη πρωτοβουλία μιας ομάδας μαθητών δημοτικού σχολείου να εμφυσήσει οικολογική ευαισθησία στον τοπικό μεγαλοβιομήχανο σχετικά με τη ρύπανση που δημιουργούσαν στο περιβάλλον τα βιομηχανικά απόβλητα του εργοστασίου του. Η ταινία τελειώνει με τον εργοστασιάρχη, που υποδύεται επιτυχημένα ο Σοφοκλής, να κάνει την αυτοκριτική του κι όλα αυτά μπροστά σε ένα λουλούδι που φύτεψαν τα παιδιά συμβολικά στο κατεστραμμένο από τα απόβλητα γυμνό τοπίο. Όταν τελείωσε η προβολή τα χειροκροτήματα και τα μπράβο έπεφταν βροχή επί αρκετή ώρα με τον Γιάννη επί σκηνής να μην ξέρει τι να κάνει.
Σε δεκαπέντε λεπτά άρχισε η δεύτερη προβολή, χωρίς ομιλίες αυτή τη φορά, αλλά η ατμόσφαιρα υπήρξε το ίδιο πανηγυρική. Ακολούθησε δεξίωση όπου τα τοπικά μαζικά μέσα επικοινωνίας, έντυπα, ραδιόφωνα και τηλεοπτικά κανάλια, πολιορκούσαν το Γιάννη για κάποιες δηλώσεις ή για να τον προσκαλέσουν σε συνέντευξη τις επόμενες μέρες στα στούντιο τους. Οι ερωτήσεις ήταν, όπως πάντα σε παρόμοιες καταστάσεις, βαθυστόχαστες, του τύπου: «Από πού αντλείτε την έμπνευση σας;», «Η οικολογία μπορεί να βγάλει την πατρίδα μας από την οικονομική κρίση;», «Πόσο επηρεάζει ο Ελληνικός πολιτισμός το παγκόσμιο γίγνεσθαι;», «Ποιες είναι οι επιρροές σας στον κινηματογράφο και στην τέχνη γενικότερα;», «Τι συμβουλή θα δίνατε στα παιδιά του δημοτικού που θα θελήσουν να ακολουθήσουν καλλιτεχνική καριέρα», « Τι άλλα πρότζεκτ έχετε σε εξέλιξη», «Είναι αλήθεια ότι ο Μπραντ Πητ απάτησε την Αντζελίνα Τζολί;», «Χόλυγουντ ή Μπόλυγουντ», και άλλα, φύρδην μίγδην, τέτοια.
Όλο το βράδυ η Μαρία ήταν πολύ δύσκολο να πλησιάσει το Γιάννη. Έτσι, μόλις εκτονώθηκε η κατάσταση, του πρότεινε να πάνε κάπου πιο ήσυχα, υπονοώντας φυσικά το σπίτι της. Ο Γιάννης, έπιασε το υπονοούμενο κι άλλο που δεν ήθελε. Από την στιγμή αυτή τα γεγονότα εξελίχτηκαν ραγδαία ως εξής. Με δύο ποτά προλάβανε το πλήρωμα του χρόνου κι η Μαρία δόθηκε ολοκληρωτικά στο Γιάννη. Ο έρωτάς τους σφραγίστηκε με πολλαπλούς οργασμούς, [1] αλλά και με τσαχπινιές που δεν μπορούμε να μνημονεύσουμε αν θέλουμε η ιστορία μας να μην χαρακτηριστεί ακατάλληλη για νέους κάτω από δεκαπέντε ετών.
Τις επόμενες μέρες ξεπόρτιζαν μόνο για λίγο από το σπίτι, η Μαρία για τα μαθήματα στο σχολείο και ο Γιάννης για τις συνεντεύξεις στα ραδιόφωνα και στα κανάλια. Οι θυελλώδεις ερωτικές περιπτύξεις τους έγιναν προς στιγμή το ηχητικό τοπίο της γειτονιάς. Στην παραπάνω γωνία ο Παντελής χαμένος στο προσωπικό του αδιέξοδο, με τη βοήθεια καυτού ύδατος 42 βαθμών, έκανε ριγουίν τις μπερδεμένες αναμνήσεις του, αδιαφορώντας πλήρως για τους οδηγούς που επιδείκνυαν τον καταπιεσμένο ανδρισμό τους με σούζες και κόντρες με υπερβολική ταχύτητα στην εθνική. Αξιόπιστοι μάρτυρες βεβαιώνουν ότι το περιπολικό του δεν μετακινήθηκε επί τρεις ολόκληρες μέρες, και την τρίτη μέρα βρέθηκε τυχαία, από τους εργάτες καθαριότητας του δήμου, θαμμένο σ’ ένα σωρό σκουπιδιών που πέταξαν οι περίοικοι.
Την Τετάρτη το πρωί ο Γιάννης υπενθύμισε στη Μαρία ότι οφείλει να επιστρέψει στην Αθήνα λόγω ανειλημμένων επαγγελματικών υποχρεώσεων.
– Δηλαδή, ως εδώ ήταν; Τώρα φεύγεις; του είπε παραπονιάρικα η Μαρία.
– Όχι μωρό μου, δεν φεύγω ακριβώς, έφτασε η ώρα να πάω στη δουλειά.
– Ναι αλλά εγώ τι θα κάνω εδώ μόνη μου;
– Ό,τι έκανες πάντα, σχολίασε ο Γιάννης αμήχανα.
– Δεν έχει τίποτα να κάνω.
– Ε και τι προτείνεις; Να κάτσω εδώ μαζί σου απλά και μόνο επειδή νομίζεις ότι δεν έχεις τι να κάνεις;
– Δε χρειάζεσαι ιδιαίτερη προσπάθεια για να γίνεις αντιπαθής.
-Έλα τώρα. Έχεις τη δουλειά σου, στο σχολείο. Άλλωστε σε κάνα μήνα θα βρεθούμε στη Αθήνα. Για τότε δεν είναι προγραμματισμένη η εκδρομή με το σχολείο;
– Ναι αλλά σ’ ένα μήνα;
– Κάνε ρε μωρό λίγο υπομονή. Άλλωστε το ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ.
Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε τρυφερά.
– Τώρα που σε βρήκα δεν είμαι τόσο ανόητος να σε αφήσω. Σμάιλ.
Σήκωσε το κινητό του και τους τράβηξε μια σελφυ για δυο.
– Αυτό τώρα τι είναι; διαμαρτυρήθηκε η Μαρία
– Μια φωτογραφία, θέλω να έχω κάτι δικό σου.
-Δε φαντάζομαι να την δημοσιεύσεις στο φέισμπουκ, είναι πολύ μικρός ο κόσμος εδώ.
– ΟΚ. Δεν θα το ρίξω στο φέισμπουκ.
-Θέλω να ξέρεις ότι κι εγώ έχω κάτι δικό σου, μπορεί να μην θυμάσαι αλλά έχω αυτό, ανταπόδωσε η Μαρία και του έδειξε το πεντάευρο με το τηλέφωνό του που της έδωσε την πρώτη μέρα στο σχολείο. Θα το βάζω κάτω από το μαξιλάρι μου τα βράδια.
Ο απαλός θόρυβος που έκανε όταν έκλεισε η καλολαδομένη εξώπορτα πίσω του έσκασε στο κεφάλι του σαν χειροβομβίδα. Ο Γιάννης γύρισε φουριόζος στο χωριό και πέρασε απ’ την πλατεία να χαιρετίσει. Μόλις τον είδε ο Μήτσος έτρεξε να τον προϋπαντήσει.
– Γιάννη ‘μ ειμι ιρωτευμένος, ειμι ιρωτευμένος, του έλεγε ακολουθώντας τον.
Ο Γιάννης σάστισε για λίγο.
– Και με ποιον είσαι ερωτευμένος ρε Μήτσο;
Ο Μήτσος σκέφτηκε λίγο και είπε
– Μ’ ένα κορίτσ’.
– Ποιο κορίτσι.
– Δε λέω, απάντησε ο Μήτσος κοκκινίζοντας.
– Τι λες ρε Μήτσο; του φώναξε ο αγροφύλακας. Εσύ είσαι είδος προς εξαφάνιση.
– Γιατί.
– Πώς είναι δυνατόν να αναταραχτείς ρε Μήτσο με τέτοια φάτσα χαχα!
Δυο ώρες αργότερα ο Γιάννης ήταν έτοιμος για αναχώρηση. Αποχαιρέτησε τη γιαγιά του και πριν προλάβει να βγει από το σπίτι αυτή τον φώναξε πίσω.
– Γιάννη ‘μ αγόρι ‘μ…
– Τι συμβαίνει γιαγιά;
– Αυτό το ‘κανα για σένα, για το δρόμο…
Ο Γιάννης έκπληκτος κοίταξε το «αυτό». Η αγαπημένη του σπανακοτυρόπιτα, αλλά ένα ταψί ολόκληρο δηλ πίτα για 8 άτομα.
-Για το δρόμο αγόρι ‘μ, είσαι μικρός και πρέπει να τρως, να μη λέει κι η μάνα‘ς ότι δε σε προυσέχουμι.
Ενώ τα έλεγε αυτά τοποθέτησε το ταψί μέσα σε μια πετσέτα και έδεσε μαζί τις τέσσερεις άκρες της ώστε να μπορεί ο Γιάννης να το πάρει μαζί του. Ο Γιάννης ήξερε καλά ότι δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε ν’ αλλάξει την απόφαση της γιαγιάς του. Έτσι την ξαναφίλησε σταυρωτά και άρπαξε το ταψί και την βαλίτσα να τα φορτώσει στο αυτοκίνητο. Ενώ τα ταχτοποιούσε στο πορτ – μπαγκάζ άκουσε τη φωνή του κυρ Αλεξάνδρου.
– Μέρες έχουμε να σε δούμε νεαρέ μου.
Ο Γιάννης σήκωσε το βλέμμα του αλλά δεν τον είδε. Πριν προλάβει να εκστομίσει κάποια δικαιολογία, ο κοινοτάρχης ξεπρόβαλε από την άλλη μεριά του αυτοκινήτου.
– Κι εγώ τώρα τι ρωτάω; Σαν να μη ξέρω τάχατες που ήσουνα…
Ο Γιάννης προσπάθησε ν’ αλλάξει το θέμα συζήτησης.
– Δεν σας είδα στην προβολή πρόεδρε μου
-Ε, ναι… Γιατί δεν φαντάστηκα ό,τι …τώρα τι τα θες νεαρέ μου τα λάθη δεν είναι προνόμιο κανενός, σε υποτίμησα υποθέτω, μην το πάρεις προσωπικά, αλλά σε υποτίμησα. Πότε θα σε ξαναδούμε;
– Θα έρθω το καλοκαίρι.
-Ωραία, χαίρομαι την επόμενη φορά έχω κάτι για σένα. Κάτι σχετικά με την κοινότητα και με λεφτά όχι όπως με το Σοφοκλή.
-Ευχαριστώ πρόεδρε θα τα πούμε σίγουρα, είπε ο Γιάννης και μπήκε στο αυτοκίνητο.
Ο κυρ Αλέξανδρος πλησίασε στο παράθυρο. Τώρα είχαν το ίδιο ύψος και μπορούσε να κοιτάζει τον Γιάννη στα μάτια.
– Πόσο είπαμε ότι θα λείψεις;
– Κάνα δυο μήνες
-Δυο μήνες, επανέλαβε ο κοινοτάρχης σκεπτικός. Στο καλό νεαρέ μου, στο καλό αλλά, δυο μήνες είναι πολύς καιρός Ρωμαίε μου για κάποια πράγματα είναι πολύς καιρός…
Μισή ώρα μετά, στην έξοδο της εθνικής, τον σταμάτησε ο Παντελής. Πλησίασε χωρίς βιασύνη κι έσκυψε στο παράθυρο του αυτοκινήτου.
– Καλησπέρα. Για πού το βάλαμε; Για Αθήνα;
Ο Γιάννης δεν απάντησε στο αυτονόητο. Άνοιξε το ντουλαπάκι κι έβγαλε άδεια και δίπλωμα. Ο Παντελής δεν άπλωσε το χέρι του να τα πάρει. Χαμήλωσε το βλέμμα του και κοίταζε τα παπούτσια του σαν να ζητούσε συγνώμη.
– Σε σταμάτησα για να σου πω καλό ταξίδι.
– Για γίνε λίγο εύπεπτος. Ενδέχεται ο ένας μας να είναι ηλίθιος.
– Μάλλον πιστεύεις ότι είμαι άχρηστος.
Αυτός δεν ήταν ο Παντελής αλλά κάποιος άλλος άνθρωπος. Δεν είχε την ψεύτικη έπαρση των προηγουμένων ημερών.
-Όχι, απάντησε ο Γιάννης επιθετικά. Δεν πιστεύω ότι είσαι τελείως άχρηστος. Μπορείς να χρησιμεύσεις σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Άσε που διαψεύδεις το Δαρβίνο. Κάποιοι χιμπατζήδες δεν εξελιχτήκαν σ’ ανθρώπους. Ελπίζω να μην το πάρεις προσωπικά.
-Πολύ καλυτέρα έτσι. Ας πούμε ότι τώρα είμαστε πάτσι ε, ξέρω ότι στην έσπασα αλλά ήθελα να σου πω ότι, όποιος κάνει κάτι, ποτέ δεν το κάνει μόνο μια φορά. Με πιάνεις;
-Αμέ, πες μου μόνο που να βάλω περισπωμένη, σχολίασε περιφρονητικά ο Γιάννης και έβαλε μπρος το αυτοκίνητο του αφήνοντας τον Παντελή στη μέση του δρόμου.
– Σύντομα θα βρεθείς στη θέση μου εξυπνάκια, φώναξε δυνατά ο Παντελής.
Αυτό που δεν πήρε χαμπάρι ο Γιάννης, καθώς γυρνούσε στην Αθήνα, ήταν ότι μέσα στα μπαγκάζια του τρύπωσε ύπουλα μια μικρή αμφιβολία. Το έδαφος είχε ήδη προετοιμαστεί απ’ τη Χαρίκλεια, όταν πρωτογνώρισε τη Μαρία. Το σπόρο έσπειρε, λίγο πριν, ο κοινοτάρχης ενώ ο Παντελής μόλις έκανε το παρθενικό της πότισμα. Κι η αμφιβολία, ως γνωστόν, είναι κάτι σαν οφθαλμαπάτη που, στην σχετικά μεταβαλλόμενη διάρκεια προοπτικής του χρόνου, ταξιδεύει σκαλομαρία και μπορεί να πάει πολύ μακριά.
Στην Αθήνα ο Γιάννης ξαναβρήκε την ταχύτητα του χρόνου με την οποία ήταν εξοικειωμένος. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Μοντάζ, κάμερα, οργάνωση παραγωγής, σχεδιασμός ιστοσελίδων. Δεν επρόκειτο για καλοπληρωμένη εργασία αλλά ένιωθε πολύ τυχερός που δεν ανήκε στην τεράστια στρατιά των ανέργων, που δεν επιβάρυνε με έξοδα την οικογένεια του και που πάτησε το πόδι του στο επαγγελματικό περιβάλλον που επιθυμούσε να σταδιοδρομήσει. Ειδικά το τελευταίο δεν ήτανε καθόλου εύκολο. Τα έσοδα του βεβαία δεν ήταν ακόμα αρκετά ώστε να έχει και δική του στέγη κι αυτό περιέπλεκε λίγο την ιδιωτική του ζωή. Πάντως το γεγονός ότι ήταν ερωτευμένος του έδινε ενέργεια και αισιοδοξία. Γράφτηκε σε γυμναστήριο, έχασε κιλά, αγόρασε καινούργια ρούχα, άλλαξε κομμωτικό λουκ και έβαλε στο γραφείο του σε κορνίζα την μοναδική φωτογραφία που είχε με τη Μαρία.
Στη διάρκεια της μέρας αντάλλασαν εσ-εμ-ές μηνύματα με εμότικονς και τα βράδια που μιλούσαν με τις ώρες η αυτοπεποίθηση του ψήλωνε μαζί με το λογαριασμό της κινητής τηλεφωνίας. Ποιος είπε ότι ο έρωτας δεν πέφτει θύμα οικονομικής εκμετάλλευσης; [2] Μετρούσε μια – μια τις μέρες που η Μαρία θα ερχόταν στην Αθήνα μ’ αυτή την περιβόητη σχολική εκδρομή. Φαντασίωνε τις στιγμές που θα περνούσαν μαζί ξαπλωμένοι στο διπλό κρεβάτι του ξενοδοχείου, τα ερωτόλογα, τα φιλιά, τις αγκαλιές, τα χάδια, τον ανδρισμό του να διαστέλλεται στο κορμί της, την απογείωση των αισθήσεων και τη γλυκιά κούραση που σε τυλίγει σαν κουβέρτα ζεστή λίγο πριν τον ύπνο. Αυτά τον Μάιο.
Τον Ιούνιο η Μαρία έγινε ολίγον δυσεύρετη τα βράδια στο τηλέφωνο. Παραμονές της συνάντησής τους στην πρωτεύουσα, σε μια από τις όλο και πιο σπάνιες νυχτερινές συνομιλίες τους, ο Γιάννης ζήτησε διακριτικά εξηγήσεις.
-Τι δεν καταλαβαίνεις αγάπη μου, απάντησε με ναζιάρικο ύφος η Μαρία. Άρχισα τα μαθήματα νοηματικής και κουράζομαι. Γι’ αυτό κοιμάμαι νωρίς.
– Τότε για τι το κάνεις μωρό μου;
– Μα για να διευρύνω τους ορίζοντες μου. Για να κάνω νέες γνωριμίες.
-Μαρία; Είκοσι τόσα χρόνια στην ιδία κωμόπολη υπάρχουν ακόμα άτομα που δεν γνωρίζεις; Εκτός κι αν εννοείς τους κωφάλαλους.
-Μα τι μου λες τώρα ρε Γιάννη; Δεν έχει τίποτα να κάνεις εδώ. Δεν είναι Αθήνα όπου γίνονται χιλιάδες πράγματα. Αυτό που περνάω εδώ δεν είναι καθόλου εύκολο. Ξέρεις πόσο σε μισώ μερικές φορές;
Ξέσπασε σε κλάματα η Μαρία, Με αναφιλητά. Σπάραξε η καρδιά του Γιάννη. Τον τρέλαιναν οι γυναίκες που βάζουν τα κλάματα. Δεν ήξερε ακόμα ότι οι γυναίκες κλαίνε και χωρίς να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος. Άρχισε, λοιπόν, τις συγνώμες και τα τρυφερόλογα κι η συνομιλία σε λίγο πήρε διαστάσεις τηλεφωνικού σεξ. Τα σύννεφα διαλυθήκαν και η διάθεση του ξαναβρήκε τον παλιό της ρυθμό.
Στις 15 Ιουνίου, ο Γιάννης συνάντησε το γκρουπ των εκδρομέων σε γνωστό ξενοδοχείο της Γλυφάδας. Έφτασε κατά τις εφτά και τους βρήκε σχεδόν όλους να τριγυρίζουν στην καφετέρια του ξενοδοχείου. Η υποδοχή που του έκαναν ήταν θερμή. Χάρηκαν που συναντήθηκαν με τον συμπατριώτη τους και περισσότερο που – τις μέρες που προηγηθήκαν- τους ρύθμισε αρκετές από τις προγραμματισμένες επισκέψεις τους σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, κι άλλα αξιοθέατα. Εκτός από τον Σοφοκλή και τη Μαρία, τα είκοσι τρία παιδιά συνόδευαν η Χαρίκλεια, ο Τζίμη ο γυμναστής και τέσσερεις γονείς.
Ο Τζίμης ήταν ένας τριανταπεντάρης, πιο ψηλός και πιο εύσωμος από τον Γιάννη. Θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει αθλητικό αν το στομάχι του δεν εξείχε σαν καμπούρα όρθιας καμήλας. Γι’ αυτό τον λόγο φορούσε πάντα φαρδιές αθλητικές φόρμες. Από εξυπνάδα δεν μπορούμε να πούμε ότι ψώνισε κι από χέρι, αλλά πάλι είναι δύσκολο να τον βάλεις στο λεξικό δίπλα στο λίμα «κουτός». Αν υπήρχε κάτι που δημιουργούσε αυτήν την εντύπωση οφείλονταν στο ότι ήταν φανερά αδέξιος. Όταν τον έφτιαχνε ο Θεός δεν ξέρω τι ακριβώς είχε στο νου του. Οι φίλοι του και οι συνάδελφοί του τον ψιλοδούλευαν λέγοντας ότι το Τζίμης δεν προέρχεται από το Δημήτρης αλλά από το «ατζαμής». Ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός τετράχρονου κοριτσιού. Η γυναίκα του ήταν ήδη στον έκτο μήνα έγκυος ενός δεύτερου παιδιού. Η εγκυμοσύνη της ήταν δύσκολη κι απ’ τον τρίτο μήνα ο γιατρός της συνέστησε να περνάει το χρόνο της καθιστή ή ξαπλωμένη. Να μην κάνει δουλειές στο σπίτι, να μην σηκώνει βάρη, να μην κάνει σεξ, γιατί ελλόχευε κίνδυνος αποβολής. Αυτό έδινε ένα καλό άλλοθι στον Τζίμη για τις μπερμπαντιές του, που εκμεταλλευόταν και το φυσικό πλεονέκτημα να ζει σε μια περιοχή όπου – σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της Μαρίας – δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνει κανείς, εκτός από μαθήματα νοηματικής.
Δείπνησαν όλοι μαζί – ο Γιάννης δεν πλήρωσε ως καλεσμένος – και μετά τα παιδιά συνοδευόμενα από τους γονείς και τη Χαρίκλεια, πήγαν για ύπνο, ενώ αυτός με τον Σοφοκλή, τον Τζίμη και την Μαρία εγκαινίασαν τις επισκέψεις τους στ’ αξιοθέατα με το μπαρ του ξενοδοχείου. Ο Γιάννης πρόσεξε αμέσως την ιδιαίτερη οικειότητα μεταξύ Μαρίας και γυμναστή αλλά ευτυχώς κράτησε την ψυχραιμία του και έβαλε φρένο στη αναδυόμενη ζηλοτυπία του. Κάτι που λησμόνησε εντελώς όταν αργότερα κατέληξαν με τη Μαρία, να παίζουν ακατάλληλα παιχνίδια ενηλίκων, στο δωμάτιο της. Κι ενώ γέμιζε σιγά-σιγά, σαν μπαταρία, το κενό της χρονικής περιόδου που έζησαν μακριά, την στιγμή που ο Γιάννης άναψε το τρίτο του τσιγάρο, η Μαρία του ζήτησε να την κάνει.
-Δεν κατεβαίνω, διαμαρτυρήθηκε ο Γιάννης. Τι σ’ έπιασε ξαφνικά. Περνάμε ωραία, δεν περνάμε; Άσε που κοντεύει να ξημερώσει!
– Γιάννη μου δεν θέλω να σε δουν οι γονείς των παιδιών αύριο το πρωί, εδώ.
-Γιατί; Μήπως δεν το ξέρουν; Όλη η περιφέρεια το ξέρει. Αν πάλι ανησυχείς για τους Αθηναίους, ποιος σε ξέρει; They don’t give a damn [3]. Άσε που μπορούμε να πάρουμε πρωινό στο δωμάτιο. Δεν είναι ανάγκη να εμφανιστούμε στη τραπεζαρία.
-Τι θες να πω. Είναι φορές που δεν ξέρω τι να πω. Γίνεσαι τόσο αναίσθητος. Δεν μετράει παρά μόνο ο εαυτός σου, του απάντησε βουρκωμένη η Μαρία. Δεν μ’ αγαπάς καθόλου, μα καθόλου.
– Έκανα κάτι στραβό;
– Μπα όχι… Εσύ δεν κανείς ποτέ, τίποτα στραβό. Όλη την ώρα με αμφισβητείς στα πάντα.
-Μα τι λες τώρα; Έτρεχα όλη τη βδομάδα να ταχτοποιήσω τα ραντεβού σας. Νομίζεις ότι το έκανα για το σχολείο; Στα τέτοια μου, το σχολείο. Για σένα το έκανα. Και συ μου λες ότι σκέπτομαι μόνο τον εαυτό μου.
-Σ΄ αγαπάω κουτέ… αλλά εσύ θες πάντα να με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Αγαπάω τον κόσμο σου, καταλαβαίνεις; του είπε με απαλή, γεμάτη υποσχέσεις φωνή που θα ταίριαζε θαυμάσια στην προσμονή ενός πεντάχρονου παιδιού ν’ ακούσει το παραμύθι του.
Ο Γιάννης σηκώθηκε παριστάνοντας τον ατάραχο, για να καλύψει το γεγονός ότι για ακόμα μια φορά αδυνατούσε να καταλάβει αυτές τις μεταπτώσεις της Μαρίας.
-Εντάξει. Μην κανείς έτσι. Θα φύγω, μην ανησυχείς. Όνειρα γλυκά, της είπε και την φίλησε τρυφερά, σκεπτόμενος ότι, στο κάτω-κάτω της γραφής, έχουν ακόμα μια βδομάδα να περάσουν μαζί.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν χειρότερες απ’ την περίοδο που ο Γιάννης και η Μαρία ζούσαν χωριστά. Αντάλλασαν σύντομα τηλεφωνικά μηνύματα κατά τη διάρκεια της μέρας αλλά όταν συναντιόντουσαν – πάντα με πρωτοβουλία του Γιάννη – δεν έμεναν ποτέ μόνοι. Έτσι ο Γιάννης δεν μπορούσε να αναφερθεί σε κάποια πιο προσωπικά τους ζητήματα μπροστά σε όλο το μπούγιο. Οι κουβέντες τους γύριζαν γύρω από το τι είδαν, τι έφαγαν, τι τους έκανε εντύπωση, τι ψώνισαν, τα ευτράπελα της μέρας και το τι θα κάνουν σύμφωνα με το πρόγραμμα την επόμενη μέρα. Αν η Μαρία ήθελε να βρεθεί μόνη με τον Γιάννη, θα μπορούσε να μην ακολουθήσει το σχολείο σε κάποια από τις επισκέψεις, αλλά για κάποιο ανεξήγητο τρόπο, η Βουλή, το ιστορικό αρχείο στην Εθνική βιβλιοθήκη, τα παπάκια στο Βασιλικό κήπο, τα αγάλματα στο Μουσείο της Ακρόπολης και την Ακρόπολη την ίδια, οι κολώνες στο Σούνιο και τη Στοά του Αττάλου, ακόμα και το Αλλού-Φαν-Πάρκ, ήταν σημαντικότερες προτεραιότητες από τον Γιάννη. Ούτε στο δωμάτιο της τον ξανακάλεσε, με το πρόσχημα ότι την κουράζουν πολύ τα παιδιά και οι μετακινήσεις.
Το Σάββατο, μέρα της αναχώρησης, η Μαρία τον αποχαιρέτησε με ένα νερόβραστο αδελφικό φιλί κι ένα ξερό κι άνοστο «σ’ αγαπώ». Αντίθετα, ο Σοφοκλής του πρόσφερε ως δώρο ένα βιβλίο, εκ μέρους όλων, για τη πολύτιμη συμβολή του στην επιτυχία της εκδρομής γενικότερα και ειδικότερα για τις θέσεις που τους εξασφάλισε στη θεατρική παράσταση που παρακολούθησαν το προηγούμενο βράδυ σε γνωστό Αθηναϊκό Θέατρο, και μάλιστα με 50% έκπτωση στην τιμή του εισιτηρίου. Επρόκειτο για μια αστυνομική κωμωδία με πρωταγωνιστές τους: Μπέζο και Φιλιππίδη.
Μετά απ’ αυτό ο Γιάννης γύρισε στο γραφείο αλλά του ήταν αδύνατο να εργαστεί. Προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τη Μαρία αλλά το τηλέφωνο της ήταν απενεργοποιημένο. Ξετύλιξε το δώρο του. Ήταν ένα βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο, με τίτλο «Η απούσα δομή». Το ξεφύλλισε. Ένας φάκελος έπεσε στο πάτωμα. Έκυψε και τον σήκωσε. Τον άνοιξε. Βρήκε μέσα το πεντόευρο με το τηλέφωνο του, που έδωσε στη Μαρία όταν την πρωτογνώρισε κι ένα σύντομο χειρόγραφο σημείωμα:
«Αγαπητέ Γιάννη, αυτό νομίζω ότι είναι δικό σου. Το βρήκα στο ταμείο του μπαρ πριν δεκαπέντε μέρες. Κάποιος, που δεν ήταν το σωστό πρόσωπο, πλήρωσε μ’ αυτό το ποτό του. Εύχομαι να υπάρχει εξήγηση.
Σοφοκλής.»
Ο Γιάννης περιεργάστηκε το χαρτονόμισμα έκπληκτος. Στην άλλη πλευρά ήταν γραμμένο ένα άλλο τηλεφωνικό νούμερο. Σήκωσε το ακουστικό του σταθερού τηλεφώνου και το κάλεσε.
– Εμπρός; Ποιος είναι; ακούστηκε να ρωτάει η φωνή του γυμναστή.
Παραλίγο να του πέσει το ακουστικό από το χέρι. Το έκλεισε χωρίς να απαντήσει. Τα επόμενα λεπτά το σταθερό χτύπησε τρεις φορές. Ήξερε ποιος καλεί, και δεν το σήκωσε. Αλλά και να το σήκωνε, τι θα γινόταν; Τι θα του έλεγε; Από άλλον έπρεπε να ζητήσει εξηγήσεις κι όχι από τον γυμναστή. Ξαφνικά ένιωσε μια ναυτία. Δεν μπορούσε να συγκεντρώσει το μυαλό του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Άρχισε να κάνει βόλτες μέσα στο γραφείο σαν θηρίο σε κλουβί, με το θυμό να παίρνει τη θέση της αρχικής απογοήτευσης. Ξαφνικά άνοιξε τη πόρτα του γραφείου με μια κλωτσιά και πήρε τους δρόμους. Το κέντρο ήταν γεμάτο με κόσμο που δεν έδινε πεντάρα για το πρόβλημα του.
Αυτή τη φορά τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως στο βιβλίο του Γιάσμιν Χάντρα. Ο πληγωμένος ήρωας του μπήκε σ’ ένα εστιατόριο – μπαρ κι αφού ξυλοφόρτωσε πελάτες και γκαρσόνια στο τέλος τα έκανε όλα γιάμπαλα. Ο Γιάννης δεν ήταν τέτοιος χαρακτήρας. Αφού περπάτησε με γρήγορο βήμα αρκετά χιλιόμετρα, κάνοντας το γύρο του μικρού δακτυλίου – Αθηνάς, Πανεπιστημίου, Ερμού – μπήκε κι αυτός ιδρωμένος σε ένα μπαράκι, ολίγον κυριλέ, στη γειτονιά του. Υπολόγισε ότι ένα ποτό μπορεί να βοηθούσε να ξεδιαλύνει το αξεδιάλυτο. Έκατσε διακριτικά σ’ ένα ψηλό σκαμπό στη μπάρα και παρήγγειλε το καθιερωμένο μαρτίνι του, κουνημένο κι όχι χτυπημένο. Ένας τύπος, γύρω στα σαράντα και κάτι, με ελαφρύ γενάκι τον κοίταζε εξεταστικά από την πρώτη στιγμή που μπήκε μέσα. Δέκα λεπτά μετά πλησίασε κι έκατσε δίπλα του. Κρατούσε μια σακούλα από ένα κατάστημα παιχνιδιών.
– Να κεράσω τον επόμενο γύρο;
Ο Γιάννης δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Το μόνο που έλειπε μετά απ’ όλα αυτά ήταν να του την πέσει και μια γριά αδελφή. Σκέφτηκε να βρει μια δικαιολογία για να φύγει αλλά ο μπάρμαν τον πρόλαβε σερβίροντας τα ποτά.
-Δημήτρης Δημητρίου, οικονομολόγος, συστήθηκε ο άγνωστος με κυπριακή προφορά.
– Γιάννης, κινηματογραφιστής.
– Σκοτούρες; ρώτησε ο Δημητρίου.
Ο Γιάννης δεν απάντησε. Ο Δημητρίου συνέχισε να μιλάει κοιτώντας ίσα μπροστά του σαν να είχε άλλον συνομιλητή.
-Όλοι έχουμε τις σκοτούρες μας την σήμερον ημέρα. Εγώ για παράδειγμα. Σήμερα είναι τα γενέθλια της κόρης μου. Ζει με τη μάνα της στη Λευκωσία. Εγώ ζω εδώ . Δουλεύω σε μια Κυπριακή Τράπεζα τρία χρονιά τώρα, αλλά τι σε νοιάζουν εσένα αυτά; Τα λέω έτσι για να ξέρεις…
-Πόσο χρονών είναι η κόρη σου, ρώτησε ο Γιάννης, ελπίζοντας ότι αν συμμετείχε σε μια άσχετη συζήτηση θα του έκανε κάποιο καλό.
Άλλωστε πλέον ήταν σίγουρος ότι ο τύπος δεν ήταν αδελφή.
-Δεκατεσσάρων, απάντησε με περηφάνια ο χρηματιστής κοιτάζοντας τον αυτή τη φορά. Αυτό που βλέπεις, έδειξε στον Γιάννη τη σακούλα, είναι το δώρο της. Είναι ένα παζλ. Από μικρή της έμαθα να φτιάχνει παζλ. Νιώθεις πολύ καλά όταν καταφέρνεις τελικά να ταιριάξεις όλα τα μικρά κομματάκια και να φτιάξεις σωστά την εικόνα. Πολλές φορές σου παίρνει πολύ καιρό, βδομάδες, μπορεί και μήνες.
Σήκωσε τη σακούλα που την είχε ακουμπήσει στο έδαφος κι έβγαλε έξω ένα κουτί. Πάνω στο κουτί υπήρχε ο πίνακας του Γκουίντο Ρένι «Αταλάντη και Ιππομένης»[4].
-Ωραίος πίνακας ε; Θα τον ερωτευτείς, τέντωσε τα χέρια του για να τον θαυμάσουνε κι από πιο μακριά. Ξέρεις κάτι αγαπητέ μου; Το παζλ μου θυμίζει πολύ τους ανθρώπους. Στη συσκευασία μπορεί να δεις την ωραιότερη εικόνα και μόλις ανοίξεις το κουτί αυτή είναι κατακερματισμένη σε δεκάδες κομματάκια. Οι περισσότεροι από μας δεν καταφέρνουν να τα ταχτοποιήσουν κατά πως ταιριάζει στην εικόνα του, να από που προέρχονται οι σκοτούρες αγαπητέ μου.
Δεν είμαι βέβαιος πόσο μπορεί να ήπιαν οι δυο τους γιατί μετά κέρασε ο Γιάννης και μετά ο Δημητρίου, κι ο Γιάννης κι ο Δημητρίου, ούτε που ξέρω πόσες φορές. Αυτό όμως για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι το παράδειγμα του παζλ έκανε εντύπωση στον Γιάννη κι ας γύρισε στο γραφείο πριν τα ξημερώματα για να κλάψει όπως δεν έκλαψε ούτε όταν ήταν μωρό. Ακριβώς δίπλα στη φωτογραφία με την Μαρία.
Για δυο μέρες το τηλέφωνο του έμεινε βουβό. Την τρίτη μέρα η Μαρία έστειλε δύο μηνύματα. Ο Γιάννης τα αγνόησε αλλά το βράδυ για να εκτονωθεί καταβρόχθισε με τα πόδια την ίδια θεραπευτική απόσταση του μικρού δακτυλίου στο ιστορικό κέντρο. Την τέταρτη μέρα η Μαρία πήρε τηλέφωνο. Ο Γιάννης απάντησε. Η συνομιλία ήταν λίγο δυσκοίλια. Μεσολαβούσαν μεγάλες παύσεις. Το ύφος της Μαρίας θύμιζε εγκαταλελειμμένο γατάκι και του Γιάννη δαρμένου σκύλου.
– Γιάννη;
– Ναι.
– Αυτό έχεις μόνο να πεις;
– Τι είπες;
– Δεν μαντεύεις;
– Τι να μαντέψω;
– Να, αυτό που αισθάνομαι, εδώ και μέρες…
-Μαρία δεν γίνεται να έχω μια σχέση όπου θα πρέπει διαρκώς να μαντεύω. Αν έχεις να πεις κάτι πες το σε παρακαλώ.
-Ειλικρινά αγάπη μου, σου ζητάω συγνώμη, αλλά ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελα να δω στην Αθήνα κι ο χρόνος ήταν τόσο λίγος.
– Ναι καλά και τα βράδια; Έβλεπες αξιοθέατα τα βράδια;
-Τα βράδια ήμουν τόσο κουρασμένη, μα τόσο κουρασμένη, δε μπορείς να φανταστείς.
-Σωστά ούτε να μαντέψω, ούτε να φανταστώ, ούτε να μην πω τι. Έτρεξα τόσο να σας διευκολύνω. Είχα πολύ καλή διάθεση. Για σένα έκανα ότι έκανα, όχι για το κολοσχολείο. Κι εσύ, μ’ έγραψες κανονικά. Εσύ πως θα ένιωθες στη θέση μου; Κι υποτίθεται πως ανυπομονούσες να συναντηθούμε. Σκέψου και να μην ανυπομονούσες.
-Ειλικρινά λυπάμαι, δεν ήθελα να σε πληγώσω. Νομίζω ότι το τηλέφωνο τελικά δεν βοηθάει. Πρέπει να τα πούμε από κοντά, όταν έρθεις.
– Λυπάσαι αλλά τη κοπανάς στα δύσκολα.
-Δεν την, πως το είπες; Καλύτερα να τα πούμε από κοντά, από κοντά είναι καλύτερα, πρέπει να φύγω τώρα.
-Να φύγεις να πας που; Σε νυχτερινό μάθημα νοηματικής; Κοίτα το ρολόι σου, είναι οχτώ.
-Θ’ αργήσω στη δουλειά. Μερικά βράδια δουλεύω σε μπαρ. Σε κλείνω τώρα. Καληνύχτα.
Η συνομιλία διακόπηκε κι Γιάννης ξανάγινε τούρμπο. Άρπαξε την κορνίζα με τη φωτογραφία και την πέταξε με δύναμη στο πάτωμα. Έγινε χίλια κομμάτια. Ύστερα ξανάκανε με τα πόδια τον γύρω του δακτυλίου, στο ιστορικό κέντρο. Ως γνωστόν, όλες οι ιστορικές στιγμές έχουν μια κρίσιμη και καθοριστική καμπή. Το 1821 οι Έλληνες ξεσηκωθήκαμε εναντία στον Τουρκικό ζυγό. Το 1940 είπαμε ΟΧΙ στους Ιταλούς. Το 1974 ρίξαμε τη Χούντα. Το 1987 κερδίσαμε τον τίτλο στο Ευρομπάσκετ με την Εθνική ανδρών. Το 2004 το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου, ενώ το 2005 κερδίσαμε στη Γιουροβίζιον με την Έλενα Παπαρίζου.
Μετά από αυτό το τηλεφώνημα τίποτα πια δεν ήταν ίδιο γιατί κάπου μέσα στον άνδρα υπάρχει ένα κλειδί που δεν πρέπει να το γυρίσεις. Γιατί ακόμα κι ένα μικρό παιδί ξέρει πως δεν υπάρχει δρόμος που να μην είναι διπλής κατεύθυνσης. Ο Γιάννης ένιωσε ευχάριστα όταν συνειδητοποίησε ότι θύμωσε επειδή του έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα, κι όχι γιατί διακόπηκε η συνομιλία τους. Αυτά που είχε να της πει, ήταν …αλήθεια τι είχε να της πει; Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε να της πει […]
_
γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
[1] Ο όρος ‘’οργασμός’’ δεν προέρχεται από το ‘’οργα(νι)σμός’’, όπως σίγουρα νομίζει ο Μήτσος. Ο οργασμός είναι μια ιδιαίτερη ψυχική και σωματική κατάσταση, το τελικό στάδιο της σεξουαλικής διέγερσης. Μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα της συνουσίας όσο και από τον αυνανισμό. Παρατηρείται στον άνθρωπο αλλά και σε αρκετά θηλαστικά.
[2] Για την κινητή τηλεφωνία οι ζωντανές συνομιλίες και η επικοινωνία μέσω γραπτών μηνυμάτων ανέρχεται έως και σε τέσσερις ώρες κάθε μέρα, για κάθε ερωτευμένο. Μόνο το 2009, σ’ όλο τον κόσμο, οι νέοι ξόδεψαν περισσότερα από 130 δισεκατομμύρια δολάρια σε υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας. Και μια που μιλάμε για τηλεφωνία, θα ήθελα να αναφερθώ παρεμπιπτόντως, σε μια ιδιαίτερα ανησυχητική επίπτωση που έχουν τα κινητά τηλέφωνα. Φαίνεται να ασκούν , σύμφωνα με ειδικούς επιστήμονες, κακή επίδραση στην ανδρική γονιμότητα. Σε έρευνες που έγιναν σε επτά χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Αυστραλία, προκύπτει ότι ένα κινητό τηλέφωνο το οποίο ο κάτοχός του τοποθετεί συχνά στην τσέπη του παντελονιού μπορεί να μειώσει δραστικά την ποσότητα του παραγόμενου σπέρματος.
[3] Περίφημη ατάκα της Ρίτα Χέιγουορθ από την ταινία ‘’Τζίλντα’’
[4] Guido Reni: Ιταλός ζωγράφος , 1575 – 1642.
0 Σχόλια