O Φυλακισμένος

γράφει η Αγάπη Χαριτάκη

Κοιτάω έξω από το παράθυρο. Ο ουρανός είναι γκρίζος και ο ήλιος κρύβεται πίσω από τα θυμωμένα σύννεφα. Τα πράσινα δέντρα στέκονται επιβλητικά κοιτώντας προς όλες τις πλευρές σαν άγρυπνοι φρουροί. Λες και χρειαζόμασταν περισσότερους από αυτούς. Οι πραγματικοί φρουροί κάνουν τώρα την αλλαγή της βάρδιας τους. Η όλη διαδικασία μοιάζει σχεδόν μηχανική. Τα βλέμματα τους κενά, οι κινήσεις τους ίδιες όπως κάθε φορά. Άνθρωποι, θνητοί που απλά κάνουν τη δουλειά τους. Είναι άραγε και αυτοί φυλακισμένοι όπως εγώ; Παγιδευμένοι σε μια καθημερινότητα που μισούν, σε ένα φαύλο κύκλο που είναι καταδικασμένοι να ζουν καθημερινά μέχρι το τέλος της ζωής τους; Όπως και να νιώθουν, ό,τι δουλειά και να κάνουν σίγουρα δεν είναι φυλακισμένοι όπως εγώ. Αυτοί έχουν την επιλογή να παραιτηθούν, να αλλάξουν δουλειά ή οτιδήποτε άλλο τους πνίγει. Όμως ένας φυλακισμένος όπως εγώ δεν έχει καμία επιλογή. Κάνει ότι του λέει το κράτος, μένει εκεί που τον στέλνει το κράτος και ακολουθεί πιστά τους νόμους καθώς η παράβαση τους έχει τρομερές επιπτώσεις εδώ μέσα. Εδώ μέσα, όλοι φοβούνται το νόμο, ακόμη και ο πιο ισχυρός. Από αυτό το παράθυρο ο δρόμος δεν είναι ορατός. Αναρωτιέμαι τι κάνει ο κόσμος εκεί έξω. Άλλοι οδηγούν πηγαίνοντας στη δουλειά τους, άλλοι περπατούν και άλλοι θα κάνουν ποδήλατο. Πάω στοίχημα πως οι μισοί δεν σκέφτηκαν να πάρουν ομπρέλα σήμερα το πρωί. Σε λίγη ώρα σίγουρα θα το μετανιώσουν. Το ρολόι στον τοίχο του δωματίου δείχνει 11. Υπάρχουν παιδιά που είναι σχολείο τώρα. Νιώθουν και αυτά φυλακισμένα; Τα περισσότερα σίγουρα ναι. Έτσι και αυτά όπως και εγώ κρατούνται φυλακισμένα μέσα σε ένα τεράστιο κτίριο και άλλοι τους λένε τι να κάνουν. Πώς να καθίσουν, τι ώρα θα φάνε, τι ώρα θα βγουν έξω στην αυλή. Ακριβώς όπως και εγώ. Όμως, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Στις 3 το μεσημέρι αυτά αφήνονται ελεύθερα να πάνε σπίτι τους, να παίξουν στους δρόμους, να πάνε σινεμά, στα μαγαζιά, στα πάρκα, να δουν και να μιλήσουν με κόσμο. Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα από αυτά. Γιατί εγώ είμαι πράγματι φυλακισμένος. Όταν βγαίνω έξω στον καθαρό αέρα, πράγμα που συμβαίνει πολύ σπάνια, πάντα γίνεται μονάχα μετά την εντολή τους και για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμη και έξω όμως υπακούω σε αυτά που μου λένε. Που θα πάω, μέχρι που μπορώ να περπατήσω, που και πώς να σταθώ, σε ποιον να μιλήσω, σε ποια πλευρά να κοιτάξω και καθ’όλη τη διάρκεια άντρες και γυναίκες με περιβάλλουν τάχα για την προστασία μου από κόσμο που με μισεί. Εγώ όμως ξέρω καλύτερα. Δεν με προστατεύουν, με περικυκλώνουν ώστε να μην δραπετεύσω, να μην φύγω και μείνουν χωρίς κρατούμενο. Τι θα κάνουν χωρίς κρατούμενο μετά; Εδώ μέσα τα πράγματα είναι ακριβώς τα ίδια. Ξέρουν πως δεν μπορώ να βγω έξω. Χωρίς ενημέρωση, χωρίς συνοδεία, χωρίς κάποιος να με δει. Δεν μπορώ να δραπετεύσω. Κατά τη διάρκεια της μέρας όλα τα μάτια βρίσκονται πάνω μου. Διακριτικά, όχι με θράσος, αλλά επίμονα. Δεκάδες μάτια, το ένα ζευγάρι μετά το άλλο, παρακολουθούν την κάθε μου κίνηση, το κάθε μου νεύμα. Προσέχουν τι λέω, πως το λέω, γιατί το λέω και την έκφραση του προσώπου μου. Αν κάτι έχω καταφέρει τόσα χρόνια κλεισμένος εδώ μέσα είναι μην δείχνω τι σκέφτομαι. Είναι ένα από τα προτερήματα του να είσαι εδώ που είμαι εγώ. Γίνεσαι πολύ καλός ηθοποιός. Θέλεις δεν θέλεις. Μονάχα το βράδυ ηρεμώ. Με αφήνουν στην ησυχία μου. Τα βλέμματα χάνονται για λίγο και μένω μόνος στο κελί μου. Περιμένουν μέχρι να ξαπλώσω να σιγουρευτούν ότι όλα είναι εντάξει και μετά απομακρύνονται. Ποιο το νόημα; Το πρωί όταν ανοίγω τα μάτια μου είναι εδώ. Σαν τις αμαρτίες. Δεν φεύγουν σε κυνηγάνε όπου και αν βρεθείς. Εκεί στο κρεβάτι μου, τα βράδια ξαπλωμένος, περιμένοντας να με πάρει ο ύπνος, εκεί είναι που την σκέφτομαι πιο έντονα. Την διαφυγή μου. Λένε πως πριν κοιμηθείς κάνεις τις πιο ευχάριστες σκέψεις. Το μυαλό φέρνει στο νου τις πιο δυνατές επιθυμίες σου. Πολλές φορές την ονειρεύομαι. Την διαφυγή μου. Την επανάσταση μου. Μένω σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα με μικρή κουζίνα. Είμαι ελεύθερος, περπατώ στην άκρη του δρόμου, πάνω σε ένα φαρδύ πεζοδρόμιο γεμάτο με κόσμο. Δεξιά και αριστερά υπάρχουν καταστήματα όλων των λογιών. Νιώθω τον εαυτό μου να κοιτάζει τις βιτρίνες τόσο γρήγορα προσπαθώντας να τα δω όλα που τελικά το βλέμμα μου θολώνει. Μπορώ να μπω σε όποιο μαγαζί θέλω. Να μιλήσω με κόσμο, ακόμη και να διαλέξω κάποιο από τα είδη τους και να το αγοράσω. Πόση ευχαρίστηση μου δίνει όλο αυτό. Προχωρώ προς τη μεγάλη πλατεία βλέποντας τον κόσμο να περπατάει, να κάθεται σε παγκάκια, να μιλάει, να γελάει, ακόμη και να τσακώνεται. Απέναντι υπάρχει ένα σινεμά. Τρέχω να αγοράσω εισιτήριο. Όμως όσο και να περπατάω δεν φτάνω ποτέ. Το σινεμά δεν απομακρύνεται αλλά ούτε έρχεται πιο κοντά. Επιταχύνω το βήμα μου αλλά καμία διαφορά. Αρχίζω να τρέχω. Κάποιος τώρα με τραβάει προς τα πίσω. Βάζω όλη μου τη δύναμη που μου κόβεται η ανάσα. Προσπαθώντας να βρω οξυγόνο, ξυπνώ. Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο. Μάλλον ο ίδιος εφιάλτης καθώς μου επιβεβαιώνει αυτό που ήδη γνωρίζω. Δεν θα είμαι ποτέ ελεύθερος. Σήμερα τα πράγματα είναι ήσυχα. Είναι η μέρα που βγαίνω περίπατο στην αυλή. Οι άλλοι κρατούμενοι με χαιρετούν τυπικά, αλλά κανείς δεν πιάνει κουβέντα μαζί μου. Περιμένουν να τους μιλήσω εγώ. Δεν θέλω. Περπατάω κατά μήκους του ψηλού πέτρινου τοίχου που κρύβει κάθε εικόνα του έξω κόσμου. Παλαιότερα συνήθιζα να το βλέπω ως παιχνίδι. Αφουγκραζόμουν τους άγνωστους ήχους και προσπαθούσα να καταλάβω τι είναι. Τώρα πια έχω γίνει τόσο καλός σε αυτό το παιχνίδι που δεν αξίζει πια να παίζεις. Κάθομαι σε ένα παγκάκι κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Δεν έχω ανάγκη τη σκιά του καθώς ο ήλιος δεν εμφανίστηκε ούτε σήμερα, έχω όμως ανάγκη την κρυψώνα που μου προσφέρει από τα βλέμματα των άλλων κρατούμενων και των φρουρών μου. Σκέφτομαι ξανά το σχέδιο μου. Το σχεδιάζω μήνες τώρα. Χρειάζομαι κάποιες λεπτομέρειες ακόμη και σκέφτομαι πως μπορώ να τις αποκτήσω χωρίς να γίνω αντιληπτός. Μετά το μόνο που μένει είναι η δοκιμή. Βασικά το μόνο που μένει είναι η απόφαση. Έτσι δεν ξεκίνησαν οι μεγαλύτερες επαναστάσεις; Απλά με μια απόφαση. Ίσως τώρα πρέπει να κάνω και γω τη δική μου επανάσταση. Χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνω λοιπόν επιτέλους την απόφαση. Απόψε, σκέφτομαι. Η μέρα περνά όπως κάθε άλλη και όταν βραδιάζει η πόρτα κλείνει, αφού ο φρουρός μου έχει σιγουρευτεί πως όλα είναι εντάξει. Είχα κλείσει ήδη τα μάτια μου κάνοντας πως κοιμάμαι. Γύρω στις 4 το χάραμα έχω σηκωθεί και έχω ήδη ντυθεί. Όχι με τα δικά μου ρούχα. Κατά καιρούς έβρισκα την ευκαιρία να αρπάξω ότι χρειαζόμουν. Ρούχα που δεν θα τραβούσαν την προσοχή όπως τα δικά μου και ένα καπέλο σαν αυτά του μπέιζμπολ για να κρύβονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. Αν ένα πράγμα είναι καίριας σημασίας να πετύχω αυτό είναι να μην γίνει το πρόσωπο μου αντιληπτό όταν βγω έξω. Τυλίγοντας το κασκόλ σφιχτά γύρω από το λαιμό και καλύπτοντας το κάτω μέρος του προσώπου βγαίνω από το κελί μου. Αυτό είναι το εύκολο κομμάτι. Το δύσκολο βρίσκεται στην πύλη. Το παρατηρώ καιρό. Η πύλη μένει μονάχα για 7 δεύτερα αφύλακτη όταν ο μπροστινός φρουρός ελέγχει τα στοιχεία του οδηγού που φέρνει τα τρόφιμα το πρωί. Γυρνάει την πλάτη του και κοιτάει την οθόνη του υπολογιστή. Θα πρέπει να είμαι σύντομος και να παρακαλώ να μην σχολιάσει την παρουσία μου ο οδηγός. Η έξοδος από το κτίριο είναι επιτυχής με μικρές αλλά όχι σημαντικές δυσκολίες. Κρύβομαι πίσω από ένα δέντρο και περιμένω την κατάλληλη στιγμή. Το φορτηγό καταφτάνει και η εξακρίβωση στοιχείων του οδηγού ξεκινά. Τώρα ή ποτέ, λένε. Τρέχω προς την είσοδο κατεβάζοντας το καπέλο όσο το δυνατόν πιο χαμηλά ώστε να κρύβονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. Για καλή μου τύχη ο οδηγός κοιτάζει το κινητό του και αγνοεί παντελώς την ύπαρξη μου. Και έτσι τόσο γρήγορα και τόσο απλά έχω επαναστατήσει. Βρίσκομαι έξω από τις πύλες της κολάσεως μου και είμαι ελεύθερος. Βάζω τα χέρια στις τσέπες και προχωράω προς άγνωστη κατεύθυνση. Στην αριστερή μου τσέπη πιάνω το λεπτό ασημένιο κλειδί. Πριν δραπετεύσω σιγουρεύτηκα να εξασφαλίσω το άλλοθι μου. Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα τους πάρει να καταλάβουν πως η αίθουσα της βιβλιοθήκης είναι άδεια και δεν βρίσκομαι μέσα σε αυτήν. Είναι πολλά τα πρωινά που με βρίσκουν κλεισμένο εκεί, χαμένο στα βιβλία μου. Ίσως και σήμερα να πιστέψουν το ίδιο. Ίσως και όχι. Ήταν η μόνη μου λύση και ένα ρίσκο που έπρεπε να πάρω. Δεν θα σκεφτώ τις συνέπειες όμως. Τώρα θα απολαύσω την ελευθερία μου για όσο διαρκέσει. Προχωράω στην κεντρική λεωφόρο και στρίβω αριστερά στην νοτιοανατολική είσοδο του μεγάλου πάρκου. Ο κόσμος είναι ελάχιστος καθώς οι περισσότεροι ξυπνάνε τώρα και αυτοί που βρίσκονται ήδη έξω για τον δρόμο προς τη δουλειά τους, ακόμη ουσιαστικά κοιμούνται. Κανείς δεν μου δίνει σημασία. Πόσο ευχάριστο να μην είναι συνεχώς όλα τα βλέμματα πάνω σου. Νιώθεις ξανά λίγο άνθρωπος. Κατεβαίνω στο πρώτο μετρό που βρίσκω μπροστά μου, αγοράζω ένα εισιτήριο από το ηλεκτρονικό μηχάνημα και διαλέγω τυχαία ένα σταθμό. Τα χρήματα ευτυχώς δεν αποτέλεσαν πρόβλημα. Έχω στη διάθεση μου αρκετά από αυτά. Μπαίνω στο τρένα και κάθομαι. Υπάρχουν περίπου 15 άτομα στο βαγόνι και όλοι τους φοράνε τα κασκόλ τους μέχρι και τη μύτη τους. Είναι ένα από τα κρύα πρωινά. Έτσι πολύ εύκολα γίνομαι ένα με το πλήθος. Κανείς δεν με αναγνωρίζει. Η περιέργεια μου όμως βασιλεύει ακούραστη. Τι θα συνέβαινε τώρα εάν κατέβαζα το κασκόλ; Εάν έβγαζα το καπέλο; Ποιες εκφράζεις θα σχηματίζονταν στο πρόσωπο τους; Ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις τους; Ένας άνθρωπος σαν και μένα μέσα στο βαγόνι; Με καθημερινά ρούχα να κυκλοφορεί ενδιάμεσα σε απλούς, νομοταγείς πολίτες σαν να ήταν ένας με αυτούς; Δεν θα το δέχονταν ποτέ. Οι νόμοι το απαγορεύουν. Οι εμφανίσεις μου πρέπει να είναι ατομικές και μονάχα δακτυλοδεικτούμενες. Να με κοιτάνε και να λένε «Να τος», χωρίς να αναρωτιούνται αν εγώ θέλω να με δουν. Αν θέλω να με δείχνουν. Γιατί να μην μπορώ να είμαι σαν τους άλλους; Να μπω στο μετρό, να περπατήσω πλάι σε άλλο κόσμο, να πω καλημέρα στον γείτονα μου. Α ναι. Γιατί δεν έχω γείτονα. Επιλέγω τη στάση μου και βγαίνω στο κρύο αγιάζι. Η πόλη τώρα είναι ξύπνια για τα καλά. Κόσμος πηγαινοέρχεται, τα αμάξια σχηματίζουν ουρές στα φανάρια. Διασχίζω τη γέφυρα πάνω από το ποτάμι και μπαίνω σε ένα μικρό μαγαζάκι που σερβίρει πρωινό. Ανοίγω την πόρτα και στέκομαι στην είσοδο. Η κοπέλα πίσω από τον πάγκο με καλημερίζει με χαμόγελο και εγώ της απαντώ πίσω κρύβοντας τον ενθουσιασμό μου που μιλώ με μια γυναίκα που δεν ξέρει ποιος είμαι. Διαλέγω ένα ζεστό καφέ και ένα στρογγυλό κέικ για τον δρόμο. Επιλέγω να μην καθίσω στο κατάστημα παρόλο που το θέλω πολύ. Δεν μπορώ να το ρισκάρω. Τα τραπέζια είναι γεμάτα. Βγαίνω με το λαχταριστό μου πρωινό, απλό και λιτό και βρίσκω ένα παγκάκι στην αποβάθρα του λιμανιού απολαμβάνοντας την ήρεμη θάλασσα. Άραγε έτσι νιώθουν όλοι οι επαναστάτες; Αρχίζω να μην τους αδικώ. Είναι ανεκτίμητο συναίσθημα να παίρνεις αυτό που θέλεις, ακόμα και όταν αυτό δεν είναι νόμιμο ή σωστό. Κι όμως, όπως όλοι οι φυλακισμένοι, έτσι και εγώ θα έδινα όλο το χρυσό του κόσμου για μια στιγμή επαναστατικής ελευθερίας. Το κέικ μου έχει τελειώσει και ο καφές μου βρίσκεται λίγο κάτω από τη μέση όταν διακόπτει την επανάσταση μου μια φωνή. «Είναι καλή μέρα για ψάρεμα σήμερα». Τρομοκρατημένος σκύβω το κεφάλι μου, αφήνω με βιασύνη το ποτήρι του καφέ στο παγκάκι και τραβάω το κασκόλ ώστε να καλύψει το μισό μου πρόσωπο. Δύο πόδια εμφανίζονται μπροστά μου, γέρικα συνοδευόμενα από ένα μπαστούνι. Όχι για τους κουτσούς, αλλά για τους τυφλούς. Σηκώνω το κεφάλι μου και αντικρίζω ένα τυφλό γεροντάκι γύρω στα 85. Χωρίς να ρωτήσει τεντώνει το χέρι του και βρίσκει το παγκάκι. Την επόμενη στιγμή έχει καθίσει δίπλα μου. Κανείς δεν έχει καθίσει ποτέ δίπλα μου χωρίς την άδεια μου, ή την άδεια του κράτους. «Κάθε μέρα έρχομαι εδώ. Μου αρέσει η μυρωδιά της θάλασσας. Και ο ήχος που βγάζει. Σήμερα δεν έχει ήλιο έτσι;» Σκέφτομαι λίγη ώρα και μετά του απαντώ αρνητικά. “Αα, το κατάλαβα σωστά. Συνήθως μπορώ να δω μια μικρή σκιά όταν έχει ήλιο. Αν μου έχει λείψει κάτι είναι να κοιτάω τον ήλιο. Θα μου πεις μα κανείς δεν μπορεί να δει τον ήλιο. Πας να τον κοιτάξεις και σε τυφλώνει. Ναι λοιπόν. Αυτή η αίσθηση μου έχει λείψει. Αυτή η προσπάθεια που κάνουμε όλοι ενώ ξέρουμε πως θα αποτύχει. Έχω πάνω από 40 χρόνια να προσπαθήσω. Καταραμένος πόλεμος». Σκέφτομαι τον πόλεμο και το σώμα μου σφίγγεται. Ο πατέρας μου ήταν σε αυτόν τον πόλεμο. Δεν πολέμησε, αλλά ήταν μέρους του. Ο γεράκος αρχίζει να διηγείται ιστορίες πολέμου. Αυτές του έχουν μείνει μόνο. Πως τυφλώθηκε, πως γύρισε πίσω, πως έκανε οικογένεια την οποία τώρα δεν μπορεί πια να δει. Έχει εγγόνια αλλά δεν τα έχει δει ποτέ. Γνωρίζει τα πρόσωπα τους ακουμπώντας τα. Μετά μιλάει για την έννοια της ελευθερίας. Τι θυσίες απαιτεί η επανάσταση. Δεν είναι εύκολο να πεις όχι. Εμένα μου λες γεράκο; Θέλω τόσα να του πω, πως είμαστε συνάδελφοι στην φυλακή. Αυτός κλειδωμένος στο σκοτάδι του και εγώ στο καθήκον που όσο και να θέλω να ξεφύγω ο δρόμος είναι αδιέξοδος. Ξέρω όμως τι πρέπει να κάνω καθώς η επανάσταση δεν κρατά για πάντα. Περπατώ αρκετά, μπαίνω ξανά στο μετρό και φτάνω πίσω στη φυλακή μου. Το να μπω είναι εύκολο στο γυρισμό. Όλα είναι θέμα τέλειου συγχρονισμού. Ανεβαίνω τη σκάλα και μπαίνοντας στο δωμάτιο, αλλάζω ρούχα και τρέχω στη βιβλιοθήκη. Στη διαδρομή ένα ζευγάρι μάτια με κοιτάει καχύποπτα αλλά το βλέμμα μου είναι τόσο επιβλητικό που σκύβει το κεφάλι. Ξεκλειδώνω την πόρτα της βιβλιοθήκης και για την επόμενη ώρα κάθομαι σκεφτικός. Τα κατάφερα. Έστω και για λίγο επαναστάτησα. Σκέφτομαι εκείνο τον γεράκο και καταλήγω πως τελικά όλοι είμαστε κλεισμένοι στην δική μας φυλακή. Μπορεί πολλοί από εμάς να μην έχουμε ποτέ την τύχη να ελευθερωθούμε αλλά οφείλουμε όλοι έστω και μια φορά, να επαναστατήσουμε. Η πόρτα χτυπά. Η γνωστή μορφή εισέρχεται και μου ανακοινώνει πως είναι η ώρα του μεσημεριανού. «Θα έρθω σε δύο λεπτά», απαντώ. «Μάλιστα μεγαλειότατε», απαντά ο μπάτλερ κλείνοντας την πόρτα. Στο τεράστιο τραπέζι περιμένουν όλοι τον βασιλιά τους για να ξεκινήσουν. Τίποτα δεν γίνεται χωρίς την παρουσία μου. Κάθομαι στην χρυσά διακοσμημένη καρέκλα μου και πίνω λίγο κρασί. Τα παιδιά μου τρώνε κατευθυνόμενα από τις κουβερνάντες τους. Πώς μια μέρα θα τους εξηγήσω την έννοια του καθήκοντος και πως το πρωτόκολλο δεν αφήνει περιθώρια ελευθερίας ούτε καν στο ίδιο το βασιλιά; Ίσως κάποια μέρα τους εξιστορηθώ την μικρή μου επανάσταση. Ίσως μέχρι να φτάσει αυτή η μέρα να έχω κάνει και άλλες μικρές επαναστάσεις. Ίσως αύριο πάω σινεμά. 

Ακολουθήστε μας

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου