Ο ποιητής είναι πολιτικό όν. Όσο κι αν έγιναν προσπάθειες να απεμπλακούν οι ρόλοι τους και να μην εμφανίζονται ως πολίτες, οι καλλιτέχνες αποτελούν μέρος μίας δοσμένης κοινότητας και λειτουργούν και σκέφτονται πολιτικά ως υποκειμενικοί εκφραστές της κοινωνίας. Και σε μία περίοδο κρίσης δεν μπορούν να πάψουν να καταγράφουν -μέσα από το προσωπικό και στιχουργικό τους φίλτρο- όσα τους ενοχλούν ως εικόνες, κοινωνικές προβολές και βιώματα.
Έτσι, ακριβώς λειτουργεί και η πρώτη ποιητική συλλογή της Χριστίνας-Παναγιώτας Γραμματικοπούλου, «Persona Gramma» (βακχικόν, 2017), που με έναν στίχο γεμάτο πόνο κι αγανάκτηση κοιτά και καταγράφει ως ευαίσθητο αισθητήριο όργανο όσα την πονούν.
Μεταλλάσσει το βίωμα σε μυθοπλασία (αυτή και τα μυστήρια, ανεπίδεκτη μαθήσεως, πεντηκοστή, υπεράνω, T.I.G, ανοσία) με μία τάση υπαρξιακής αναζήτησης εμποτισμένης στην ποιητική ειρωνεία (ολική νάρκωση, αστάθμητος παράγοντας). Συχνά δε μπαίνει το ζήτημα της ηλικίας όχι τόσο με την υπαρξιακή οπτική της φθοράς Όσο με τη χαρά της νιότης που μεγαλώνοντας ωριμάζει και αποκτά εμπειρίες (T.I.G, εγωισμοί, 37, 38).
Σημαντική θέση στη συλλογή κατέχει και η μνήμη αγαπημένων προσώπων με μία πρωτοενική αυτοαναφορικότητα (β’ παθολογική, arte macima, 24) εξομολογητικό ύφους. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται ως σταθερά και η ασθένειά/νοσοκομείο (β’ παθολογική, arte macima, μαγνητική σπλαχνικού κρανίου, χειρουργικός κόμπος). Η δημιουργός αποφεύγει όμως να μετασχηματίσει το βίωμα σε υπαρξιακή αγωνία μένοντας στην ποιητική εκμυστήρευση. Έτσι η ποιητική της αποκτά χαρακτήρα “ποίησης του πένθους” με κυρίαρχο στοιχείο την ανάμνηση των προσώπων και την εξωτερίκευση/κοινωνία του άλγους σαν πένθος (αναγέννηση).
Η Γραμματικοπούλου αναζητά το δικό της ύφος και πειραματίζεται τόσο με τον μεγάλο στίχο (όλη σχεδόν η ενότητα «ποιήματα για το πολικό αρκουδάκι») και με τη ρίμα όσο και με τη θρυμματισμένη ελευθεροστιχία. Στην ίδια λογική αναζήτησης θα εντάξουμε και τους τίτλους και αρκετές αλλόγλωσσες λέξεις, μόλο που μας ξενίζει η πυκνή τους σχετικά εμφάνιση.
Η έκφρασή της θεμελιώνεται σε μία οικεία γλώσσα που διαμορφώνει έναν ρυθμό βάσει της προφορικότητας. Αποφεύγει μεταφορές και άλλα στολίδια, επιδιώκοντας την καθαρότητα της καθημερινής λιτής έκφρασης. Στο επίκεντρο παραμένει το πρωτοενικό υποκείμενο που ταυτίζεται με την ποιήτρια και διαμορφώνει μία ατομοκεντρική ποιητική, χωρίς όμως να απουσιάζουν οι κοινωνικές προεκτάσεις και κοινωνική κριτική.
Έτσι, η δημιουργός εκφράζει τον πόνο και την οργή της για τα βάσανα του ανθρώπου με μία ιδιαίτερη ποιητική ενσυναίσθηση (πεντηκοστή, αστάθμητος παράγοντας, ανοσία, η Παναγία του Χάρου) και μία ισχυρή δόση σαρκασμού για την ανθρώπινη ματαιοδοξία (πλαστική χειρουργική, υποκρισία, urban chic).
Συχνά ακολουθεί στοχαστικές διαδρομές οι οποίες εκφράζονται με το αοριστολογικό -και συνάμα διδακτικό- β’ ενικό (παρακμή, αυτογνωσία) που λειτουργεί ως ένας διαλογικός ψευδοϋποκριτής αφού στην ουσία απευθύνεται στον ίδιο της τον εαυτό (ανοσία, εγωισμοί, 24, αναγέννηση).
0 Σχόλια