Χάσκει σαν κουφάρι ξεδοντιασμένο, ξεκοιλιασμένο, ακρωτηριασμένο. Εκεί που άλλοτε έσφυζε από ζωή. Από γέννες με την μαμή στο σπίτι, από παιδικές φωνούλες, τον βήχα –εκείνον τον απαίσιο βήχα του παππού, που νόμιζες πως ήταν η τελευταία ανάσα του– τις φωνές της γιαγιάς και της μάνας.
Μια αυλή. Μια μικρή αυλή που έκρυβε τόση ιστορία. Το δίπατο –όχι αρχοντικό σαν άλλα– με την ξύλινη σκάλα γεμάτη στα πλάγια της, αντί για κουπαστή, ντενεκέδες βασιλικό και κατιφέδες. Η αυλή σκεπασμένη από μια πολύχρωμη μπουκαμβίλια και τα νυχτολούλουδα να έχουν σκεπάσει τον φράχτη και να προσπαθούν να φτάσουν τα μωβ λουλούδια, μα τα αγκάθια της μπουκαμβίλιας να τα τραυματίζουν κι εκείνα, πεισματικά, να βγάζουν πιο ψηλά κλωνάρια για να την ξεπεράσουν. Από την άλλη πλευρά της σιδερένιας εξώπορτας, το γιασεμί, διπλό μάλιστα, έχει απλωθεί σε όλο τον τοίχο και συναγωνίζεται σε άρωμα, φυλλωσιά και χρώμα τα νυχτολούλουδα. Και κοντά στην σκάλα, δεξιά κι αριστερά, στην αράδα, ντενεκέδες με γαρδένιες, βασιλικά και γαρουφαλλιές.
Ο μπάρμπα Γιώργης χρόνια στο μεροκάματο. Αχάραγα έφευγε απ’ το σπίτι, απόγεμα γύριζε. Η Μαρουσώ του, προσφυγοπούλα, που ήταν το πιο καχεκτικό παιδί της φαμελιάς της, σωστό αερικό, στάθηκε κερί αναμμένο πλάι του. Εκείνος την είχε δει τότε, τον πρώτο καιρό που ήρθαν καταδιωγμένοι απ’ όλους και νόμιζε πως ήταν παιδάκι, τόσο μικροσκοπική ήταν. Κάθε που την συναντούσε, στις αρχές τυχαία και μετά επί τούτου, είχε πάντοτε κατιτίς να την φιλέψει. Πότε ένα ζαχαρωτό, άλλοτε κανένα αβγό ή ένα μπουκάλι γάλα, ένα κουλούρι, όταν τα οικονομικά του ήταν πιο πενιχρά, πότε μια σοκολάτα κι όταν είχε γερό μεροκάματο, έπαιρνε από τον φούρνο ένα κουτί κουλουράκια και την είδε, με τον καιρό, να μεταμορφώνεται σ’ ένα πανέμορφο και λυγερό κορίτσι, σαν κύκνος. Κι όταν έμαθε πως πάτησε τα είκοσι, πήγε και την ζήτησε από τους δικούς της, τη μάνα και τα δύο αδέλφια της. Ο πατέρας είχε σκοτωθεί στα άγια χώματα, όπως έλεγαν. Και σαν ορίστηκε η μέρα του γάμου, τους ζήτησε, αν το ήθελαν κι εκείνοι, να ζήσουν όλοι μαζί στο φτωχικό του.
Για πότε γέμισε τούτη η αυλή… Η “προίκα” του ήταν μία καμαρούλα που ζούσαν με την μάνα του, και η οποία τον άφησε κι εκείνη σαν ο Γιώργης έφτασε τα είκοσι… Τον πατέρα του δεν τον είχε γνωρίσει. Τον έχασαν πριν ακόμα γεννηθεί και πήρε και το όνομά του…
Και σαν αποφασίστηκε ο γάμος με την Μαρουσώ του, έχτισε μονάχος του το πάνω σπίτι και πρόσθεσε κι άλλο ένα δωμάτιο στο κάτω. Ήταν πολύ χαρούμενος που θα ζούσαν όλοι μαζί, γιατί και τα αδέλφια της Μαρουσώς ήταν και μορφωμένοι και προπάντων δεν ήταν τεμπέληδες.
Με τις γνωριμίες του Γιώργη και με τις γνώσεις που είχαν οι ίδιοι, άνοιξαν εμπορικό με υφάσματα, τα οποία έφερναν από το εξωτερικό και χρόνο με το χρόνο οι δουλειές τους πήγαιναν περίφημα. Και σαν απέκτησαν και δεύτερο μαγαζί, διπλασίασαν τον χώρο που είχαν και πλέον είχαν την οικονομική άνεση και τον αγόρασαν. Τότε αποφάσισαν να φύγουν από την αυλή, να πάνε σε μεγαλύτερο και πιο πολυτελές σπίτι, να φτιάξουν κάτι παρόμοιο μ’ εκείνο που είχαν χάσει στην χαμένη πατρίδα τους…
«Τι λες κι εσύ, Γιώργη;» ρώτησαν τον γαμπρό τους.
«Ό, τι θέλει η Μαρουσώ μου…» απάντησε εκείνος, αλλά στο πρόσωπό του φαινόταν, για κείνη που είχε μάθει πια να τον διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο, μία λύπη, σκοτείνιασε η ματιά του κι ένα αχνό χαμόγελο ζωγράφισε το πρόσωπό του.
«Εμείς θα μείνουμε εδώ…» είπε η Μαρουσώ και του έσφιξε το χέρι. «Εδώ γεννήθηκαν τα παιδιά μας, εδώ θα τα μεγαλώσουμε, αυτό είναι το σπίτι και το σπιτικό μας…»
«Όπως θέλετε… Και θα ερχόμαστε, τουλάχιστον τις Κυριακές, να τρώμε όλοι μαζί… Όπως πάντα, η οικογένεια μαζεμένη…»
*
Τα αγόρια παντρεύτηκαν δύο πανέμορφες κοπέλες που τις είχαν στην δούλεψή τους, φερμένες κι εκείνες από “πέρα”, απέκτησαν παιδιά και κάθε Κυριακή, πότε στην αυλή και άλλοτε στο “μεγάλο σπίτι”, βρίσκονταν οι τρεις οικογένειες. Τα παιδιά του Γιώργη και της Μαρουσώς, δυο παλληκάρια και μια “τσούπρα” που την είχαν σαν πριγκίπισσα όλοι τους. Τόσο όμορφη, εύθραυστη, όπως έδειχνε η εξωτερική της εμφάνιση, ενώ σαν χαρακτήρας ήταν τόσο δυνατή, που πολλές φορές αναρωτιόνταν πού έκρυβε τόση δύναμη, τόση αποφασιστικότητα, τόσο ζήλο…
Σαν άνοιγε ο καιρός κι άρχιζαν να μπουμπουκιάζουν τα λουλούδια τους, να βγαίνουν τα πρώτα καταπράσινα φυλλώματα, να μοσχοβολά η φύση, οι Κυριακές όλων ήταν αυτή η μοναδική αυλή, που όσο κι αν ζητούσαν του Γιώργη να την δώσει για αντιπαροχή, τόσο εκείνος πείσμωνε και απαντούσε αρνητικά…
«Όταν κλείσω τα μάτια μου, Μαρουσώ μου, κάνε όπως εσύ καταλαβαίνεις. Άλλωστε τα παιδιά μας δεν θα σε αφήσουν ποτέ μονάχη. Κι ύστερα, έχω πάρει τα μέτρα μου, διότι άνθρωποι είμαστε και ποτέ δεν ξέρεις. Κάλλιο να έχουν την ανάγκη σου, παρά εσύ τη δική τους… Κι ύστερα, σε σένα τα χρωστάω όλα, όσα κατάφερα στην ζωή μου, σε σένα, Μαρουσώ μου…»
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια