γράφει ο Δημήτρης Βουκάντσης
Κουβεντιάζοντας με συμφοιτητές σε μαθήματα δημιουργικής γραφής, συχνά ακούω παράπονα όπως «θέλω να γράψω, αλλά δεν έχω χρόνο», «δεν έχω κάτι να γράψω» ή «γράφω, αλλά δεν μου βγαίνει όπως θέλω». Τα λόγια αυτά, συχνά ανάμεικτα με αμήχανα χαμόγελα και χαμηλωμένα βλέμματα, αναδεικνύουν μια πραγματικότητα που γνωρίζει ο καθένας που έχει προσπαθήσει να γράψει έστω μια ιστορία μυθοπλασίας: ότι πολλές φορές η συγγραφή μοιάζει σαν να σηκώνει κανείς μια βαριά, κάποιες φορές ασήκωτη, πέτρα. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Γιατί για κάποιους από εμάς ή τουλάχιστον για κάποιες περιόδους της ζωής μας, κάτι τόσο δημιουργικό όπως η συγγραφή μιας ιστορίας μπορεί να είναι τόσο επώδυνη;
Μια από τις συνηθέστερες αιτίες, αν και όχι η μοναδική, είναι ότι συγχέουμε τις δύο διεργασίες από τις οποίες αποτελείται η συγγραφή: τη δημιουργική διεργασία, με την οποία παράγουμε την πρώτη ύλη της ιστορίας μας, και την κριτική διεργασία, με την οποία δίνουμε μορφή στην πρώτη ύλη. Η συγγραφή μιας ιστορίας οφείλει να ξεκινάει από την πρώτη ύλη, προϊόν της δημιουργικής διεργασίας, και να ακολουθείται από την επεξεργασία αυτής, αντικείμενο της κριτικής διεργασίας, όπως ένα γλυπτό ξεκινάει από ένα κομμάτι ακατέργαστο μάρμαρο για να καταλήξει σε ένα έργο τέχνης. Η διατήρηση όμως της παραπάνω σειράς (δημιουργία → κριτική) δεν είναι εύκολη υπόθεση και συχνά διαπιστώνουμε ότι κάνουμε κριτική στον εαυτό μας την ώρα της δημιουργίας ή πολλές φορές και πριν ακόμη αυτή ξεκινήσει.
Οι αιτίες αυτής της πρόωρης εμπλοκής της κριτικής διαδικασίας στη δημιουργία είναι πολλές. Αναμφίβολα θα πρέπει να σχετίζονται με κάποια «εκπαίδευση» στο σχολείο, την οικογένεια ή τον κοινωνικό μας περίγυρο, ιδιαίτερα όταν σ’ αυτόν δεν υπάρχει μεγάλη ανοχή στη διαφορετικότητα, και γενικά είναι διάχυτη η αίσθηση ότι υπάρχει μία σωστή απάντηση για τα πάντα. Πέρα όμως από το προσωπικό μας παρελθόν, που είναι σημαντικό, είναι και ο ίδιος ο τρόπος που λειτουργούν και εξελίσσονται οι σημερινές κοινωνίες που επιτείνουν αυτή την τάση να διακόπτουμε τη δημιουργική διαδικασία.
Αναφέρομαι στα προβλήματα που καλούμαστε να λύσουμε καθημερινά: να επιλέξουμε τη γρηγορότερη διαδρομή, να αγοράσουμε στις χαμηλότερες τιμές, να στριμώξουμε όλες εκείνες τις συναντήσεις μέσα σε μία μέρα, κλπ. Τέτοιου είδους προβλήματα απαιτούν την εμπλοκή συγκεκριμένων νοητικών λειτουργιών (τη λογική των αριθμών και των λέξεων), που αν και μας βοηθούν να επιβιώνουμε και να ευδοκιμούμε στις σημερινές κοινωνίες, ταυτόχρονα μας απομονώνουν από την καλλιτεχνική και πνευματική συνιστώσα της ύπαρξής μας, που στηρίζεται σε έναν κόσμο γεμάτο εικόνες και σύμβολα με άμεσες αναφορές στις αφρικανικές σαβάνες από τις οποίες έχουμε προέλθει. Είναι αυτός ο παραμελημένος, σιωπηλός κόσμος, με τη χαλαρή συνοχή, από όπου χρειάζεται να αντλήσουμε την πρώτη ύλη για τις ιστορίες που θέλουμε να γράψουμε και που σε μεγάλο βαθμό παραμένει σήμερα απρόσιτος επειδή δεν παρέχει άμεσες, πρακτικές λύσεις στα καθημερινά μας προβλήματα, που είναι όμως εξίσου αληθινός και σημαντικός για εμάς.
Για να έρθει μια ιστορία στον κόσμο, οι δύο παραπάνω διεργασίες θα πρέπει να αλληλεπιδράσουν αρμονικά. Πολλές φορές όμως η κριτική διεργασία λόγω κεκτημένης ταχύτητας, εμπλέκεται τη στιγμή που είναι σε εξέλιξη η δημιουργική διεργασία, εκτιμώντας ίσως λανθασμένα ότι πρόκειται για ένα ακόμη από αυτά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε καθημερινά στη ζωή μας. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργική διαδικασία να σταματάει, γιατί δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να συντελούνται και οι δύο την ίδια στιγμή. Πώς λοιπόν μπορούμε να κάνουμε την κριτική διεργασία να σωπάσει (πολλές φορές μέρες ή και εβδομάδες), μέχρι να φέρουμε από εκείνο τον κόσμο των εικόνων και των συμβόλων την πρώτη ύλη για την ιστορία μας;
Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους, αν και σίγουρα όχι ο μοναδικός, είναι αυτός που αναφέρεται στο βιβλίο «The artist’s way» της Julia Cameron ως πρωινές σελίδες. Πρόκειται για μια καθημερινή συνήθεια ελεύθερου γραψίματος, κατά την οποία κάθε πρωί γεμίζουμε τρεις σελίδες στο τετράδιό μας με (κυριολεκτικά) ότι περνάει από το μυαλό μας εκείνη την ώρα. Αν δεν ξέρουμε τι να γράψουμε εκείνη τη στιγμή, γράφουμε απλά «δεν ξέρω τι να γράψω αυτή τη στιγμή» και συνεχίζουμε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να διαβάζουμε για δεύτερη φορά αυτό που γράψαμε και κυρίως χωρίς να το μοιραζόμαστε με άλλους.
Οι πρωινές σελίδες δεν είναι καινούργια επινόηση. Η Βιρτζίνια Γουλφ έγραφε καθημερινά στο ημερολόγιό της για τριάντα λεπτά μετά το απογευματινό της τσάι. Σε μία καταχώρηση στις 20 Απριλίου 1919, γράφει: «Παραδέχομαι ότι το τραχύ αυτό γράψιμο, με τυχαίο στιλ, συχνά ανορθόγραφο, που “κλαίει” για διορθώσεις με έχει επηρεάσει κάπως. […] τον τελευταίο χρόνο αναγνωρίζω μια άνεση στην επαγγελματική μου γραφή που το οφείλω σε αυτό το μισάωρο γράψιμο μετά το τσάι» (αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Βιρτζίνια Γουλφ).
Οι πρωινές (ή απογευματινές ή και βραδινές) σελίδες είναι ένας προσωπικός, ασφαλής χώρος, όπου μαθαίνουμε να δημιουργούμε χωρίς να κρίνουμε. Είναι σελίδες γεμάτες ορθογραφικά λάθη (απενεργοποιήστε τη διόρθωση κειμένου αν γράφετε στον υπολογιστή), κακή σύνταξη και πολλές φορές χωρίς λογική συνοχή. Αλλά μέσα από αυτό το χάος ξεπροβάλλουν μικρά διαμάντια, που μπορεί να αποτελέσουν τον πυρήνα ιστοριών που θέλουμε να διηγηθούμε. Επιπλέον, για όποιον επιθυμεί να γράφει (όχι μόνο μυθοπλασία) είναι ένα είδος απαραίτητης καθημερινής γυμναστικής, όπως είναι η καθημερινή προπόνηση για τους αθλητές. Ή όπως ένας συμφοιτητής μου (ένας Πορτογάλος συνταξιούχος μεταφραστής) έλεγε για τις πρωινές σελίδες, για τις οποίες υπήρξε αρχικά πολύ επιφυλακτικός, «είναι σαν να ανοίγεις μια παλιά βρύση· αρχικά το νερό βγαίνει λασπώδες και θολό, ύστερα όμως καθαρίζει και μένει μόνο μια υποψία σκουριάς που ηλεκτρίζει τη γλώσσα καθώς πίνεις· είναι το πιο νόστιμο νερό που δοκίμασα ποτέ». Ελπίζω να το δοκιμάσετε κι εσείς.
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
Πολύ ωραίο αρθρά, επεξηγεί την ορολογία των θεωρητικών της συγγραφής σε όσους δεν είχαν την ευκαιρία να ασχοληθούν και γράφουν εμπειρικά. Να θέσω όμως ένα άλλο ερώτημα: μήπως αυτές οι στάσεις που κάνει η δημιουργική διεργασία είναι απαραίτητες; Ίσως είναι το ίδιο μας το μυαλό που έχει στερέψει από ιδέες και, αντί να το πιέσουμε να έρθει σε δημιουργικό οίστρο (ή να κατηγορήσουμε την κριτική διεργασία), οφείλουμε να το αφήσουμε να ξεκουραστεί για λίγο. Προσωπικά όταν δεν έχω ιδέες προτιμώ να χαθώ στη δημιουργικότητα κάποιου άλλου διαβάζοντας ένα βιβλίο ή βλέποντας μια ταινία. Χαλαρώνει το στρες του “δεν έχω ιδέες” και οι λύσεις έρχονται αβίαστα. Απαραίτητο είναι βέβαια να έχω αποδεχτεί από πριν ότι είναι εντάξει να μην έχω πάντα ιδέες. Αυτά σε σχέση με το “δεν έχω τι να γράψω”.
Συμφωνώ Βαγγέλη ότι η δημιουργία θέλει τον δικό της χρόνο. Μια δεύτερη άσκηση, εκτός των πρωινών σελίδων, που προτείνεται στο ίδιο βιβλίο είναι εβδομαδιαίες μοναχικές περιηγήσεις για να τροφοδοτήσουμε τη δημιουργική διεργασία με καινούργιο υλικό. Πράγματι, δεν είναι θεμιτό να πιέζουμε τον εαυτό μας να γράψει. Σε αυτές τις περιόδους ωστόσο που δεν γράφουμε τα κρίσιμα ερωτήματα είναι: παραμένουμε ανοιχτοί σε νέες ιδέες; Είμαστε περίεργοι για αυτά που συμβαίνουν γύρω μας; Αν ναι, τότε η δημιουργία συντελείται εσωτερικά και κάποια στιγμή θα έρθει στο χαρτί.
Μου άρεσε η παρομοίωση με το νερό της βρύσης.Πραγματικά αντανακλά τις φάσεις που περνάς όταν κάθεσαι να συντάξεις ένα κείμενο.