
Το προσωνύμιο ετούτο κόλλησαν από τα μικράτα του οι συνομήλικοί του στον Στάθη τον Λαλάτσο. Και όντως, ο «λαγός», έβαζε τα πόδια του στον ώμο και διένυε μεγάλες αποστάσεις σε χρόνο ρεκόρ. Έτσι, σε κάθε αγώνα ποδοσφαίρου ως βολίδα κινιόταν μεταξύ των δύο εστιών. Κι όχι μονάχα μία και δύο φορές, αλλά αναρίθμητες καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα. Για τούτο σε όλα τα γειτονικά χωριά ήταν γνωστός ως «βολίδας». Στο χωριό του όμως εξακολουθούσαν να τον φωνάζουν «ο λαγός» όχι μονάχα για την ταχύτητά του αλλά και για την τρομάρα του κόλλησαν το παρατσούκλι ετούτο, μιας και το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, οφείλω να πω, ήταν που τρόμαζε και γινόταν λαγός με την εμφάνιση κάθε αδέσποτου σκύλου, ή με τις κραυγές της νύχτας, που πολλές φορές ηθελημένα έβγαζαν οι άλλοι. Ποτέ του ο Λαλάτσος δεν καθόταν στον κώλο του και σπάνια θα τον έβλεπες να προχωρά αργά. Τα μεγάλα του βήματα, τελείως αντίθετα από το μέτριό του ύψος και ο γρήγορος βηματισμός του, έδειχναν κάποιον που πάντα βιάζεται ή έτσι το συνήθιο τον έχει ντύσει.
Με την είσοδό του στα σαράντα, η ομάδα του χωριού γιόρταζε τα εικοστά πέμπτα έτη ύπαρξής της. Είκοσι πέντε χρόνια πρώτος της ποδοσφαιριστής και πάντα ξυπόλυτος ο Στάθης.
Τον περίμεναν λοιπόν στο τραπέζι που στρώθηκε, όχι μονάχα σαν τον μακροβιότερο ποδοσφαιριστή, αλλά και ως παππού, μιας και από το μαιευτήριο θα ερχόταν, υποδεχόμενος εκεί το πρώτο του εγγόνι από τη μεγάλη του κόρη. Στα είκοσί του, τόσο νέος, παντρεύτηκε ο Στάθης, στα δεκαοχτώ της η κόρη του.
Κι όμως ο Στάθης δεν φάνηκε. Για να γλιτώσει το κέρασμα, είπαν δυο τρεις, κάτι θα του συνέβη, απεφάνθησαν όλοι.
Από τη μέρα εκείνη ο αεικίνητος Στάθης έμενε σχεδόν πάντα του ακίνητος, συνοφρυωμένος και λιγομίλητος. Στην άκρη της δημοσιάς τον έβρισκες ή έξω από την αυλή του καθισμένο ή απλωμένο στα χορτάρια με μια αγριάδα στο στόμα ή και στο καφενείο να κοιτά το υπερπέραν, πάντα χαμένος. Κάτι το δίχως άλλο είχε ο Στάθης και σε κανέναν δεν το έβγαζε. Μήτε στη Νίτσα, τη γυναίκα του.
Με το που είδε την εγγόνα του, του Στάθη κάτι δεν του κάθισε. Ήταν το μωρό πολύ μικρό, κακομούτσουνο και χωρίς κλάμα πάνω του, χωρίς ζωντάνια το έβρισκε, που ξεμονάχιασε τον γιατρό. Εκείνος, ένα παιδάριο, τον άκουσε υπομονετικά, του χαμογέλασε αινιγματικά, τον χτύπησε στην πλάτη στοργικά και με ένα μισοάδειο χαμόγελο εξαφανίστηκε. Δεν του άρεσε τούτο και δεν τον γέμισε και ο Στάθης προσπάθησε κάπου να βγάλει τα κακά του προαισθήματα, να τα πει, μα τι να πει;
«Είναι καλά το παιδί;» ρώτησε την Κική, την κόρη του, εκείνη τον κοίταξε σκοτεινιασμένη, μα εκείνο το «Τι λες μπαμπά;» που βγήκε από το στόμα της τον υποψίασε περισσότερο.
Το είχε δει το όνειρο ο Στάθης, και ας λέγαν οι άλλοι ό,τι θέλαν. Ήταν μέρες που μια όχεντρα ερχόταν στον ύπνο του. Άλλες φορές ήταν καθισμένος στις καλαμιές, άλλοτε στην αποθήκη με τα καπνά και μια φορά μάλιστα εκεί που έτρεχε στο γήπεδο, έτοιμος να σκοράρει. Η όχεντρα εμφανιζόταν από το πουθενά, σηκωνόταν κάτι να του πει, κάτι του σύριζε στο αυτί κι αυτός έπαιρνε το σχήμα της, γινόταν όχεντρα και πήγαινε στην κόρη του να της προλάβει τα δύσκολα μαντάτα, όμως εκείνη έβλεπε ένα φίδι να ξεπηδά από τα στήθια της κι αλαφιαζόταν.
Απομονώθηκε τελείως με τον καιρό ο Στάθης, άρχισε να παραμιλά ως και στον δρόμο. Βρήκε κάποια διέξοδο στα χωράφια μα κι εκεί τίποτα δεν του πήγαινε καλά μιας και η αφηρημάδα του ήταν απαράμιλλη.
Και παρατηρούσε το παιδί, την εγγόνα του, πώς μεγάλωνε, κατέγραφε πότε άρχισε να τρώει και τι, πότε αρκούδισε, πότε περπάτησε, πότε καλομίλησε. Σε όλα κάτι έβρισκε μα δεν τολμούσε να μιλήσει μιας και για όλους τους άλλους το παιδί ήταν φυσιολογικό.
Περίμενε λοιπόν πότε θα πάει η εγγόνα του στο σχολείο. Εκεί, οι δάσκαλοι δεν μπορεί, θα βλέπανε ότι κι ο ίδιος χρόνια τώρα παρατηρούσε.
Πήγε το παιδί λοιπόν στην πρώτη, όλα καλά του έλεγε η δασκάλα, πήγε στη δεύτερη όλα καλά του λέγαν όλοι. Στα γράμματα τα πήγαινε καλά και κοινωνικότατη ήταν και πολύ όμορφη έγινε.
«Σου μοιάζει,» του πετούσαν όλοι.
Κι η εγγόνα του έκλεισε τα οχτώ. Κι αυτός, που όλο πιο πολύ με τον καιρό σκοτείνιαζε, έτριψε μετά το πάρτυ γεννεθλίων τα χέρια του, βαριαναστέναξε, φορτώθηκε θαρρείς ένα φορτίο τόννων που τον λύγιζε και ξεμονάχιασε στο σπίτι τους τη Νίτσα. Στην κουζίνα οι δυο τους και ο Στάθης προσπαθούσε να μερώσει την καρδιά του, έτριβε τα χέρια που μέσα τους είχε βυθιστεί και κάποτε σήκωσε το κεφάλι του.
Η κυρά του, που οχτώ τώρα χρόνια τον έβλεπε να βυθίζεται όλο και περισσότερο στη θλίψη και στη μοναξιά και τόσες φορές τον ρώτησε για τους συλλογισμούς του χωρίς να πάρει απόκριση, κατάλαβε πως ήρθε η ώρα της εξομολόγησης.
«Είναι οι σκιές… είναι οι σκιές που φταίνε για όλα αυτά…» τον άκουσε η κυρά Νίτσα και τρόμαξε. «Νυχτιές τώρα επισκέπτομαι το νεκροταφείο,» συνέχισε ο Στάθης. «Και βλέπω. Οι τάφοι διώξανε και το παραμικρό ψήγμα ζωής από πάνω τους. Τα μάρμαρα μαυρισμένα, τα καντίλια χρόνια σβηστά, τα ονόματα θάμπωσαν, η αγριάδα θέριεψε. Κάποια κυπαρίσια που μονάζουν προσπαθώντας να ακουμπήσουν κάποιο φως, στα πόδια τους γερασμένες ξερολιθιές αγριεμένες και βατσινιές και κάποιες παγιδευμένες ψυχές. Προσπαθούν να μου πουν. Μα οι νεκροί δεν έχουν λόγια. Μονάχα νεύματα».
Την ίδια μέρα, εκείνη τη δύσκολη για τον Στάθη μέρα, που προσπαθούσε να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη και τις λέξεις σε μια σειρά, να τα ξομολογηθεί στη Νίτσα του και κάπως να γαληνεύσει, η Δέσποινα, καθισμένη στην κρεβατοκάμαρη των δικών της είχε ριχτεί σε ένα άγονο αναφιλητό. Μπροστά της είχε το χαρτί της υιοθεσίας της και τα ονόματα των γονιών της, των πραγματικών γονιών της, τραύλιζαν στα χρόνια της τα είκοσι οχτώ. Δυο άγνωστα ονόματα και κάτω τους οι υπογραφές τους, τόσο ευδιάκριτο γι’ αυτήν, γιατρό με ειδίκευση και διδακτορικό στην ιατροδικαστική, πως το ίδιο άτομο είχε διπλοϋπογράψει, τη δεύτερη φορά πολύ άτσαλα.
Έτσι έκλεινε ένας δύσκολος για τη Δέσποινα μήνας ή θα υπήρχε και συνέχεια στις οδύνες της; Πριν έναν μήνα η μάνα της οδηγήθηκε με εγκεφαλικό στο νοσοκομείο. Για μια βδομάδα ψυχομαχούσε. Για μια βδομάδα την κοίταζε και κάτι ήθελε να της πει. Για μια βδομάδα έβγαζε από το στόμα της άψυχα γράμματα, λες και έπρεπε κάτι να εξομολογηθεί και μετά να κινήσει για τον άλλον κόσμο. Κάτι την κρατούσε δέσμια και την τυαραννούσε. Για μια βδομάδα ήταν στον άλλο κόσμο μα αυτό το κάτι δεν την άφηνε να λυθεί από δω πάνω. Το βράδυ της έβδομης μέρας η Δέσποινα δεν άντεξε. Κύλησε άφανη στον θάλαμο και απλά έκλεισε τα μηχανήματα. Ένας διακόπτης γύρισε και η μάνα της λευτερώθηκε. Έτσι πίστεψε. Την άλλη μέρα σαν την είδε νεκρή, ένα πρόσωπο αντίκρυσε με τόσο πόνο κι έναν τεράστιο τρόμο πάνω του που αλαφιάστηκε. Σαν να ήταν μπροστά σε έναν νεκρό που είδε άξαφνα και ανεξήγητα το δρεπάνι του Χάρου κι έζησε τις τελευταίες του στιγμές σε ατερμάτιστες οδύνες.
Δεν θάρρευε να κοιτάξει τον πατέρα. Κάθε φορά και πιο χλωμός, λες και κατείχε το μυστικό της μάνας και δεν τόλμησε να τη βοηθήσει, να της το πάρει από τα χείλη και να της το κοινωνήσει.
Και πριν μια βδομάδα στο ίδιο κρεβάτι ο πατέρας. Με εγκεφαλικό κι εκείνος και με τα μάτια του πάνω της να προσπαθεί να πει. Μια βδομάδα κι εκείνος τυραννιόταν. Όχι, αυτή μπορούσε να περιμένει και θα περίμενε. Θα περίμενε να ακούσει από τα χείλη του το μυστικό τους. Τον έβλεπε που ψυχομαχούσε, τον έβλεπε να κατεβαίνει στον Άδη και στο τελευταίο σκαλί να μετανιώνει και να ξαναγυρνά στη γη. Κι αυτή σκυμμένη πάνω του. Να μετρά τις ανάσες του. Εκείνες να χάνονται και ξάφνου να επιστρέφουν σαν κεραυνός που έπεσε σε δεντρί κι εκείνο τρίζει κι ετοιμάζεται μα δεν πέφτει. Προσπαθεί και περιμένει. Κάποια άνοιξη. Σκυμμένη νύχτα και μέρα στο στόμα του και ξάφνου, λες και ο Χάρος τον λυπήθηκε και του έδωσε μια σταλιά ζωή και δύναμη, «Στην ντουλάπα,» τον άκουσε. «Στην ντουλάπα κάτω από τα στέφανα του γάμου,» κι έφυγε τόσο γαλήνιος θαρρείς και μια βδομάδα δεν τυραννίστηκε, θαρρείς και ο θάνατος ήρθε και τον πήρε ξαφνικά και γλυκά εκεί που καταλαγιάζει η νύχτα. Ίσως, πετώντας από πάνω του το βάρος που τον άλωνε να του ήρθε η γνώση πως εκεί που θα πήγαινε θα συναντούσε την κυρά του και όλους εκείνους που κάποτε είχε αγαπήσει.
Και είναι τώρα εδώ. Στο κρεβάτι των γονιών της με το χαρτί της υιοθεσίας στα χέρια της. Δυο άγνωστα ονόματα. Και τα δυο γνωστά της. Πότε κάποιος είναι ορφανός; Αυτή είναι ορφανή;
Από εκείνη τη μέρα πέρασε μια βδομάδα, μια άλλη βδομάδα, ένας μήνας κι εκείνη τυραννιέται ακατάπαυστα. Να ψάξει να τους βρει; Και αν τους βρει; Τι τη νοιάζει; Είναι οι γονείς της ή δυο άγνωστοι που ποτέ της δεν θα τους νιώσει για αίμα της;
Ο Στάθης, εκείνη τη μεγάλη μέρα δεν μπόρεσε να πει. Δεν αισθάνθηκε έτοιμος. Ποτέ του δεν θα ήταν έτοιμος. Μια ολόκληρη ώρα κοίταζε μια την κυρά του και μια τα χέρια του. Και τα χέρια του δεν μιλούσαν. Και τον μήνα που ακολούθησε, πήγαινε κάθε μέρα στην άκρη από το κανάλι του χωραφιού του και κοιτούσε μια άγρια βατομουριά που είχε πετάξει λαίμαργα και είχε κλείσει τη δίοδο για την άλλη μεριά. Την κοιτούσε και της έλεγε. Ακατάλυπτες λέξεις. Τρελάθηκε, έλεγε με σπαραγμό η κυρά Νίτσα, δεν χρειαζόταν και πολύ, λέγαν οι χωριανοί.
Έναν μήνα μετά από τη μεγάλη προσπάθεια του Λαλάτσου να εξομολογηθεί το βάσανό του, ένα μήνα μετά από την αποκάλυψη για τη Δέσποινα της υιοθεσίας της, ένα μήνα μετά από αυτά τα δυο γεγονότα που έλαβαν χώρα την ίδια ακριβώς μέρα, η Mercedes της Δέσποινας στάθηκε δίπλα στον Λαλάτσο. Οι θαμώνες του καφενείου παρατήρησαν την όμορφη οδηγό και με ειρωνικό βλέμμα περίμεναν τον Στάθη που την κοίταζε αποσβολωμένος να της μιλήσει. Αν δεν είχε χάσει μέσα στου μυαλού του τον λαβύρινθο τις λέξεις.
«Ο γιατρός,» άκουσε η Δέσποινα τον Στάθη να κομπιάζει, «ο γιατρός μου είπε πως δεν είχες καμιά ελπίδα. Να υπογράψεις, μου είπε, να υπογράψεις γιατί το παιδί δεν είναι καλά, με κουσούρια είναι και ετοιμοθάνατο. Να υπογράψεις να το πάμε σε ίδρυμα, να ζήσει και να τελειώσει εκεί. Εσύ είσαι νέος. Θα κάνεις και άλλα παιδιά. Και ήμουν νέος. Και άμαθος».
_
γράφει ο Θεόδωρος Πάλλας
0 Σχόλια