Η Άννα στέκεται στην κουπαστή και παρακολουθεί τους τελευταίους επιβάτες-συνταξιδιώτες της που επιβιβάζονται στο καράβι.
“Οι αιώνιοι καθυστερημένοι…” σκέφτεται. “Και στην καθημερινότητά τους, πάντα καθυστερημένοι. Οι άνθρωποι της τελευταίας στιγμής… ΚΙ εγώ τι κατάλαβα που ήμουν πάντοτε τυπική και στην ώρα μου; Να μην δημιουργώ προβλήματα, να μην πληγώσω κανένα, να υπομένω και να ανέχομαι την κάθε παραξενιά και τις περισσότερες φορές αγόγγυστα και δικαιολογώντας τους άλλους; Να ’σαι καλά, κυρία Άννα μου, στα πενήντα κάτι σου ολομόναχη…”
Ακούγεται η μπουρού και σηκώνεται η καταπακτή. Και να. Κι άλλοι καθυστερημένοι, που τρέχουν αγώνα δρόμου, κατοστάρι και βάλε και μεσήλικες. Πού να το προλάβουν… Σηκώνουν τα χέρια, κάτι φωνάζουν που δεν φτάνουν στ’ αυτιά της. Ο άντρας έχει θυμωμένο ύφος. Προφανώς και απειλεί θεούς και δαίμονες και κατά το ελληνικότατο “Ξέρεις ποιο είμαι εγώ;… Θα σε τακτοποιήσω… Θα σε κάνω να πουλάς κουλούρια…”, συμπληρώνοντας και τα σχετικά “κολακευτικά” επίθετα… Κατάλοιπο ραγιαδισμού…, και όχι μόνο. Ο νοών, νοήτω…
Το τεράστιο αυτό σιδερένιο πράγμα που κουβαλά τόνους οχημάτων και ανθρώπων χωρίς να βουλιάζει από το βάρος του, “ανοίγει τα πανιά του” για την μεγάλη θάλασσα, μετά από κάτι μανούβρες που έκανε στο λιμάνι.
Περιμένει με λαχτάρα η Άννα να βρεθεί στο σημείο που δεν θ’ αντικρίζει τίποτα άλλο παρά το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού, που λες και σφιχταγκαλιάζονται, χωρίς να θέλουν να χωριστούν… Αυτή η θέα είναι που την ηρεμεί. Δεν την νοιάζει τόσο πολύ ο προορισμός, όσο να απολαύσει με όλες της τις αισθήσεις τούτο το κομμάτι, γι’ αυτό, άλλωστε, αποφάσισε και τούτο το ταξίδι. Έχει κλείσει πια όλους τους λογαριασμούς της και επιτέλους είναι ελεύθερη. Η μόνη της υποχρέωση πλέον είναι ο εαυτός της και του οφείλει τόσα πολλά.
“Έρωτας που είσαι, άτιμη!… Και πόσα μυστικά κρύβεις… Πόσα δάκρυα σ’ έχουν ποτίσει. Πόσοι και πόσες σ’ έχουν καταραστεί και πόσοι σ’ έχουν ευλογήσει…”
«Συγνώμη. Δικό σας είναι το φουλάρι;» ακούει μια αντρική φωνή, ενώ της προτείνει ένα μαντήλι.
«Όχι…» απαντά εκείνη, χωρίς καν να τον κοιτάξει.
«Κρίμα… Και θα σας ταίριαζε τόσο πολύ!…»
Ήταν ένα τουρκουάζ φουλάρι με κλωστές ασημένιες αραιά και πού. Η Άννα γυρίζει στον “θρασύτατο” συνταξιδιώτη της, έτοιμη να του μιλήσει πολύ άσχημα, να τον βάλει στη θέση του, για τον τρόπο που διάλεξε να της πιάσει κουβέντα.
Και ποιος είπε σ’ αυτόν τον κύριο πως έχει διάθεση για κουβέντες και περιπέτειες… Μόνο κύριος, δηλαδή, δεν είναι, που σε τούτη την ηλικία προσπαθεί να πλησιάσει, να παρενοχλήσει μια μόνη γυναίκα…
«Συγνώμη, αλλά… Δεν είναι δυνατόν… Πώς βρέθηκες εδώ; Κώστα, εσύ δεν είσαι;»
«Μάλιστα, κυρία μου. Κώστα με λένε και αυτό το φουλάρι σας ανήκει, αν δεν κάνω λάθος…»
Τα μάτια της Άννας γεμίζουν δάκρυα. Όχι από τον αέρα, μήτε από θυμό, ούτε από κάποιο σκουπιδάκι, αλλά από χαρά και συγκίνηση!…
«Καλά, τώρα θα βάλουμε τα κλάματα ή θα μου κάνεις μια αγκαλιά, από κείνες που ήξερες τόσο μοναδικά να κάνεις; Καλά. Άσε. Θα σου ανταποδώσω εγώ τις αγκαλιές…»
Η Άννα μένει ακίνητη, στήλη άλατος στην αγκαλιά του. Ούτε στα πιο τρελά της όνειρα δεν πίστευε πως θα τον έβλεπε ξανά… Πόσα χρόνια έχουν περάσει…
«Δεν θα μου πεις τίποτα; Τι έγινε; Το αμίλητο νερό ήπιες ή σου έφαγε η γάτα την γλώσσα;» της ψιθυρίζει στο αφτί.
«Αχ, Κώστα μου!…»
«Τι ωραία που το λες! Όπως τότε… Έλεγες “Κώστα μου” κι εγώ ήμουν ικανός, τόση δύναμη μου έδινε αυτή σου η κουβέντα, να σου κατεβάσω όλα τα αστέρια στα πόδια σου!…»
«Δεν νομίζεις πως είμαστε λίγο μεγάλοι για τέτοιες κουβέντες;»
«Μεγάλοι; Τι σημαίνει “μεγάλοι”; Εσύ είσαι ίδια. Ούτε κιλό δεν έχεις πάρει. Αντίθετα, θα έλεγα πως είσαι πιο αδύνατη από τότε και θα σε μαλώσω. Δεν μου πρόσεξες την Άννα μου, όπως σου είχα ζητήσει φεύγοντας. Κι εγώ, όμως, είμαι στα κιλά μου…»
«Έτσι αδιόρθωτος έχεις μείνει;» γελά η Άννα και με τα δυο της χέρια φυλακίζει το πρόσωπό του.
«Έχω γίνει χειρότερος…» και χωρίς να σκεφτεί, χωρίς να ρωτήσει, χωρίς να νοιαστεί, ακουμπά τα χείλη του στα δικά της.
«Ξέρεις τι θα λέει ο κόσμος που μας κοιτά κι έχουμε γίνει θέαμα;» ψιθυρίζει η Άννα σαν ντροπαλή κοπελίτσα. «Κοίτα τα γερόντια, έρωτες»…
«Ο κόσμος καλά θα κάνει να κοιτάξει τη δουλειά του και να μην ασχολείται με μας. Τι θα γίνει, όμως; Όρθιοι θα μείνουμε εδώ; Δεν πάμε κάπου να καθίσουμε; Αδυνατώ να παίξουμε την σκηνή από τον “Τιτανικό”. Δεν διακινδυνεύω να σε ξαναχάσω ούτε για μισό λεπτό…»
«Κώστα, τρέχεις…»
«Πάντοτε έτρεχα κι εσύ αρνήθηκες τότε να τρέξεις μαζί μου. Άσε, μην τα θυμηθώ και σου θυμώσω…» και της έδωσε άλλο ένα φιλί, περνώντας στο λαιμό της το φουλάρι της.
Ναι, το φουλάρι ήταν δικό της. Της το είχε κάνει δώρο ο Κώστας, ένα χρόνο πριν φύγει.
Γνωρίζονταν από παιδιά. Μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά. Μαζί στα παιχνίδια, μαζί στις σκανταλιές που πάντα οργάνωνε ο Κώστας, μαζί στο σχολείο, μαζί παντού. Είχαν δυο χρόνια διαφορά. Και όταν αντάλλαξαν το πρώτο τους φιλί, τότε, ήταν τόσο όμορφο και φυσικό. Αγαπιόνταν από παιδιά και ερωτεύτηκαν στην εφηβεία. Και σαν τελείωσαν τις σπουδές τους, εκείνος αποφάσισε να φύγουν μαζί στην Αμερική για τα μεταπτυχιακά τους. Η Άννα δείλιασε και δεν τον ακολούθησε…
«Θα κρατήσω το φουλάρι, για να σε έχω πάντα μαζί μου…» της είχε πει, την ώρα που αποχαιρετούσαν την νιότη τους, εκεί, στο αεροδρόμιο…
Και τώρα, τούτο το μαντήλι, τούτο το φουλάρι τους έφερε και πάλι κοντά και πάλι μαζί…
«Πώς κι από τα μέρη μας, Αννούλα μου;»
«Δεν λένε πως ο δολοφόνος γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος; Έτσι κι εγώ…»
«Εγκληματίας εσύ; Η Αννούλα μου; Η δική μου Άννα; Και ποιον δολοφόνησες, κορίτσι μου;»
«Εμάς, Κώστα μου. Εμάς…»
Τώρα πια η αγκαλιά τους είχε μια άλλη αίσθηση… Εκείνη που είχαν ξεχάσει τόσα χρόνια… Εκείνη που χρειαζόταν τούτο το φουλάρι για να βγει από το χρονοντούλαπο κι ήταν τόσο όμορφα όλα!
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια