Χαρακιά, του Θάνου Λουτριώτη
Τα φρένα στρίγγλισαν παρατεταμένα. Ο ήχος τους, μια απόκοσμη μεταλλική κραυγή, σκόρπισε παντού στο αέρα της σήραγγας. Ήταν η προτελευταία στάση του δρομολογίου και ο συρμός ακολουθούσε ευλαβικά το συνηθισμένο πρωτόκολλο προσέγγισης στο σταθμό.
Είχα καιρό, για την ακρίβεια χρόνια, να χρησιμοποιήσω το μετρό. Κατά έναν παράδοξο τρόπο δε με εξυπηρετούσε πια στις καθημερινές, κυρίως επαγγελματικές, μετακινήσεις. Από την άλλη, κάπου μέσα μου είχα παραβολευτεί με το αυτοκίνητο. Προσφέρει μια ασφάλεια και μια ιδιωτικότητα που δεν είναι εύκολο να την αρνηθείς. Όμως το πρωινό εκείνης της Τετάρτης, δεν υπήρχε ως διαθέσιμη επιλογή. Είχε ξεμείνει στο συνεργείο κι εγώ έπρεπε να βρω έναν άλλον τρόπο να φθάσω στη δουλειά.
Το μισοάδειο βαγόνι ακινητοποιήθηκε μετά από δύο πρόσκαιρα τινάγματα. Στεκόμουν στη μέση του γαντζωμένος στον στύλο με το ένα χέρι, την ώρα που το άλλο περιδιάβαινε άσκοπα τα μενού του κινητού. Δεν ξέρω γιατί αλλά κοίταξα προς την πόρτα όταν την άκουσα να ανοίγει. Μου φάνηκε παράξενο επειδή δε θυμάμαι να το είχα κάνει καμία από τις δέκα συνεχόμενες φορές που είχαν προηγηθεί. Μάλλον ήταν τυχαίο ή έστω το ανάξιο αντίδοτο της πλήξης ενός βαριεστημένου και λίγο υπεροπτικού επιβάτη. Η σκηνή που ακολούθησε, δεν ήταν καθόλου πρωτότυπη. Κάποιοι αποβιβάστηκαν και άλλοι, περίπου οι διπλάσιοι, πήραν τις θέσεις τους μειώνοντας δραστικά τον ωφέλιμο χώρο μεταξύ των καθισμάτων.
Έκανα να σκύψω και πάλι στην οθόνη μα κάτι απροσδιόριστο με κράτησε. Το μάτι μου βάλθηκε να τριγυρίζει δεξιά κι αριστερά σε μια παράλογη αναζήτηση, δίχως συγκεκριμένο αντικείμενο. Τελικά, σταθεροποιήθηκε πάνω απ’ τον ώμο ενός ηλικιωμένου κυρίου με χοντρό παλτό και παλιομοδίτικη, καρό τραγιάσκα.
Είδα ένα πρόσωπο, γυναικείο. Όμορφο, ναι αλλά όχι με την έννοια του προκλητικού. Με μεγάλα μάτια, με μαύρα ίσια μαλλιά που έπεφταν πάνω σ’ έναν εύθραυστο λαιμό. Μου ήρθε μια λέξη. Αλαβάστρινο θα τον έλεγαν παλιά αλλά αυτές οι εποχές έχουν περάσει και η αίγλη τους έχει χαθεί. Υπολόγισα τα χρόνια της. Είκοσι πέντε, είκοσι οκτώ, σίγουρα κάτω από τριάντα. Μόλις που είχε καταφέρει να ανέβει. Της αναλογούσαν ελάχιστα εκατοστά από εκείνο το κοινόχρηστο δάπεδο που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω στις ράγες. Δίπλα στην πόρτα, πλάι στο τζάμι, μπροστά στο επερχόμενο κενό για το οποίο προειδοποιούσε το αυτοκόλλητο με τη σήμανση στο λάθος βήμα. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο χαμηλά, δεμένο σ’ ένα και μοναδικό σημείο. Καμία παρέκκλιση, καμία ατασθαλία, μόνον εκεί. Σαν προέκταση της σκέψης. Αυτής που μερικές φορές πετάγεται έξω απ’ το μυαλό και σακατεύει τον απέναντι. Απότομα, αδυσώπητα, δίχως έλεος.
Μας χώριζε μια ανάσα με όσα όρθια κορμιά χωρούσε. Άκουσα το τηλέφωνό της να χτυπάει. Η κίνηση που έκανε να το βγάλει απ’ την τσάντα μ’ έφερε απέναντι στο δεξί της μάγουλο. Αισθάνθηκα ένα σφίξιμο. Όλα είχαν αλλάξει. Όλα είχαν χαθεί για μερικά μέτρα γύρω μου. Έμενε μόνο η ατέλεια, η χαρακιά ακριβώς εκεί που ζωγραφίζονται τα χαμόγελα, η ανεξίτηλη μνήμη. Μια αχρείαστη γραμμή στο καθαρό της δέρμα. Γεμάτη φόβο, δάκρυ, οργή και θλίψη. Μπορεί να μην είναι αυτό που νομίζεις, είπα στον εαυτό μου. Μπορεί να κάνεις λάθος. Ένα ατύχημα, μια επιπλοκή από κάποια μικροεπέμβαση, ίσως θα μπορούσαν να δείχνουν έτσι. Το πάλεψα. Με εγωισμό και αυθάδεια έψαξα το άλλοθι. Εκείνο που θα βοηθούσε εμένα να νιώσω καλύτερα. Να απαλλαγώ απ’ την ιδέα πως υπήρχε κάποιος, ίσως ένας άλλος άνδρας, που της είχε κάνει αυτό το πράγμα. Ήταν μάταιο. Δε γίνεται να παρακάμψεις ένα πτυχίο ιατρικής και κάμποσα χρόνια εξειδίκευσης μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα.
Έμεινα να την κοιτάζω. Οι ματιές μας συναντήθηκαν. Δεν κατάφερα να αποστρέψω τη δική μου. Δε μου έκανε τη χάρη να με απαλλάξει απ’ τη δική της. Έτσι απλά πέταξε πάνω μου όλες τις ενοχές, όλη την αδικία που είχε ζήσει. Ήσυχα, βουβά, χωρίς εξηγήσεις. Λες και της χρωστούσα. Εγώ και όλοι οι άλλοι μαζί εκεί μέσα. Σ’ εκείνο το βαγόνι, ανάμεσα σε δυο στάσεις. Στο μετρό που είχα χρόνια να μπω. Που δεν έχει ασφάλεια ούτε ιδιωτικότητα. Όπως η ζωή…
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια