Με αργούς ρυθμούς ο ήλιος παρέδιδε την σκυτάλη στην ψυχρή νύχτα. Δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά που ο μικρός Δημήτρης είχε βγει απ’ το σπίτι κρυφά, ύστερα από έναν καβγά με τον πατέρα του. Κατευθυνόταν προς το αγαπημένο του ησυχαστήριο.
Η διαδρομή γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. Τα φύλλα από τις καρυδιές και τα πλατάνια εξέδιδαν μία από τις πιο πρωτόγονες και οικίες στον άνθρωπο μυρωδιές. Απ’ αυτές που είναι γραμμένες στα κύτταρα κάθε έμβιου όντος σ’ αυτό τον κόσμο. Το μονοπάτι ήταν δύσβατο, το δάσος πυκνό, και μόνο εκείνος ήξερε ακριβώς τι βρισκόταν πίσω από κάθε συστάδα, κάτω από κάθε πέτρα.
Σταμάτησε μπροστά από ένα μεγάλο δέντρο, έσκυψε, και μπήκε μέσα. Ήταν μια κουφάλα μεγάλη για ένα παιδί, στενόχωρη για έναν ενήλικα. Στα τοιχώματα υπήρχαν πρόχειρα κρεμασμένα καδράκια. Ήταν όλα γκραβούρες. Αν θυμάμαι καλά, η αγαπημένη του ήταν απ’ τη Γαλλική επανάσταση.
Απεικόνιζε έναν νέο στρατιώτη με σμιλευμένα κι αυστηρά χαρακτηριστικά. Στο ένα του χέρι κρατούσε όπλο και στο άλλο είχε αγκαλιά ένα τραυματισμένο παιδί που κι εκείνο με την σειρά του κράδαινε με αυταπάρνηση την Γαλλική σημαία. Αριστερά τους φλεγόταν ένα κτίσμα, δεξιά τους άνθρωποι ζητωκραύγαζαν, μα εκείνοι ακίνητοι, εκπλήρωναν το σκοπό της ύπαρξής τους.
Η κουφάλα είχε έναν θόλο περίτεχνα σκαλιστό απ’ τους τερμίτες και τον χρόνο. Σε μία γωνιά υπήρχε ένα άνοιγμα όσο μια παιδική παλάμη. Εκεί στάθηκε ο Δημήτρης και κοίταξε. Ήταν το τηλεσκόπιό του. Από εκεί μπορούσε να δει ένα χωριό αμφιθεατρικά χτισμένο με θέα το μεγαλοπρεπές Πάπιγκο. Στο έδαφος είχε ρίξει μία παλιά κουβέρτα πλεγμένη στον αργαλειό, κλεμμένη από το σπίτι της γιαγιάς του, της Κατερίνας. Παντού υπήρχαν βιβλία σε ντάνες. Πήρε στα χέρια του ένα που ήταν ξέχωρο απ’ όλα τ’ άλλα το άνοιξε και χάθηκε ανάμεσα στις σελίδες.
Είχε αρχίσει να ανησυχεί ο Μαργαρίτης. Είχαν μαλώσει κι άλλη φορά με τον γιό του και το είχε σκάσει όπως και τώρα αλλά ποτέ δεν είχε αργήσει τόσο πολύ. Η φωτιά κόντευε να σβήσει. Εκείνος άνοιξε την θεόρατη πόρτα του σπιτιού και βγήκε να πάρει ξύλα απ’ την αυλή. Στωικά ζωντάνεψε και πάλι την φωτιά για να κρατήσει ζεστό τον χώρο για την οικογένειά του. Έβαλε ακόμα ένα νεροπότηρο τσίπουρο κι άρχισε να επεξεργάζεται την σχέση που είχε με τον Δημήτρη.
Σπάνια τον καταλάβαινε, ιδιαίτερο παιδί. Ατίθασο, μα και γλυκό. Αλλά να του πει πως θέλει να φύγει απ’ το χωριό για να σπουδάσει; Απαράδεκτο. Και τα ζώα, τα χωράφια ποιος θα τα φρόντιζε, η μικρή Μάτω; Αν είναι δυνατόν.
Άρχισαν τα μάτια του να ενοχλούνται από το φως της ημέρας, είχε παγώσει, μα είχε κοιμηθεί χωρίς έγνοιες μέσα σε μία όμορφη ιστορία ανάμεσα απ’ τις σελίδες του νέου του βιβλίου. Τεντώθηκε γουργουρίζοντας ολόκληρος από την πείνα. Ωχ, είπε, θα με κρεμάσει ο πατέρας μου. Σηκώθηκε γρήγορα χώνοντας το βιβλίο στο πίσω μέρος του παντελονιού του, κι άρχισε να κατηφορίζει το βουνό ανάμεσα στην πρωινή πάχνη. Τη σιχαινόταν. Του τρυπούσε τα κόκαλα. Γενικά σιχαινόταν το πρωινό ξύπνημα. Ευτυχώς σήμερα Καθαρά Δευτέρα, αναφώνησε.
Τα μικρά ποδαράκια του, σερνόντουσαν με προσπάθεια στο χώμα. Το ίδιο του το σώμα αρνιόταν να γυρίσει πίσω στο σπίτι του και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών του. Μέχρι που χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού του. Μέτρησε μέχρι το τρία και την άνοιξε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε.
Όλα ήταν όπως τ’ άφησε, στην θέση τους. Εκτός απ’ τον πατέρα του. Εκείνος βρισκόταν κατάχαμα δίπλα στην θράκα που ακόμα κρατούσε το τζάκι, με τα χέρια του να αγκαλιάζουν την μυτερή κοιλιά του και τα πόδια του μαζεμένα ανακούρκουδα. Δίπλα του υπήρχε ένα σπασμένο νεροπότηρο.
Κοντοστάθηκε μέχρι να σιγουρευτεί πως εκείνος κοιμόταν βαριά και επεξεργάστηκε τον χώρο γύρω του. Το σπίτι ήταν πέτρινο, στους τοίχους ήταν στερεωμένα σκουριασμένα καρφιά, κι απ’ αυτά κρεμόντουσαν χάλκινα καζάνια και ταψιά. Στην αριστερή γωνία μπροστά απ’ το τζάκι βρισκόταν η τραπεζαρία τους. Ξύλινη, φτιαγμένη πολλά χρόνια πριν γεννηθούν οι γονείς του.
Μεμιάς τράβηξε για το δωμάτιο της μητέρας του. Ήταν σκεπασμένη μέχρι το λαιμό με δύο κουβέρτες. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο και οι ανάσες της βαθιές και αθόρυβες. Στην αγκαλιά της βρισκόταν ένα κοριτσάκι. Χωρίς να χρειαστεί να ακούσει τη φωνή της αγαλλίασε μέσα του. Σχεδόν σταμάτησε να ανησυχεί για τα προβλήματα με τον πατέρα του.
Το μόνο ευχαριστώ που θα μπορούσε έμπρακτα να εκφράσει ήταν ένα φιλί στο μέτωπό της. Έσκυψε, και σχεδόν βουρκωμένος τη φίλησε.
«Καλημέρα αγοράκι μου αποκρίθηκε εκείνη.»
«Καλημέρα μαμά.»
«Που ήσουν χθες, έκανες πάλι τον μικρό αντάρτη;»
«Αν δεν συνετίσεις τον άγριο που έχει πέσει σε χειμερία νάρκη δίπλα απ’ το τζάκι, θα γίνω όντως αντάρτης και θα φύγω.»
«Έλα, έλα ηρέμησε», του είπε. Ο τόνος και η γλύκα της φωνής της μπορούσαν να δαμάσουν καθετί μη πολιτισμένο κι εξευγενισμένο.
Οξύμωρο. Καθώς η κυρία Ελένη ήταν απλός κι αμόρφωτος άνθρωπος. Αλλά η σχέση με τον πατέρα των παιδιών της την είχε βοηθήσει να καταλάβει πως η ηρεμία και η λογική είναι ικανή να υπερνικήσει κάθε εμπόδιο.
«Βάλε την καραβάνα να ζεστάνει νερό στην πυροστιά, πλύσου και θα μιλήσω στον πατέρα σου», είπε στον μονάκριβό της γιό.
Όπως κι έκανε. Με νωχελικές κινήσεις άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και κατευθύνθηκε προς το ποτάμι του χωριού. Τα νερά ήταν φουσκωμένα, είχαν αρχίσει να λιώνουν οι πάγοι. Πήρε ένα μικρό κομμάτι ξύλο που έμοιαζε με μικρογραφία σχεδίας και σκάλισε απάνω του μία φράση στα λατινικά -carpe diem-. Απ’ όταν έμαθε στο σχολείο τη σημασία της δεν μπορούσε να την ξεχάσει. Τον προβλημάτιζε. Άραγε ο ίδιος ζούσε την κάθε μέρα ή απλά περίμενε την επόμενη; Το άφησε στο νερό κι εκείνο πήρε το δρόμο για την πόλη. Έπλυνε το πρόσωπό του, ξετσίμπλιασε τα χαρακτηριστικά μικρά του μάτια και πήρε τον δρόμο για το σπίτι αγκαλιά με την γεμάτη νερό καραβάνα.
Η μητέρα του είχε σηκωθεί αφήνοντας την μικρή να κοιμηθεί λίγο ακόμα. Μάζεψε το σπασμένο ποτήρι και κλώτσησε απαλά τον άντρα της. Εκείνος τέντωσε τα κοντά του πόδια κι άνοιξε εκνευρισμένος τα καφετί του μάτια. Ήταν μετρίου αναστήματος αλλά γεροδεμένος, τα μούσια του ήταν άγρια και μακριά και για μαλλιά ούτε λόγος.
«Έτσι ξυπνάς και τα παιδιά σου;» είπε.
«Τα παιδιά μας ξυπνούν νωρίτερα από εσένα.»
«Κατάλαβα, άρχισες. Σηκώνομαι.»
Τεντώθηκε ρίχνοντας μια αναγνωριστική ματιά στο χώρο. Όλα φαινόντουσαν να είναι στην θέση τους. Ο μικρός είχε έρθει άραγε;
«Να φανταστώ ο μικρός έχει γυρίσει» φώναξε με επικριτικό ύφος.
«Καλά φαντάζεσαι, αλλά μία μοναχά φορά θα σου το πω. Θα φύγει να σπουδάσει, κι αν τον εμποδίσεις θα φύγω κι εγώ μαζί του».
Ρίγησε. Την αγαπούσε κι ας μην το είχε δείξει ποτέ. Δεν μίλησε αμέσως, είχε πολύ καιρό να σκεφτεί πριν μιλήσει και η αλήθεια είναι πως το γεγονός αυτό το έκανε πιο δύσκολο να βρει μια ικανοποιητική απάντηση.
«Την σιγή σου θα την ερμηνεύσω ως κατάφαση.»
«Να κάνετε ότι θέλετε, αφήστε με να πεθάνω στην δουλειά» είπε και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Την άνοιξε και την έκλεισε ήρεμα. Δεν είχε νευριάσει. Είχε φοβηθεί. Ήταν το πρώτο βήμα της μητέρας -για την εκπλήρωση των ονείρων που είχε για τον μικρό Δημήτρη- μα όχι το τελευταίο.
Περπατούσε αμέριμνος προς το σπίτι και με την άκρη της ματιάς του διέκρινε την σιλουέτα του πατέρα του να έρχεται κατά πάνω του. Για μία στιγμή σκέφτηκε να του πετάξει την καραβάνα στο κεφάλι κι έπειτα να τρέξει προς τη γνώριμη κρυψώνα. Αλλά τα λόγια της μητέρας του τον κράτησαν στην προκαθορισμένη πορεία.
«Που ήσουν;» είπε ο πατέρας με βαριά φωνή.
«Με έστειλε η μάνα μου να φέρω νερό.»
«Κι εμένα με έστειλε στον αγύριστο» σιγοψιθύρισε. «Τέλος πάντων, πήγαινε.»
Κατηφόρισε και πήγε να πλυθεί κι ο ίδιος στο ποτάμι. Έβγαλε την πλεκτή μπλούζα που φορούσε και την κρέμασε σ’ ένα κλαδί μιας πανύψηλης φλαμουριάς. Πέταξε άτσαλα νερό στο πρόσωπο και στις μασχάλες του κι έμεινε για λίγο ακίνητος στο κρύο κοιτάζοντας τον ορίζοντα. Έβαλε την μπλούζα και πήρε το δρόμο για τον στάβλο.
Ο μικρός, εμφανώς ευχαριστημένος από τα συμφραζόμενα της σύντομης συζήτησης που είχε με τον πατέρα του, μεγάλωσε τις δρασκελιές, τεντώθηκε σαν πασχαλινή λαμπάδα κι όρμησε προς το σπίτι. Έβαλε ένα κούτσουρο στο τζάκι και κρέμασε πάνω στην φωτιά την καραβάνα. Πήρε ένα γενναίο κομμάτι ψωμί μαζί με λίγο τυρί, κι άρχισε με μεγάλες δαγκωνιές να γεύεται την πρώτη μορφή ελευθερίας ανάμεσα στην οικογένειά του.
«Στον αγύριστο!» αναφώνησε τόσο δυνατά ώστε να το ακούσει ο ίδιος, μα και τόσο σιγά ώστε να μην το ακούσει κανείς άλλος. Όχι από φόβο αλλά από ταπεινότητα. Πλέον ήξερε.
γράφει ο Μαργαρίτης Μπαρτζόπουλος
Μια πιθανόν υπαρκτή ιστορία, δοσμένη με έναν μαγικό τρόπο… Ας γίνει το όνειρο του πιτσιρικά πραγματικότητα ή ας έγινε…
Πάρα πολύ καλό!!!! συγχαρητήρια Μαργαρίτη!! Ο τρόπος αφήγησης αυτής της μικρής ιστορίας και η λεπτομερής περιγραφή των προσώπων και των καταστάσεων οδηγούν τον αναγνώστη να νομίζει ότι και ο ίδιος είναι μέλος αυτής της οικογένειας.Επίσης φοβερό το νόημα αυτής της ιστορίας. Μια ιστορία που πιστευω ότι, σε πολλές περιπτώσεις, αποτελεί μια καθημερινή πραγματικότητα. Και πάλι συγχαρητήρια!!! follow your dream!!!!!!!
Σ’ευχαριστώ πολύ Γιάννη!!
Πολλά συγχαρητήρια!!! εξαιρετικό….
Με αριστοτεχνικό τρόπο καταφέρνει να ζωντανέψει ο συγκραφέας την ιστορία του και να δημιουργήσει με το τρόπο γραφής του, έντονες εικόνες στο μυαλό του αναγνώστη. Με αποτέλεσμα να κάνει και το κείμενο πολύ ευχάριστο αλλά και πολύ εύκολα να τον μεταφέρει στο χώρο και το χρόνο της ιστορίας!
πολυ δυνατη ιστορια
Μαργαρίτη, κάτι μου λέει ότι η ιστορία δεν τελειώνει εδώ… Ελπίζω και εύχομαι να τη συνεχίσεις. Πολλά συγχαρητήρια!