Άφιλτρο τσιγάρο

Δημοσίευση: 30.07.2024

Ετικέτες

Κατηγορία

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ

Κοίτα.. 

Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!. 

Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα. 

Ολόκληρη. 

Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα. Σαν παιδί ενός ξανθομπάμπουρα σουηδού και μιας τσιγγάνας απ’ την Θήβα.

Γήτισσα ματιά. Πράσινη. 

Σαν τα νερά στην Κάρπαθο. Ιούλιο. Καταμεσήμερο. 

Αλλά ήταν νύχτα και μπροστά μας ήταν απλωμένη η Θεσσαλονίκη σαν να ξάπλωνε στον καναπέ της. Σαν στραβωμένο κουτάλι. Με τον πισινό της τουρλωμένο προς τα φώτα της Τούμπας. Προκλητική. 

Ερεθιστικά προκλητική. Και μπροστά της, αναμμένα κεράκια σε μια τούρτα, τα αραγμένα πλοία μέσα στον κόλπο της. Έτοιμη να τα φυσήξει. Νεότατη. Δυο χιλιάδων χρονών και βάλε κι ακόμα φυσάει κεράκια. Χαλάλι της.

Κοίτα…, έλεγα και χάιδευα την γάμπα σου, που την είχες αφήσει πάνω μου και είχες γύρει με την πλάτη στη απέναντι πόρτα του αυτοκινήτου. Κοίτα… θα ήθελα να ήμασταν στην αμμουδιά. 

Να σου έλεγα ποιηματάκια που η νύχτα σκάρφιζε στο μυαλό μου. Στιχάκια τυχαία, ρίμες. 

Να χαμογελάς.

«Εξ’ ειν’ η ώρα το πρωί

Μπροστά απ’ το λιμάνι.»

Χμμ… λίγη σκέψη και συνέχεια.

«Καράβια φεύγουν κι έρχονται

Στο βάθος φέγγ’ η Μάνη.»

Να πνίγεσαι απ’ τα γέλια ρωτώντας τι σχέση έχει η Μάνη και που πάνε τα καράβια όταν φεύγουν και δεν βλέπεις κανένα λιμάνι τριγύρω στην ερημιά. 

Να περιμένεις την αιτιολογία μου σε όλα τα ερωτήματά σου, ενώ εγώ ετοίμαζα την «αγόρευσή μου», πηδώντας σε ένα βραχάκι και ανοίγοντας τα χέρια προς το ευγενές «ακροατήριο».

«Και η μικρή ανατολή,

Χρυσή, γεμάτη κι αψηλή,»

….ναι οκ μισό, συνεχίζω. Μην γελάς ρε παιδί μου! Άνθρωπος είμαι, χάνω τον ειρμό μου.

Δείξε έλεος στον ποιητή!. 

Εσύ να πιάνεις το κεφάλι σου με τα δυο χέρια περιμένοντας μια συνταρακτική συνέχεια

«Βγαίνει και σκάει ένα φιλί…»

Και γω να δείχνω τ΄ αστέρια αντλώντας κάπως μια «θεία» έμπνευση.

Χμμ… Μάνη, χοάνη, χάνι… του Σκορδά το χάνι.

Λοιπόν, το ‘χω…

«Στου κόσμου την χοάνη.»

«…και στου Σκορδά το χάνι»

Και να έχεις δάκρυα στα μάτια, απ’ τα γέλια, να πνίγεσαι απ’ τα γέλια, ρωτώντας με αναφιλητά που είναι του Σκορδά το χάνι;;. Να έχεις πέσει στην άμμο μαζεύοντας τα μαλλιά σου πρόχειρα και σκουπίζοντας τα σάλια και τα δάκρυα και ’γω τον χαβά μου πάνω στο βραχάκι…

«κι αυτά ειπών ο ποιητής

…. άρχισε να τα χάνει

Καθότι εξημέρωνε, 

μες του Σκορδά το χάνι!.» 

Και δεν ήξερα ακριβώς την τοποθεσία από το χάνι του Σκορδά. Διότι αυτή ήταν η μεγάλη σου απορία. Κάπου θα ήταν για να το λένε. Το είχε πει ο ξάδερφος ο μητσούλης λίγο πριν φύγει το 73 για την Κύπρο στην μάνα του σ ένα τηλεφώνημα… « άντε και καλή αντάμωση στου Σκορδά το χάνι.» 

Ξέρω αυτές οι περατζάδες στον χρόνο σε ζάλιζαν. Από το σήμερα είχα πάει στο 73 και επέστρεψα λες κι ήταν χθες. Γιατί γελάς; Δεν ήταν χθες; Εντάξει… δεν ήταν χθες.! 

Αλλά εγώ τα θυμάμαι σαν χθες. 

Έμεινε μέσα μου ο φόβος που έβγαζε η φωνή του, που θα τον έστελναν φαντάρο στη Κύπρο κι ας κορόιδευε με το χάνι του Σκορδά. 

Να μην τρομάξει η μάνα του. Να το πιστέψει κι αυτός. 

Ο ξάδερφος ο μητσούλης εκείνον τον ζεστό Ιούλιο, δίπλα, στη Λευκωσία, είχε μείνει μέσα στα στάχια, έξω απ’ το στρατόπεδο, δυο μέρες και δυο νύχτες με το αυτόματο στο χέρι και έτοιμες γεμιστήρες, τρυπωμένος σαν τον ασβό στη φωλιά του, με μάτια κι αυτιά τεντωμένα. Και να πέφτουν βόμβες και σφαίρες ουρλιάζοντας. Και δάγκωνε την λάμα του μαχαιριού του δυνατά να μην αρχίσει να ουρλιάζει κι αυτός. 

Και τον ερώτησα -χρόνια μετα- τι να ήθελες πιο πολύ εκείνη την ώρα άραγε, τι να λαχτάραγε η ψυχή σου εκείνη την μαύρη ώρα; Και γέλασε κι έβηξε ανάβοντας το τσιγάρο του. « ένα κομμάτι μαύρο ζυμωτό ψωμί και μια κούπα κρασί ρε ξάδερφε!. κόκκινο σαν αίμα.»

Καλά, καλά, δεν το σοβαρεύω. Επιστρέφω στ’ όνειρο. Στο τώρα.

Να κάνει ζέστη και να είναι νύχτα. Να είναι πάνω μας όλα τα αστέρια του σύμπαντος σαν κεράκια που τα σβήνει μόνο η πρώτη αχτίνα του ήλιου…

Να ακούμε το κάθε μικρό κύμα να σβήνει στην άκρη της άμμου και να χαϊδεύω την γάμπα σου όπως και τώρα. Και να είναι Ιούλιος.

Και να σε ρωτάω ξανά αν θες να σου «πλέξω» ένα ποιηματάκι.

Ένα πιο «ποιοτικό». Χωρίς πολέμους, Ένα ειρηνικό ποιηματάκι.

Και να χαμογελάς σαν την γοργόνα στο λιμάνι της Κοπεγχάγης, γνέφοντας ναι, σκασμένη στο γέλιο,

«…Βγαίνει και σκάει ένα φιλί

Στα μέτωπα των ξυπνητών

Στα όνειρα των κοιμηστών

Και μέσ’ την πλάση όλη.»

 

Να νιώθω την καμπύλη πίσω απ’ το γόνατό σου.

Να μετράω τις μικρές – απειροελάχιστα μικρές- τριχούλες στην αρχή του μηρού σου.

Χαμογελούσες μέσα στο σκοτάδι και φάνηκε μια σειρά από άσπρα μικρά δόντια. Από αλάβαστρο τα έβλεπα να είναι.

Το στόμα χαμογελούσε και τα μάτια είχαν καρφωθεί πάνω μου με ύφος σοβαρό και επίμονο. Σαν προβολείς πράσινοι. Σε μια συναυλία. Άηχοι προβολείς. 

Είχαν τελειώσει τα στιχάκια. Αρχίζαν τα σοβαρά. 

Σιωπή.

Το χέρι σου πεσμένο στο κάθισμα έψαχνε το πακέτο με τα τσιγάρα σου. Αργές κινήσεις αλλά επίμονες. Να μην διακόψεις την διαδρομή της παλάμη μου. Γάμπα, γόνατό, μηρούς.

Κοίτα… έλεγα.

Σε ονειρεύτηκα εχθές σε μια αμμουδιά. Με εκείνο το ανάλαφρο ύφασμα πάνω σου λες και ήταν μόνο ένα φουλάρι. Νομίζω είχε μικρά κόκκινα σημάδια. Σαν πληγές που δεν πονούν. Και συ έτρεχες μια μακριά μου μια κοντά μου. Σαν την Άρτεμις έτρεχες. Χωρίς τόξο. Εξάλλου τι να το κάνεις το τόξο σου;;!. 

Με είχες ήδη καρφωμένο.

Προσπαθούσες να βγάλεις το τσιγάρο απ’ το χάρτινο πακέτο. 

Να βρεις τον αναπτήρα. 

Ολ’ αυτά με ένα χέρι, σαν τον ζογκλέρ. 

Είπες «…δεν μ αρέσουν οι ιστορίες από πολέμους»

Φάνηκαν πάλι τα μικρά λευκά δόντια σου με ένα κόκκινο στίγμα ανάμεσα, απ’ την καύτρα του τσιγάρου σου. Φώτισε για μια στιγμή το σκοτάδι. Φωτοβολίδα!. 

Τροχιοδεικτικό. 

Σαν να έπεσε ένα αστέρι, μια νύχτα τον Ιούλιο, στα Κοκκινοχώρια.. Πάνω στις σειρές απ’ τ’ αντίσκηνα των κατατρεγμένων και των νηστικών.

Η ματιά σου είχε κάτι άγριο πια. Με διαπέρασε ανάμεσα στον καπνό σου. Έβαλες το χέρι σου πάνω στο δικό μου.

Ήταν μια παλάμη ιδρωμένη.

Οδηγούσες το χέρι μου πάνω στο μεταξένιο δέρμα σου. Σαν να κρατάει κάποιος ένα ποντίκι μπροστά στην οθόνη και με κάθε κλικ να ανοίγεις νέες σελίδες. Νέες χώρες. Ανεξερεύνητες περιοχές. Από το τρίγωνο των βερμούδων μέχρι τις οροσειρές των Άλπεων και τις στέπες της Κίνας. Από την βροχερή Ινδία μέχρι τα ηφαίστεια του Ειρηνικού και τους θερμούς πίδακες της Ισλανδίας. 

Σαν να είσαι πρηνηδόν, ακίνητος, ιδρωμένος, θυμωμένος, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Από την Λευκωσία μέχρι το κάστρο του Άγιου Ιλαρίωνα και ένα Σάββατο πρωί, στο πέντε μίλι.

Και ήταν κι ένα στόμα εκεί να κρατάει με τα μικρά άσπρα δόντια του ένα μισοκαμένο τσιγάρο, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με βαρύ, πικρό καπνό.

Σηκώθηκες με αργή κίνηση. Άπλωσες το γυμνό σου χέρι έξω απ’ το παράθυρο. Άνοιξες τα δάχτυλα κι άφησες την γόπα να πέσει κάτω. Κοίταξες τα φώτα της πόλης χαμηλά. Τα ρολόγια είχαν σταματήσει περιμένοντας την επόμενή σου κίνηση. Ο χρόνος ξεχάστηκε. Η πόλη κοιμόταν.

«…να μην μου ξαναπείς ιστορίες με πολέμους. Δεν μ’ αρέσουν. Ακούς;»

Γύρισες αργά προς το μέρος μου κι ανέβηκες επάνω μου. Μου έκλεινες τα μάτια με τις παλάμες. Ένιωσα τα χείλη σου να πλησιάζουν τα δικά μου. Το βάρος σου με βάραινε. Η ανάσα σου μύριζε κραγιόν και καπνό. Ένα υπέροχο φιλί ανακάτωνε τους τόπους και τους χρόνους μέσα μας.

Αναζήτησα να δω τα μάτια σου. Ήταν σαν να είχαν πέσει μέσα σε ολοκάθαρη λίμνη.

Λίμνη με όλα τα αστέρια μέσα της. Και εκεί στη μέση, έλαμπαν υγρά, ξαφνιασμένα, τα δυο σου μάτια. Έκλαιγες αθόρυβα. 

Πήρα μια ανάσα και την κράτησα μέχρι να μαζέψω τις λέξεις, να τις βάλω στη σειρά, να βγουν απ’ το στόμα μου σαν ερώτηση.

Κατάλαβες την ερώτηση χωρίς ποτε να την ακούσεις.

Μου ψιθύρισες την απάντηση σαν να είχες ήδη απαντήσει μια φορά και γω, να μην είχα ακούσει, τονίζοντας κάθε λέξη, σαν να ήταν μόνη της.

«…δεν είναι τίποτα, ο καπνός απ’ τα άφιλτρα με ενόχλησε γαμώτο, με ενόχλησε λιγάκι.»

«…Θα μου γράφεις ποιήματα;, αν κάποια μέρα…»

Κόμπιαζε η φωνή σου βαθιά μέσα στον λαιμό σου.

Αν, κάποτε…

Αν χωρίσουμε;

Αν γίνει πόλεμος;

Αν κάνουμε παιδιά;

Ξημέρωνε η βουή της πόλης, σαν ένα τρένο που έρχεται αργόσυρτα από μακριά.

Βαρύ. Θυμωμένο.

Και ’μεις δεμένοι χειροπόδαρα στις ράγες του.

 

 

_

γράφει ο Φώτης Λούκας

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 21 – 22 Σεπτεμβρίου 2024

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 21 – 22 Σεπτεμβρίου 2024

Real News https://youtu.be/54mxkU8Q23AΚαθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να...

Υπόγεια ρεύματα

Υπόγεια ρεύματα

Εμφύλιος πόλεμος και στα δύσβατα και απαράκλητα βουνά που πολεμούσαν οι φαντάροι, συνήθιζε τα δύο στρατόπεδα να τα χωρίζει ένας πλατύς ποταμός. Ο ποταμός αυτός δεν είχε όνομα γιατί κάθε φορά που μετακινούνταν τα πεδία των μαχών, ο ποταμός ακολουθούσε την ίδια πορεία,...

Η αφιέρωση

Η αφιέρωση

ΤΟΝ ΕΙΔΕ ή δεν τον είδε; Ιδού η απορία, η οποία δυστυχώς δεν θα λυθεί σε κάποιο άδηλο σαιξπηρικό μέλλον, αλλά σήμερα το βράδυ όταν επιστρέψει στο σπίτι του. Η γυναίκα του ήταν που γύρισε το κεφάλι μέσα από το Καγιέν, το οποίο έστριβε αργά από την Ακαδημίας προς την...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Η αφιέρωση

Η αφιέρωση

ΤΟΝ ΕΙΔΕ ή δεν τον είδε; Ιδού η απορία, η οποία δυστυχώς δεν θα λυθεί σε κάποιο άδηλο σαιξπηρικό μέλλον, αλλά σήμερα το βράδυ όταν επιστρέψει στο σπίτι του. Η γυναίκα του ήταν που γύρισε το κεφάλι μέσα από το Καγιέν, το οποίο έστριβε αργά από την Ακαδημίας προς την...

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

Το καλώδιο που έμεινε έρημο και η αλλαγή που δε θα ‘ρθει

Το καλώδιο που έμεινε έρημο και η αλλαγή που δε θα ‘ρθει

Ζω στη μεγάλη γκρίζα πόλη, δεν έχει σημασία το όνομά της. Εξάλλου όλες οι πόλεις, όσο μεγάλες και αν είναι, αποπνέουν το ίδιο κλίμα καφκικού εγκλεισμού: στενοί δρόμοι, στενά σπίτια, αδιέξοδα φυσικά και αφηρημένα, άνθρωποι που μιλούν με αινίγματα, ατμόσφαιρα επικίνδυνα...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου