Σε χίλια χρόνια από τώρα και σε μία εποχή την οποία δεν μπορούμε να οραματιστούμε λεπτομερώς, έχοντας στα χέρια μας μόνο την φαντασία μας και τους μύθους χαμένων πολιτισμών, οι άνθρωποι θα ζουν σε ένα Σώμα. Τούτο το Σώμα δεν θα είναι ορατό με τα μάτια, ούτε θα μπορεί κάποιος να το αγγίξει με τα χέρια του, θα περικλείει όμως μέσα του όλο το σύμπαν.
Για να γνωρίσουμε καλύτερα την σχέση των ανθρώπων με το Σώμα του Δημιουργού, θα πρέπει πρώτα να θυμηθούμε πως κάθε σώμα για να υπάρχει χρειάζεται ένα τόπο. Ένα ναό. Μία κατασκευή που δεν είναι ανθρώπινη, ούτε μπορεί κάποιος άνθρωπος να αποκτήσει γνώση ώστε να την κατασκευάσει. Πολλοί προσπάθησαν να χτίσουν κάτι που να μοιάζει με αυτό τον Ναό, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να απομακρύνουν τον άνθρωπο από τον Δημιουργό του.
Όπως ένα παιδί γεννάται από και αγαπά την μητέρα του, δίχως ποτέ να αμφισβητήσει την δύναμη της, την παρουσία της και την επιρροή της στον κόσμο, έτσι και εμείς, οι άνθρωποι που ζούμε, που έχουμε ζήσει και που θα ζήσουμε, είμαστε παιδιά αυτού του Ναού και αυτός ο Ναός είναι ένα δέντρο. Μάλιστα, δεν είναι ένα οποιαδήποτε δέντρο αλλά το πρώτο δέντρο, εκ του οποίου όλα τα δέντρα δημιουργήθηκαν και πάνω στα κλαδιά του κρατιέται ζωντανό το σύμπαν.
Το όνομα του Ναού είναι Ευάνθη. Με κορμό που κανείς δεν γνωρίζει πόσο μεγάλος είναι, φτάνει μέχρι κάτω, πιο κάτω ακόμη και από τον Άδη, στην απέραντη και άχραντη Άβυσσο, την θάλασσα του χάους, που στηρίζει όλους τους κόσμους, τον ορατό και τον αόρατο καθώς και όλα τα όντα, αυτά που γνωρίζουμε και αυτά που δεν τολμούμε ούτε να σκεφτούμε.
Κοντά στην Άβυσσο και γύρω από τον κορμό της Ευάνθης είναι δημιουργημένος ο πρώτος κόσμος, ο τόπος όπου ζούνε όντα φοβερά, τα Τέρατα και οι Κολοσσοί, με μέγεθος κυκλώπειο, όπου ένας άνθρωπος μπροστά τους μοιάζει ασήμαντος και αδιάφορος. Μεταξύ τους μένετε πόλεμος αιώνιος και ασίγαστος και όλοι οι σεισμοί, οι τυφώνες, οι ηφαιστειακές εκρήξεις και οι καταστροφές που ξεφεύγουν των ευθυνών μας οφείλονται σε αυτόν τον πόλεμο.
Μία από τις ιστορίες για το τέλος του κόσμου μας βασίζεται σε αυτόν τον πόλεμο. Λένε πως αν κερδίσουν τα Τέρατα, αυτά θα βουτήξουν πάλι μέσα στην Άβυσσο και θα επιστρέψουν στο σώμα που τους γέννησε. Τότε ένα θαλάσσιο Τέρας, πολλές φορές μεγαλύτερο από όλα τα Τέρατα μαζί, θα πηδήξει έξω από την θάλασσα του χάους και θα καταπιεί την Ευάνθη και μαζί της, όλους τους κόσμους και τον κόσμο μας. Το όνομα του Τέρατος, Μένος.
Αν κερδίσουν οι Κολοσσοί, μιας και είναι παιδιά του Ουρανού, θα αρχίσουν να σκαρφαλώνουν προς τα επάνω και κάθε κόσμο που συναντούν θα τον σκλαβώνουν, μέχρι να φτάσουν στον δικό μας κόσμο, που είναι ο έκτος και ο τελευταίος κόσμος πριν τον Ουρανό. Αφού μας σκλαβώσουν και εγκαθιδρύσουν την βασιλεία τους, θα βάλουν του ανθρώπους να τους χτίσουν πύργο γιγαντιαίο. Με τα θεμέλια του να ξεκινούν από τον δικό μας κόσμο, θα φτάσει μέχρι τον Ουρανό και την μέρα όπου θα μπει και το τελευταίο τούβλο, οι Κολοσσοί θα τον σκαρφαλώσουν, θα σκοτώσουν τον Ουρανό και αιώνιο σκοτάδι θα καλύψει τον κόσμο.
Εκτός όμως από τρομακτικές ιστορίες για το τέλος μας, υπάρχει και άλλη μία ιστορία, η πιο εξαίσια ιστορία που έχει ειπωθεί ποτέ, όπου ακόμη και οι πιο διάσημοι αοιδοί νιώθουν δέος απέναντι της. Είναι η ιστορία που θέλω να σας πω. Η ιστορία του Υιού του Ουρανού και της Ευάνθης. Ας ξεκινήσουμε από την Αρχή.
Πριν ακόμη ξεκινήσει ο χρόνος, σε μία εποχή όπου ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να φανταστεί, υπήρχε μόνο Ο Σκότος. Άμορφος και αιώνιος, δίχως όρια, έκοψε τον εαυτό Του στην μέση και δημιουργήθηκαν ο Ουρανός και η Άβυσσος, αδέλφια που το ένα γεννήθηκε από τα πλευρά του άλλου. Ο Σκότος φύσηξε μανιώδεις άνεμους ανάμεσα τους και του χώρισε. Ο Ουρανός όμως πονούσε που έχασε την αδελφή Του και επιθυμούσε να ενωθεί μαζί της. Ανάμεσα τους η απόσταση μεγάλωνε και ψύχος είχε καλύψει το σκοτάδι. Ο Ουρανός τότε, μιμούμενος τον πατέρα του, έκοψε κομμάτι από το άυλο σώμα του, το φύσηξε με φως και γεννήθηκε ο Ήλιος. Έπειτα ήθελα να δημιουργήσει έναν τόπο όπου ο Ήλιος θα μπορούσε να φωτίζει. Ένα τόπο για τα παιδιά Του. Η επιθυμία του ήταν μεγάλη και είχε άχρονο σχέδιο για την δημιουργία των κόσμων και όλων των όντων ώστε όταν θα ερχόταν η κατάλληλη εποχή, θα κατέβαινε και ο ίδιος να ζήσει ανάμεσα μας.
Μπόλιασε την βούληση Του σε ένα από τους ανέμους και τον έστειλε με ορμή μέσα στην Άβυσσο. Αυτή όμως τον αρνήθηκε γιατί δεν τον ήθελε κοντά της. Άνοιξε τα νερά της και εμφανίστηκε ο πρώτος κόσμος, ο τόπος των Κολοσσών και των Τεράτων. Ένα απέραντο νεκρό τοπίο που είχε μόνο βράχια και χώμα.
Ο Ουρανός προσβεβλημένος είπε στον Ήλιο να κάψει την Άβυσσο και από την επιφάνεια της γεννήθηκαν τα Σύννεφα, τα οποία ζούνε ακόμη ανάμεσα τους. Τότε ξεκίνησε η Πρώτη Καταιγίδα και για να την τιμωρήσει έστειλε αστραπές πάνω της και χιλιάδες τερατόμορφα πλάσματα γεννήθηκαν στο σώμα της. Μία μόνο αστραπή χτύπησε πάνω στην στέρεη γη και γονιμοποίησε την βούληση Του που είχε γίνει μικρή σαν σπόρος και μέσα στο χώμα είχε χαθεί. Ο σπόρος αυτός μεγάλωσε και φύτρωσε η Ευάνθη, που έχει τις ρίζες της στην Άβυσσο και στα κλαδιά της κρατά τον σύμπαν.
Η ομορφιά της Ευάνθης ήταν τόσο ξεχωριστή και εντυπωσιακή που τράβηξε την προσοχή του Ουρανού. Πρόσταξε τον ζωογόνο Ήλιο να στρέψει όλο του το φως πάνω Της και τα φύλλα της έγιναν χρυσά. Από την αγάπη Του για Αυτήν ήρθαν οι πιο πρόσφορες βροχές και άνεμοι γλυκοί. Ο κορμός της ψήλωνε και πλησίαζε τα σύννεφα.
Η Άβυσσος όμως την μίσησε, αυτήν και την ομορφιά της, και ήθελε να την καταστρέψει. Έστειλε όλα τα Τέρατα εναντίον της, κρατώντας μόνο ένα μέσα της, κρυμμένο ακόμη και από τον Ουρανό, το πιο τρομακτικό παιδί τους. Ένα Τέρας που θα έτρωγε όλους τους κόσμους.
Ο Ουρανός, που είδε τα Τέρατα να πλησιάζουν την Ευάνθη, έριξε σφοδρές αστραπές γύρω της και σεισμούς προκάλεσε. Τεράστια βουνά, που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα δικά μας, υψώθηκαν και τον δρόμο τους εμπόδισαν. Την ύπαρξη αυτών των βουνών την γνωρίζουν μόνο λίγοι πλέον και κανείς από μας βέβαια δεν θα έχει ποτέ την δυνατότητα να τα αντικρίσει. Είναι τα βουνά που χωρίζουν τους κόσμους από το χάος της Αβύσσου και για αυτό έχουν μείνει στους μύθους ως τα Απόκοσμα Βουνά.
Η Άβυσσος φούσκωσε τα νερά της και βοήθησε τα παιδιά της να πλησιάσουν στις κορυφές των τιτάνιων βουνών και να δουν από πίσω τους, στο κέντρο του πρώτου κόσμου την Ευάνθη φωτισμένη από τον Ήλιο, με τα χρυσά της φύλλα να αντανακλά φως γύρω της και στο χώμα να μεγαλώνουν φυτά και χορτάρια.
Όταν τα Τέρατα, που έμοιαζαν με δράκους, με ουρές τόσο μακριές και χοντρές που μπορούσαν να σπάσουν βουνά και τρύπες να ανοίξουν στην γη, άρχισαν να κατεβαίνουν τις πλαγιές των Απόκοσμων Βουνών και να εκσφενδονίζουν βράχους προς την Ευάνθη, ο Ουρανός φύσηξε όλους τους ανέμους εναντίον τους. Οι άνεμοι ήταν τόσο δυνατοί που καθήλωσαν τα Τέρατα, αλλά ταυτόχρονα άρχισαν να ξηλώνουν το έδαφος και το χώμα να υψώνουν προς τα επάνω και τον Ήλιο κάλυψαν. Τα φύλλα της Ευάνθης έχασαν το χρώμα τους και τα φυτά στα ριζά της μαράθηκαν.
Τότε ο Ουρανός έριξε έξι σπόρους φτιαγμένους από τον Ήλιο, τα Σύννεφα και την Αστραπή στις κορυφές των Απόκοσμων Βουνών και από τους βράχους γεννήθηκαν οι Κολοσσοί. Κτήνη με τεράστιο ανάστημα, που το βάδισμα τους προκαλούσε σεισμούς και μπορούσαν όλοι μαζί να σηκώσουν τα Βουνά στις πλάτες τους. Το σώμα τους φτιαγμένο από σκληρά ορυκτά. Τα μάτια τους διαμαντένια και το κεφάλια τους μαρμάρινα. Ο κορμός τους από κορούνδιο και τα άκρα τους από χαλαζία, είχαν μορφή που μοιάζει με αυτή τον ανθρώπων.
Ο πρωτότοκος του Ουρανού και αρχηγός των Κολοσσών, ο Ενεός, ήταν ο πρώτος που στην κορυφή των Απόκοσμων Βουνών ήρθε αντιμέτωπος με τα Τέρατα. Καθώς τα έπνιγε, γύρισε προς την Ευάνθη και αντίκρισε την ομορφιά της. Μαγεμένος την έβλεπε να στυλώνεται ξανά και να υψώνεται προς τον Ουρανό. Είδε πιο ψηλά από τα Απόκοσμα Βουνά τον δεύτερο κόσμο να δημιουργείται πάνω και γύρω από τα κλαδιά της, και σίγουρος πλέον για την μοίρα του και την μοίρα των αδελφών του, κραύγασε προς τον Ουρανό.
«Πατέρα γιατί μας καταράστηκες σε πόλεμο αιώνιο;»
Οι Κολοσσοί είδαν ο δεύτερος κόσμος πως ήταν ο κόσμος των Φυτών. Τόπος γεμάτος από λουλούδια και αρώματα, δάση ατελείωτα και καταρράκτες που έκαναν ακόμη και τους θεούς να διψάσουν. Τα αρώματα των λουλουδιών ήταν τόσο έντονα που έφταναν μέχρι κάτω, στον πρώτο κόσμο και τους ζάλιζαν. Μέσα τους το σκοτάδι φούντωνε και με κάθε Τέρας που έπνιγαν, τόσο περισσότερο μισούσαν τον Πατέρα τους.
Στεναχώρια γέμισε τον Ουρανό που είδε τα παιδιά Του να αρνούνται τον σκοπό τους και Σύννεφα πυκνά και μαύρα κάλυψαν την πλάση. Τότε ξεκίνησε βροχή που εμείς την ξέρουμε ως Την Βροχή Των Τεθλιμμένων, από τις ιστορίες για τις χαμένες ψυχές των ανθρώπων στις παρυφές του Άδη, στις Λίμνες της Απόγνωσης, που τα νερά τους είναι από αυτήν την βροχή.
Η Βροχή κράτησε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες και το νερό αυτό, που ήταν γλυκό και καθαρό, έδωσε στην Ευάνθη δύναμη και ψήλωσε γρήγορα. Ο κορμός της μεγάλωσε σε πλάτος και στα κλαδιά της φύτρωσαν φύλλα πλατιά και χρυσά που άρχισαν και αυτά να ανεβαίνουν προς τον Ουρανό. Ο τρίτος κόσμος δημιουργήθηκε σε εκείνο το σαρανταήμερο και ήταν ο κόσμος της Πανίδας.
Τότε όλη η πλάση γέμισε με ήχους και τραγούδια από τα ζωντανά, τόσο του εδάφους όσο και του αέρα. Ο Ουρανός και η Ευάνθη χάρηκαν από αυτήν την δημιουργία και επιθύμησαν να ακούσουν κάτι πιο ρυθμικό. Ο Ουρανός πλησίασε κοντά της με ένα φτερωτό όν που διάλεξε για την ομορφιά του και την περηφάνια του, τον Αετό και με τα φτερά του την αγκάλιασε. Από το ράμφος του βγήκαν εννέα γυναίκες, οι πρώτες γυναίκες, που έγιναν οι μητέρες των ανθρώπων, των τραγουδιών, των ποιημάτων, των τεχνών και των επιστημών και σκαρφάλωσαν στην Ευάνθη.
Οι τρεις από αυτές έπλεξαν με νήμα από τον κορμό πετονιά λευκή και χρυσή και τραγουδούσαν για την μνήμη. Οι επόμενες τρεις χόρευαν πάνω στα φύλλα και με στάμνες μάζεψαν το ρετσίνι που έρεε από φυσικές οπές. Άλλες τρεις λάξεψαν ξύλα και το ρετσίνι άλειψαν πάνω στα λαξευμένα ξύλα. Τις πετονιές έδεσαν και τα όργανα μοίρασαν. Τότε ξεκίνησε το πρώτο τραγούδι, τραγούδι αιώνιο που γνώριμο του δεν έχει ξανακουστεί ποτέ και το όνομα αυτών των γυναικών είναι Μούσες.
Ακόμη και τώρα, στην στείρα εποχή της λογικής, οι άνθρωποι μπορούν να ακούσουν το τραγούδι τους αν ταξιδέψουν στις άκρες του πολιτισμού μας και το αυτί τους και την καρδιά τους στήσουν. Μάλιστα το τραγούδι αυτό είναι τόσο εξαίσιο που ο Ουρανός μέθυσε όταν το άκουσε και στην μέθη του επάνω έφτιαξε τον πιο περίεργο κόσμο.
Ο τέταρτος κόσμος, που είναι παιδί του Ουρανού και των Μουσών, είναι γεμάτος από όντα περίεργα και οι μορφές τους τρομάζουν τους απλούς ανθρώπους. Ήταν η Έμπνευση του Ουρανού τέτοια που θέλησε να συνδυάσει ότι μέχρι τότε είχε δημιουργηθεί, ώστε να κάνει τον τέλειο κόσμο. Αντί αυτού όμως μπορεί να δει κανείς άλογα με σώμα ανθρώπου, λιοντάρια σε σώματα αετών, σαλιγκάρια με πρόσωπα ανθρώπινα και ερπετά με τρία και τέσσερα κεφάλια και άλλα πολλά παράδοξα.
Κάποια από αυτά τα τέρατα είναι επικίνδυνα, τα περισσότερα όμως είναι άκακα και διασκεδάζουν περισσότερο παρά τρομάζουν. Μπορεί κανείς να τα δει στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού του ή κάτω από το κρεβάτι. Σε κάποια μοναχική βόλτα μέσα στη φύση, στο δειλινό, ή σε τόπους άγονους, όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει. Αν κάποιος είναι τυχερός και θαρραλέος μαζί και θελήσει να τα παρατηρήσει, θα προσέξει πως περιφέρονται δίχως σκοπό και πως ποτέ δεν γνώρισαν τόπο, ούτε τον κόσμο τους, που να τον ονομάσουν σπίτι τους. Ταξιδεύουν και χάνονται σε άλλους κόσμους και έχουν το βλέμμα της μέθης και της χαράς που δεν γνωρίζει τον εαυτό της και τις ατέλειες της. Κάποιοι λένε πως είναι η χειρότερη δημιουργία του Ουρανού, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως έτσι είναι η πραγματική έμπνευση.
Όταν ο Ουρανός συνήλθε και είδε τα δημιουργήματα Του, διασκέδασε και λυπήθηκε ταυτόχρονα. Τέτοια ήταν η όψη των όντων αυτών που έκαναν ακόμη και τον Πατέρα τους να σαστίσει. Το άχρονο σχέδιο Του πλησίαζε στην πλήρωση του και θα ερχόταν σύντομα ο καιρός όπου ακόμη και ο ίδιος θα συμμετείχε ως παιδί Του.
Έχοντας το τραγούδι των Μουσών κοντά του και ακούγοντας πως τα περισσότερα παιδιά Του μιλούσαν, το καθένα με τον δικό του τρόπο, άφησε την Πνοή Του ελεύθερη και μίλησε τον πέμπτο κόσμο στην ύπαρξη. «Εδώ θα είναι Το Παλάτι Των Ψυχών.» είπε. «Γιατί θα έρθει μια εποχή όπου τα αγαπημένα Μου παιδιά δεν θα είναι σαν και Εμένα και θα ζουν τόσο στον κόσμο τους όσο και σε αυτόν.»
Τα φύλλα της Ευάνθης έγιναν γκρίζα και τα κλαδιά που φύτρωσαν ήταν ξερά, πελώρια και μυτερά και τα Σύννεφα έσχιζαν. Πικρά νερά έβρεχε στις πλαγιές των νεκρών βουνών και τα ποτάμια όλων των κόσμων συναντιόντουσαν στο κέντρο του, που ήταν ένας καταρράκτης, ο Καταρράκτης της Κρίσης, και από κάτω του μία λίμνη σκεπασμένη με αιώνια άχλη, η Λήθη. Ζωντανά δεν υπήρχαν μέσα στα νερά της και στις ακτές της ζούσαν φυτά όξινα, που τον αέρα μετέτρεπαν σε δηλητήριο.
Στην άκρη της Λήθης, κρυμμένο πίσω από τα υδάτινα πέπλα του Καταρράκτη, ήταν χτισμένο με κόκκαλα και βασανιζόμενες σάρκες το Παλάτι Των Ψυχών. Ένα κτίριο που όμοιο του δεν υπάρχει. Η όψη του και μόνο είχε φοβίσει και τους ημίθεους που διάβηκαν την Πύλη του.
Πλατιά σκαλοπάτια οδηγούσαν σε μία κυκλική πλατεία και ένα ξίφος κρεμόταν πάνω από το κέντρο της. Πάνω στο ξίφος ήταν γραμμένη η λέξη ‘Κρίση’. Πίσω από την πλατεία έστεκε ανοιχτή η Πύλη και αιώνιες φωτιές έκαιγαν στα δεξιά και στα αριστερά της και ανέβαιναν προς τα επάνω, σε διαζώματα που έφταναν μέχρι τα άνω όρια του κάτω κόσμου.
Μπροστά στην πύλη στεκόταν ένας θεός, πιο δυνατός ακόμη και από τους Κολοσσούς, που ήταν καλυμμένος με μανδύα σκοτεινό και εκεί που θα έπρεπε να ήταν το κεφάλι του έβλεπε κανείς δύο λευκές φλόγες. Το όνομα του Άδης και δίπλα του καθόταν ένα κτήνος, με τρία κεφάλια.
«Εσύ θα κρίνεις τις ψυχές των ανθρώπων.» είπε ο Ουρανός «και μόνο όσοι περνούν από το καθαρτήριο σου θα επιστρέφουν σε Εμένα.» και έπειτα ο Ουρανός ξεκουράστηκε, γιατί είχε έρθει η ώρα να δημιουργήσει τον έκτο κόσμο, που θα ήταν το σπίτι Του.
Όταν ξεκίνησε ο Χρόνος, ο Ουρανός και η Ευάνθη έπλασαν την Γαία και ήταν τέτοια η ομορφιά της που ακόμη και η Άβυσσος εντυπωσιάστηκε. Για τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ο Κοσμικός Πόλεμος των Κολοσσών και των Τεράτων σταμάτησε. Ο Ουρανός τότε απλώθηκε και τυλίχθηκε γύρω από την Γαία, χωρίς ποτέ να την αγγίξει και ανάμεσα τους δημιουργήθηκε ο Ορίζοντας. Από τότε ο κόσμος μας στέκει πελώριος πάνω στα πιο ψηλά κλαδιά της Ευάνθης.
Την έκτη μέρα της Γαίας, και όταν μέσα της γεννήθηκαν τέλεια αντίγραφα όλων των όντων της Πανίδας και την Χλωρίδας, ο Ουρανός έσπειρε τις Μούσες στα βουνά και στα ποτάμια. Την νύχτα που ακολούθησε, άστρο έπεσε στον ποταμό Πηνειό και ήταν αυτό το άστρο ο Έρως. Από το νερό και το χώμα, τον αέρα και την φωτιά, έγινε ο πρώτος άντρας, του οποίου τα πρώτα λόγια ήταν «Εγώ και ο Ουρανός είμαστε Ένα.». Τις Μούσες συνάντησε και μαζί τους γέννησε το ανθρώπινο είδος.
Τα πρώτα παιδιά του Έρωτα ήταν με την Ερατώ και τα ονόματα τους ήταν Νάρκισσος και Ηχώ. Είχαν το σώμα και την ομορφιά θεού και τις φωνές της Μουσικής. Όταν ο Νάρκισσος είδε τον εαυτό του στα νερά του Πηνειού, μαρμάρωσε και παγιδεύτηκε στο είδωλο του και άρχισε να ονειρεύεται πως ζει. Από τότε γεννήθηκαν τα Όνειρα, και η πανέμορφη Ηχώ τον φωνάζει ακόμη να επιστρέψει στην Γαία και στην αληθινή ζωή.
Τα δεύτερα παιδιά του Έρωτα ήταν με την Μελπομένη και τα ονόματα τους ήταν Πόνος και Τραγωδία. Έπειτα ο Έρωτας κοιμήθηκε με την Κλειώ και τα παιδιά του ήταν ο Όμηρος και ο Λόγος. Με την Ευτέρπη έκανε την Ευτυχία και την Χαρά και με την Τερψιχόρη της Σειρήνες. Με την Θάλεια έκανε την Γεωμετρία και την Κωμωδία, ενώ με την Πολύμνια τον Στοχασμό και την Σιωπή. Με την Ουρανία γέννησε την Αστρονομία και την Αστρολογία και με την Καλλιόπη τον Ήρωα και τον Ρήτορα.
Από τα παιδιά του Έρωτα γεννήθηκαν και άλλα παιδιά και από τα παιδιά τους και άλλα και γέμισε η Γαία με τον άνθρωπο. Μέσα σε αυτά τα παιδιά είναι και ο Πόλεμος, το Μίσος και η Μνησικακία. Ανήσυχος ο Έρως για τα παιδιά Του και για την συμπεριφορά τους, έβγαλε κομμάτι από το Σώμα Του και το χώρισε στη μέση. Το ένα το ονόμασε Θάνατο και το άλλο Συγχώρεση και είπε στον Θάνατο: «Εσύ θα παίρνεις τις ψυχές στον κάτω κόσμο και ο Άδης θα τους κρίνει.» και στην Συγχώρεση είπε: «Εσύ θα αφήνεις τις καθαρές ψυχές να επιστρέψουν στον Πατέρα μου.» και την έστειλε στον Ορίζοντα.
Τότε ο Έρως ανέβηκε στον Όλυμπο και έφτασε πιο ψηλά και από τα Σύννεφα. Τον ακολούθησαν μόνο δώδεκα από παιδιά Του που ήξεραν το όνομα Του. Κάθισαν στην κορυφή, τους έδωσε να φάνε τροφή από τα Σύννεφα και τον Ήλιο και τους είπε.: «Φάτε και θα γνωρίσετε πως Εγώ Είμαι ο Ουρανός.»
Έφαγαν και τα μάτια τους έλαμψαν. Είδαν πως ζούσαν μέσα στο Σώμα Του και μεταμορφώθηκαν σε θεούς. Έπειτα τους είπε: «Κυβερνήστε τα αδέλφια σας και προετοιμάστε τους. Πείτε τους το Όνομα Μου και για το Σώμα Μου. Μάθετε τους πώς να τρέφονται με την τροφή των θεών.»
Τους κοίταξε όλους και σε κάθε ένα έδωσε από ένα δώρο. Στον έναν έδωσε την Τρίαινα, ενώ σε έναν άλλο την Άρπα. Σε τρίτο έδωσε το Κηρύκειο, ενώ στην τέταρτη Δόρυ και Ασπίδα. Μέχρι που έφτασε στον δωδέκατο και του έδωσε την Αστραπή. «Ήρθε η ώρα της επιστροφής μου στον Ουρανό και εσύ θα πάρεις την θέση Μου.» είπε και ο Έρως μαρμάρωσε και έγινε θρόνος και πάνω του κάθισε ο Δίας.
_
γράφει ο Βασίλειος Ξενόπουλος
0 Σχόλια