Στα μάτια του κόσμου ο Μπιλ ήταν αλήτης.
Μη ρωτήσετε γιατί. Ήταν αλήτης.
Έτσι είχε γεννηθεί.
Δεν τίθεται θέμα συμπόνιας.
Κλωτσούσε απ’ την κοιλιά της μάνας του.
Κλωτσούσε. Την κοιλιά της μάνας του.
Έβαζε δυο δυο τις γυναίκες στην μπανιέρα.
Γεμίζοντάς την πρώτα
με σαπούνι και γυαλιά σπασμένα.
Ευθύς αμέσως
καβαλούσε μηχανή κι εξαφανιζόταν.
Έπινε ηδύποτα σε μνημόσυνα αγνώστων
σπάζοντας πορσελάνινα σερβίτσια.
Φέρνοντας στο κέφι χαροκαμένους συγγενείς.
Έσφαζε καρπούζια μπρος στα μάτια
ανυποψίαστων παραθεριστών.
Αφαιρώντας τις καρδιές τους
με επιστημονική ακρίβεια.
Έκλεβε μαύρα κομπινεζόν
κι έντυνε μουτρωμένα σκιάχτρα στα χωράφια.
Σφαλιάριζε τους κληρικούς
της ενορίας του Αγίου Σάββα,
αναγκάζοντάς τους να τον κυνηγούν
με ράσα σηκωμένα ως τα γόνατα.
Στα μάτια του Μπιλ ο κόσμος ήταν αλήτης.
Μη ρωτήσετε γιατί.
Ήταν αλήτης.
Τον φυλάκιζε απ’ την κοιλιά της μάνας του.
Τον φυλάκισε. Στην κοιλιά της μάνας του.
Στο κεφάλι του επικρατούσε χάος.
Ο μόνος τρόπος να αποδεχτείς τον Μπιλ
ήταν να αφεθείς στην αλητεία του.
_
γράφει ο Αντώνης Τσόκος
Από το βιβλίο
Ένα ποτήρι ακόμη, Τσαρλς – Εκδόσεις Γαβριηλίδης
0 Σχόλια