
Μοναξιά… Μοναξιά παντού και από τα δύο φύλα… Ειδικά αυτά που έχουν διαβεί τον μισό αιώνα…
Αίθουσες αναμονής. Αριθμοί. Προτεραιότητες. Όλοι με τα μάτια στραμμένα στον τοίχο με την φωτεινή ένδειξη.
«Πλησιάζει…»
«Αργώ πολύ ακόμα…»
Ώρες “ατέλειωτες” περιμένοντας. Κι εκεί αρχίζει μια συζήτηση. Από το πουθενά. Χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλον. Αρκεί να καταλάβει, αυτός που ζητά να επικοινωνήσει, πως ο άλλος ακούει. Ξέρει ν’ ακούει. Κι όταν βλέπει κι ένα χαμόγελο, εκεί ξεχύνεται. Αφήνεται, ξαμολιέται και είναι διαθέσιμος, τις περισσότερες φορές, ν’ ακούσει κι εκείνος. Να γίνει αυτό το ανθρώπινο αλισβερίσι. Ένα πάρε-δώσε χωρίς χρήματα, με μόνο τίμημα την ψυχή, την κουβέντα την καλή, το νοιάξιμο, το μοίρασμα… Και περνά η ώρα χωρίς να το καταλάβει. Και σαν φτάσει η σειρά του, σηκωθεί κι εξυπηρετηθεί, φεύγοντας, αναζητά με τα μάτια εκείνον που είχε την διάθεση να μοιραστούν την αναμονή τους, χαιρετά με ένα νεύμα και φεύγει ικανοποιημένος.
Υπάρχουν κι εκείνοι που δεν έχουν καμία διάθεση. Αυτοί είναι συνήθως με σκυμμένο το κεφάλι, μην τολμήσει κανείς και ταράξει την απέραντη μοναξιά τους. Άλλοτε κοιτούν με βλέμμα απλανές ή σκύβουν βιαστικά στα χαρτιά τους. Σαν κάνει κανείς να τους μιλήσει, προσποιούνται πως δεν ακούν κι εκεί τελειώνει η όποια “επαφή” και συνύπαρξη στον ίδιο χώρο, και τις περισσότερες φορές για τον ίδιο λόγο. Περιμένουν καρτερικά να έρθει η σειρά τους, για να βρεθούν μια ώρα γρηγορότερα στην ασφάλεια του δικού τους, αυστηρά προσωπικού χώρου.
Και είναι και οι άλλοι, οι καβγατζήδες. Αυτοί που θα ήθελαν, αν ήταν μπορετό, με το που μπαίνουν σε μια τέτοια αίθουσα, αμέσως να εξυπηρετηθούν και χωρίς χρονοτριβή. Έχουν δουλειά. Βιάζονται. Και παντού βλέπουν αυτούς που τους παίρνουν τη σειρά. Παντού βλέπουν τους “μικροαπατεώνες”. Τα βάζουν με τους υπαλλήλους, πότε γιατί καθυστερούν και “έχουν το θράσος” να πιάνουν και την κουβέντα, άλλοτε γιατί μιλούν στο τηλέφωνο, ενώ εξυπηρετούν συγχρόνως και εκεί που γίνονται θεριά ανήμερα, είναι αν τολμήσει ο υπάλληλος και σηκωθεί από τη θέση του, εφόσον υπάρχει και κάποιος άλλος που κάνει την ίδια δουλειά. Τι κι αν επείγεται να πάει στα ενδότερα. Όοοοοχι. Να έχει πάπια ή να φοράει πάνα… Α, μα πια. Αμ οι άλλοι, οι πελάτες ντε, που βγάζουν και βγάζουν χαρτιά. Αυτή την ώρα βρήκαν να διεκπεραιώσουν όλες τις υποθέσεις τους; Κι άλλη αργοπορία;
Και δώσ’ του φωνές και απειλές.
“Δεν ξέρεις ποιος είμ’ εγώ…”
“Αμ ξέρω…” σκέφτεται ο υπάλληλος, “πώς δεν ξέρω. Άλλος ένας κόπανος (για να μη χρησιμοποιήσω την πιο συνηθισμένη νεοελληνική λέξη) που νομίζεις πως είσαι δερβέναγας και θα με κάνεις ντα…”
«Τι νούμερο έχετε, κύριε;» απευθύνεται με συγκρατημένη ευγένεια στον κύριο Τσαντίλα.
«Γιατί; Ο άλλος σου έδειξε το νούμερο;» αμέσως ο ενικός και όχι βέβαια οικειότητας.
Ο εξυπηρετούμενος ανασύρει τον αριθμό του από τον μικρό κάδο στο πλάι του και του τον δείχνει.
«Και γιατί δεν σε έβλεπα τόσες ώρες που περιμένω εδώ;» κι ας είναι μόλις ένα τέταρτο οι “ώρες” αυτές…
«Ήμουν έξω και παρακολουθούσα από την τζαμαρία. Πειράζει;»
«Αυτά να τα πουλάτε αλλού… Άντε πια… Τα κάνετε πλακάκια μεταξύ σας για να εξυπηρετείτε τους δικούς σας… Και δεν φτάνει αυτό. Περνάνε και όλα τα γερόντια… Να κάνω κι εγώ τον κουτσό, να δούμε, θα με περάσετε;»
Όρεξη να έχει κανείς ν’ ακούει και ατσάλινα νεύρα…
–
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια