Καλημέρα.
Καλησπέρα.
Δεν έχω ιδέα αν μόλις ξύπνησες ή αν κοιμάσαι, αν είναι φως ή σκοτάδι μέσα σου ή έξω σου. Αλλά θέλω να μ ‘ακούσεις. Σε παρακαλώ. Για λίγο. Πρέπει να μ ‘ακούσεις.
Άσε για λίγα λεπτά τις φιλοδοξίες σου, τις ματαιώσεις σου, τις χαζές σκέψεις σου για το τι θα φας ή το πού θα πας για καφέ σήμερα ή αύριο. Άσε τις selfie, τα video clip και το πορνό που ενίοτε κάνει το σώμα σου να μπορεί να ανοίγει τα μάτια του.
Κοίτα με. Εδώ είμαι. Κοίτα με! Με θυμάσαι. Με ξέρεις, δε χρειάζεται να σου συστηθώ, να μη χρονοτριβούμε με λεπτομέρειες.
Είμαι παιδί δικό σου. Αίμα σου! Παγωμένο πια αίμα…
Παιδί απροστάτευτο και μόνο σ’ ένα κόσμο που – στο ‘χα ξαναπεί – αλλιώς τον φανταζόμουν. Αλλιώς μου τα ’λεγε η γιαγιά στα ανόητα παραμύθια της. Κι εκεί υπήρχαν οι κακοί, μα η αγάπη, η καλοσύνη και η πραότητα, τους υπερνικούσαν.
Δεν ήρθα να σε κατηγορήσω. Δεν έχει νόημα πια, είναι αργά. Με τρώνε μονάχα μερικά ‘γιατί’.
Γιατί δεν ήσουν δίπλα μου στα δύσκολά μου;
Γιατί έκανες τα στραβά μάτια;
Γιατί πάλι κοίταξες την πάρτη σου;
Γιατί δεν μ’ έσωσες;
Γιατί έδειξες ανοχή;
Γιατί δε μίλησες;
Θα μου πεις… δε συνέβαινε σε σένα. Έχεις κι εσύ τα προβλήματά σου, γιατί να βάλεις κι άλλα στο κεφάλι σου…
Κι ήταν τόσο απλό, ξέρεις. Απλά θα μιλούσες.
Θα άνοιγες το στόμα σου – όχι να το μπουκώσεις με τριγλυκερίδια- ,για να μιλήσεις.
Κι ενώ μιλάς ακατάπαυστα προσπαθώντας να πείσεις εσένα τον ίδιο και όλους τους άλλους, με ανίσχυρα ψεύδη και αδύναμο συντακτικό…
Κι ενώ φωνάζεις όλη μέρα για την απουσία κράτους, για το ταβάνι σου που στάζει σαπίλα, για τους τοίχους που βάλανε ένοχη υγρασία, για τις σπασμένες πλάκες στο πεζοδρόμιο, για την χαλασμένη υδρορροή, για τον από πάνω εργένη που βρίζει την ώρα της συνουσίας, για τα σκουπίδια που η από κάτω πετάει μπροστά στην πόρτα σου, για το λογαριασμό της ΔΕΗ που σου ‘ρθε φουσκωμένος…
…στη δική μου περίπτωση, σιώπησες!
Ξερόβηξες και γύρισες την πλάτη όταν μ’ είδες ματωμένο… μη και σου μείνει η εικόνα μου και σου χαλάει τη βολή σου και την επίπλαστη ευδαιμονία σου.
Είναι αργά. Όσο κι αν προσπαθείς να ξεχάσεις, δεν το καταφέρνεις επιτυχώς.
Το φονικό μου έγινε η κρυφή πληγή σου που φροντίζεις να κρύβεις επιμελώς κάτω από ρούχα κι από γάζες. Κι όταν γεννιούνται εκείνα τα ελάχιστα λεπτά που είσαι μόνος και γυμνός με τον εαυτό σου, έρχεσαι αντιμέτωπος με το κακάδι μου. Και τρομάζεις και γυρνάς αλλού το κεφάλι και καλύπτεις πανικόβλητος το αίμα μου.
Δε μπορείς να ξεχάσεις, δεν γίνεται.
Το αίμα μου έβαψε όλο τον τόπο…κι όσο κι αν το ξεπλύνεις, εκείνο θα βρίσκει πάντα μια ανοιχτή οπή για να κυλήσει. Και η μνήμη του , ξέρεις, είναι ύπουλη πολύ, γιατί ξαναδίνει ζωή σε ό,τι δεν υπάρχει….
Δε θα σε κουράσω άλλο. Θα σ’ αφήσω να συνεχίσεις το νοερό σου ταξίδι σε μια οθόνη, μπαινοβγαίνοντας με ευκολία στις ζωές των άλλων. Κι αν μπορείς σε τούτη τη ζήση να κάνεις κάτι που θα σε ανυψώνει για μερικές στιγμές, κάνε αυτό: Σώσε ό,τι είναι είδος προς εξαφάνιση, την Ανθρωπιά και την Αξιοπρέπεια. Και εκτέλεσε εν ψυχρώ το Τέρας που κατοικεί μέσα σου.
Σ’ ευχαριστώ που μ’ άκουσες.
Με τιμή,
Βαγγέλης ή Ζαχαρίας ή Παύλος ή Γιώργος ή
Ελένη ή Μαρία…
…ή Αίμα…
_
γράφει ο Γιάννης Δρούγος
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια