Ο περιπτεράς απορημένος σηκώνει τα πρωινά ρολά του καταστήματός του, εκείνη στέκεται στη στάση του πρώτου πρωινού λεωφορείου. Βρέχει όμως, σταματά ένα διερχόμενο ταξί. Βρέχει και στέκεται αποσβολωμένη. Γράφει μάθημα το πρωί και ξενυχτά ευχαρίστως, διαβάζοντας. Θα του ψιθυρίσει τις απαντήσεις μέσα στο αμφιθέατρο κρυφά και με συνωμοτικό χαμόγελο.
Στα πάρτι, πολύς θόρυβος γίνεται, διασκεδάζουν στην πόλη των φοιτητικών τους χρόνων, τα τακούνια της χτυπούν πάνω στο λιθόστρωτο. Έχει την αγωνία να τον δει. Την πολύβουη Λεωφόρο περιδιαβαίνει, να τον συναντήσει τυχαία μέσα στο πλήθος παρακαλά, «ένας από όλους είσαι…», από κάποια γωνία θα ξεπροβάλει εκείνος.
Την προηγούμενη μέρα μετά το βραδινό μάθημα είχαν μείνει μόνοι στην αίθουσα διαλέξεων. Ο καθηγητής είχε βγει στο αίθριο και κάπνιζε. Εκείνος την πλησίασε και την φίλησε απαλά και αυθόρμητα στο στόμα. Βγαίνοντας από το γκρίζο και πολυδαίδαλο κτίριο με τα πολλά μπαλκόνια και ανεβαίνοντας τον δρόμο προς την Πανεπιστημιούπολη, την έπιασε απαλά από τη μέση, «σ’ αγαπώ» είπε, «κι εγώ σ’ αγαπώ», της είπε εκείνος και την αγκάλιασε με μια πρωτόγνωρη στοργή και προστατευτικότητα. Κάθισαν στο παγκάκι να ξαποστάσουν, ένα σπουργιτάκι πέταξε από μπροστά τους. Ένωσαν τα πέλματά τους. Πήραν το φεγγάρι μέσα στο αυτοκίνητό τους και έφυγαν.
Το κυλικείο έδινε τους πρώτους καφέδες της ημέρας, η οποία προμηνυόταν μεγάλη. Τα πτυχία στη σειρά, αλφαδιασμένα στο αντίκρυ θρανίο. Φοιτητές πάνοπλοι μα ανυποψίαστοι. Εκείνη γράφει σε ένα φαγωμένο τσιγαρόχαρτο τη λέξη σ’ αγαπώ.
Χαράματα ξεκλειδώνει την βαριά πόρτα, μπαίνει στο άδειο σπίτι, πέφτει μονάχη κάτω από τις κουβέρτες, βάφει τα νύχια των ποδιών της σε ροζ χρώμα, βλέπει το πρόσωπό της στον καθρέφτη, ήταν όμορφη ακόμα, χτενίστηκε, έβαλε κατακόκκινο κραγιόν στα λεπτά χείλη της. Αφαίρεσε την κορνίζα από το τραπέζι και άφησε έναν φάκελο. Πήρε μόνο την τσάντα της, το φαρμακείο της, και κλείνει βροντερά την πόρτα πίσω της.
Βγαίνοντας από το σούπερ μάρκετ, εκείνος, σχολασμένος, με μια τσάντα ψώνια και το τσαντάκι περασμένο χιαστί τράβηξε αποφασιστικά την κάθοδο της Ιπποδρομίου προς τον Λευκό Πύργο. Λίγους δρόμους πιο πάνω έμενε. Φόρεσε το κράνος, καβάλησε το παπάκι του και ετοιμάστηκε να την κάνει προς τη φοιτητική γκαρσονιέρα που νοίκιαζε, για άραγμα στην τηλεόραση και φαγητό από ντελίβερι, κουβαλώντας στο τσεπάκι του το εξαράκι και ένα μάθημα λιγότερο για το πτυχίο.
Κινήσεις τέλεια προσαρμοσμένες με ακρίβεια έτη φωτός. Οι γαρδένιες στη βεράντα, οι μπίσχοι που έγερναν το βράδυ και πετούσαν το λουλούδι για να το αναστήσουν το πρωί. Πρωί, τέσσερις η ώρα, εκείνη, τόσο μα τόσο ευτυχισμένη έριξε στους ώμους της ένα σάλι και άρχισε να τραγουδά. Τα φώτα ήταν ανοιχτά, η φωνή ακουγόταν από το απέναντι διαμέρισμα, απλώνει τα ρούχα στο μικρό μπαλκόνι, και γέρνει προς τα μέσα, τα ρούχα αφρός, τα ξέπλενε η βροχή, οι τέντες ανέμιζαν, η μπόρα ερχόταν. Αποφάσισε να γονατίσει, να κρυφτεί από τη βροχή και να ανοίξει τα μάτια της για να τον ατενίσει καλύτερα, αφηρημένα, με σκοπό την αγάπη.
Όταν επέστρεψε εκείνος, τον κρατούσε τόσο σφιχτά στα χέρια πάνω στα αντικρυστά καθίσματα στο λεωφορείο που έκανε τη διαδρομή από το αεροδρόμιο προς τον κέντρο της πόλης. Όταν ξεκλείδωναν το διαμέρισμα πέταξε όλα τα μπαγάζια στον λευκό καναπέ. «Τώρα μπορώ να σε αγκαλιάσω. Περίμενα να μπω μέσα, να πετάξω και να αδειάσω τη μεγάλη βαλίτσα. Μου έφυγε ένα τεράστιο βάρος».
Στέκεται στην αίθουσα αφίξεων, η μεγάλη κυλιόμενη σκάλα του αεροδρομίου, έξω από τη τζαμαρία, τα φτερά του αεροπλάνου, αφίξεις μα προπάντων αναχωρήσεις. Δίνουν τα χέρια, εκείνος με τον μεγάλο, δερμάτινο χαρτοφύλακα και τις δυο βαλίτσες, εκείνη με το πλατύ και φωτεινό χαμόγελό της: «εγώ θα φύγω, εσύ πρέπει να συνεχίσεις», και τα μάτια τους λάμπουν.
Ζωή με αναμνήσεις. Τα γράμματα σβήστηκαν και οι τοίχοι καθαρίστηκαν από τα γράμματα. Το σπίτι ασβεστώθηκε και οι τοίχοι βάφτηκαν με ένα ωραίο, απαλό, χρώμα ροζ ώχρας. Ποιος ξέρει; Μιας και τα έπιπλα πουλήθηκαν μετά τη λήξη του μισθωτηρίου, δεν είχε καμιά τύχη να μάθει τις απέγινε εκείνος ο κόκκινος διπλός καναπές που γινόταν κρεβάτι και που πάνω του είχαν για μια φορά αγγιχτεί δυο σώματα γυμνά, όπως γυμνή και κόκκινη είναι πολλές φορές και η γεύση που αφήνει η πρώτη εμπειρία της νιότης.
Χρόνια αργότερα όταν εκείνος αποφάσισε να φύγει οριστικά , είχε έρθει η ώρα για εκείνη να πάρει ορισμένες αποφάσεις. Ή θα τον ακολουθούσε ή θα πέταγε μακριά. Επέλεξε το δεύτερο. Έφυγε από την πόλη που σπούδαζε, εγκαταστάθηκε σε μία πόλη της επαρχίας και αποφάσισε να ασχοληθεί με τα δικαιώματα των φυλακισμένων. Εκείνος μετά τη λήψη του διδακτορικού του εκλέχθηκε καθηγητής σε Πανεπιστήμιο της Γερμανίας και μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στα βιβλία και τους φοιτητές του και στην αγαπημένη σύζυγό του Ίντα και τα δυο δίδυμα κοριτσάκια τους που ήταν ίδια η μητέρα τους. Τα εννέα τελευταία μηνύματα αγάπης εκτυπώθηκαν και αντέχουν μέχρι σήμερα. Από τότε. Αργότερα θα γευτεί τον αισθητικό θάνατο.
Τώρα εκείνη βρίσκεται πολύ μακριά, σκέφτεται και ονειρεύεται εκεί που βρέχει και που τα πουλιά κρώζουν στην αναμονή κάθε νέας άφιξης.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια