Εσύ ο λιμήν ο υπήνεμος, εσύ το ταραχώδες πέλαγος, εσύ το εφαλτήριο, εσύ η παραμυθία, εσύ και η ακένωτη δεξαμενή από όπου ανασύρονται, μορφώνονται και ενδύονται λεκτικό και αισθητικό περιεχόμενο, σχήμα, πνοή και σώμα οι πόθοι και τα πάθη μου, οι σκέψεις, οι μνήμες και οι λαχτάρες μου. Είναι η καθεμιά σου λέξη η θρυαλλίς στης εκρηκτικής της θύμησης τον πυροκροτητή, το αιχμηρό το βότσαλο που αναδεύει και ξυπνά το ναρκωμένο μάγμα μέσα στον πυριφλεγή κρατήρα της επιθυμίας, των πιο ανόσιων «θέλω» μου ασίγαστος υποδαυλιστής, των ανεπούλωτων πληγών άοκνος τυμβωρύχος. Τον έρωτα εξιδανίκευσες βάφοντας το αιθέριο και το άσπιλο με νάματα άγια ιδρώτος και υγρών υποδορίων και την ψυχή την υψιπετή πλαισίωσες με σάρκα φλογερή και μάτια πυρετώδη, κορμιά συμπεπλεγμένα σε μάχη ηδονικής ανάλωσης και άφθιτης εξαΰλωσης. Τον έρωτα κατέβασες από τα άυλα και άμωμα νέφαλα του θείου και του αποστειρωμένου ιδεατού και τον έστρωσες ξεδιάντροπο σε κλίνες λάγνες, κάθιδρες, βωμούς της αμαρτίας, και στην καρδιά συμπαρέταξες άσεμνα μέλη ηδυπαθή, στόματα χαίνοντα και άκρατες φωνές αισθησιασμού και κορεσμού της δίψας των σωμάτων. Τον χρόνο ανελέητα λοιδόρησες που, και αν σοφία σού ‘φερε, σαν Δαναός υποσκέλισε το δώρο του με το άλγος του μνημονικού και την αμείλικτη του σώματος και της παρόρμησης φθορά` και ύστερα για το ανεκπλήρωτο, το ανέκκλητο, το απρόσιτο, το αλγεινό ύψωσες το ποτήρι και μέθυσες (μας) με κρασί ευώδες και ακριβό τις φλέβες γεμίζοντας με αίμα, μέθη και κλαυθμούς έξαψης και οδύνης και της θρηνητικής ματαίωσης ελπίδων. Το πρόσωπο του «υποκριτή» ξεσκέπασες με βία τραβώντας και κατασχίζοντας τη μάσκα της συμφωνημένης ευπρέπειας, τις καλύπτρες της δόλιας κοσμιότητας, της σεμνοτυφίας τα ενδύματα, της τρομαγμένης σύμβασης το βέλο – και τη μορφή του μισερού άσχημη και αφτιασίδωτη, χωρίς προσμείξεις και άλλοθι παρέδωσες στη χλεύη του καθρέφτη, βορά στου πλήθους τον λιμό, μα πιο πολύ τη χάρισες γνώση, πυξίδα και αποτροπή στα μάτια τα φιλύποπτα των προορατικών και των αυτομαστιγουμένων. Διέρρηξες την αιδήμονα σιγή της βόλεψης της μάζας και ανήγγειλες με υπόκωφες κραυγές τον θάνατο της συνήθειας, το τέλος της υποταγής στα ήθη και στα δόγματα του όχλου των ανθρώπων – για αυτό τείχη σού έκτισαν και ανεπαισθήτως σε εξόρισαν εκτός της χώρας των πολλών. Mα γνώριζε ο αντίλαλος των αφορισμένων στίχων σου σε αυτιά ευήκοα πως έφτασε αμυδρός και πως οι λέξεις σου οι προφητικές – ψυχών ανατομία – ενσταλαγμένες κείτονται βαθιά στο θυμικό μας, κειμήλια πολυτελή και βέλη στη φαρέτρα, κάθε φορά που με των κοινών τη στράτα θα απαντάμε, κάθε φορά που σε δαιδαλώδεις ατραπούς μέλλοντος αδιακρίβωτου και παρελθόντος ατελούς αμήχανος, συσκοτισμένος και δειλός θα πελαγοδρομεί ο νους μου, θα ταλαντώνεται η καρδιά.
(Για εσένα, Αλεξανδρινέ όλης της οικουμένης)
Κωνσταντίνος Καβάφης
29/4/1863 – 29/4/1933
_
γράφει ο Σπύρος Ανδρουλάκης
0 Σχόλια