Στον αέρα πλανούνται νέφη, σύννεφα απελπισίας, απομόνωσης, μα κυρίως μοναξιάς καθοριστικής και αποτελεσματικής από τη μέχρι τώρα πορεία και στάση στη ζωή απέναντι καθώς και από την παθητική του αποδοχή.
Τίποτα δεν συστήνει τον παλιό καλό καλλιτέχνη, που μίλαγε με τη ζωγραφική του και το πινέλο του, θαυματουργό εργαλείο στα χέρια του αποτύπωνεται το μεγαλείο της ψυχής του.
Όλα άλλαξαν απότομα, λες και η κακιά μάγισσα ήθελε να επιβάλλει το ξόρκι της και τίποτα από τότε να μην του πήγαινε καλά, σε αντίθεση με τα όσα όμορφα και ευτυχισμένα χρόνια είχε περάσει.
Στη ζωή έχουμε μάθει όλοι μας να παλεύουμε και ποτέ να μη μένουμε χαλαροί και αποκοιμούμενοι, εξ αιτίας διάφορων όμορφων και επιτυχημένων στιγμών, που είτε περάσαμε είτε περνάμε.
Αποτελεί ένα διαρκή αγώνα πάλης εσωτερικής μα και με τα στοιχεία, τα στοιχειά που καταπνίγουν τις νύχτες μας και εφιαλτικά και βασανιστικά προσπαθούμε να τα ξεπεράσουμε.
Με τίποτα δεν ήταν δυνατόν ο φημισμένος μέχρι τότε ζωγράφος μας να αποδεχθεί την αλήθεια και μαχόμενος να συνεχίσει την πορεία της ζωής του.
Μέσα του πάλευε με δαίμονες, όπως μας έλεγε στις ελάχιστες στιγμές που τον συναντούσαμε.
Ήταν σιωπηλός, χαμένος στον δικό του αποκλειστικά μοναχικό και απόλυτα ερμητικό του κόσμο, αδιαφορώντας για τα τεκτενόμενα που συνέβαιναν γύρω του.
Είχε σημαδευτεί, χαρακωθεί η μνήμη του, από το γεγονός εκείνο που δεν περνούσε από κανενός το μυαλό ότι ήταν δυνατό να συμβεί.
Κι όμως, ένα τραγικό συμβάν στιγμάτισε και αποσυντόνισε εντελώς τη μετέπειτα ζωή του.
Είχε αποφασίσει να παέι να συναντήσει τη φίλη του, το ταίρι του, που μέχρι τότε είχαν βάλει πλώρη για την μετέπειτα ζωή τους, να τη διαβούν μαζί και πάντα αγαπημένοι όπως ήταν τόσα χρόνια.
Η μόνη πινελιά που έπρεπε να ’χει βάλει στη μέχρι τώρα κοινή τους διαδρομή ήταν ένας πίνακας ζωγραφικής, παριστάνοντας την ίδια, μα που ακόμα και μέχρι τώρα δεν κατάφερε να τον τελειοποιήσει.
Σαν η μοίρα να τασσόταν ενάντια στα σχέδιά τους και να μην ήθελε να ολοκληρωθεί ποτέ η δική τους ευτυχία, που ήταν αξιοζήλευτη από όλους όσους τους συναναστρέφονταν και ανήκαν στο οικείο ή στο φιλικό τους περιβάλλον.
Η χαρά του ήταν απερίγραπτη που, ενώ σχεδίαζε κρυφά όλο αυτό το έργο τέχνης, μια ακαριαία και απρόσκλητη μοίρα έμελλε να του κακοτυχήσει τις επόμενες ώρες, στιγμές, ακόμα και χρόνια.
Μέσα του, αυτός ο πίνακας αποτελούσε ανταριασμένες σιωπές, που ζητούσαν και επιβαλλόταν πλέον να αποκτήσουν σάρκα και οστά.
Είχε τη δεινή καλλιτεχνική αποτύπωση σε τέτοιο βαθμό, ώστε μόλις έβλεπες ένα πίνακά του, λες και σου μιλούσε, προsπαθώντας να καταλάβει από τις ανάγκες σου τον τρόπο κατάθεσής τους, μέσα από καμβάδες χρωμάτων ή από γκριζόμαυρες παραστάσεις, που δήλωναν και εκδήλωναν αφάνταστα απερίγραπτο το ενδιαφέρον τους και την καρτερικότητά τους για μια ανεπανάληπτη αποδοχή και αποτύπωσή τους στην ψυχή των άλλων.
Επεδίωκε χρόνια αυτό το έργο να το τελειώσει, αλλά όλο και κάτι συνέβαινε και του αποσπούσε την προσοχή, το νoιάξιμο, με αποτέλεσμα πάντα να αναζητά το χρόνο του και το χώρο του προς την τελειοποίησή του.
Μα η μοίρα του φέρθηκε και άπονα και σκληρά. Η κοπέλα του, τη μέρα που σχεδίαζε να τελειοποιήσει το έργο ζωής, όπως το έλεγε, έμελλε να ’ταν και η τελευταία της ζωής της.
Κανένας δεν ήταν ενήμερος για την κατάστασή της, ούτε και ο ίδιος ο καλλιτέχνης της, όπως τον αποκαλούσε.
Με τίποτα στον κόσμο, όπως μου είχε εκμυστηρευθεί σε μια στιγμή αδυναμίας της, αφού και εγώ δεν ήμουν γνώστης αυτού του δράματος που ζούσε.
Από μικρή πάλευε με μια ανωμαλία του καρδιακού της συστήματος, συγγενής καρδιοπάθεια.
Αν δεν το έλεγε, κανείς δεν ήταν σε θέση να το αντιληφθεί, ακόμα και να το παρατηρήσει.
Έσφυζε από ζωή, λαχτάρα και επιθυμία να πραγματοποιήσει και τα πιο τρελά της όνειρα.
Πάντα με έβρισκε αντίθετη σε πολλά της καπρίτσια, όπως τα έλεγα μέχρι εκείνη τη στιγμή, μα μετά κατάλαβα ότι αποτελούσαν κάτι σαν τις τελευταίες της επιθυμίες και είχα μαλακώσει αρκετά τη στάση μου απέναντί της.
Αυτό όμως δεν το ήξερε ο καλός της και είχε αποφασίσει να της χαρίσει τον πίνακα με μια μικρούλα τελετούλα, όπως μου την είχε χαρακτηρίσει.
Ήθελε να της κάνει πρόταση γάμου. Ήταν το όνειρό του, μα ποτέ δε θα μπορούσε, όσο και να ήθελε, να το δει να πραγματοποιείται.
Η Αγνούλα, έτσι την έλεγαν, ήθελε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να δει τον εαυτό της γυναίκα δίπλα στον άντρα των ονείρων της.
Χωρίς να ξέρει κανείς τίποτα, πήρε την απόφαση να κλείσει εκείνη, με τον δικό της τρόπο, όπως ξεχωριστά πίστευε και ήξερε, μόνη της.
Ο καιρός έτρεχε σαν να ήθελε να προφτάσει τις εξελίξεις και να είναι αδιάψευστος μάρτυρας σε ό,τι επρόκειτο να γίνει.
Ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελαν και οι δυο να πουν, που νόμιζες ότι η δράση τους για την πραγματοποίησή τους ξεπερνούσε και την ταχύτητα του φωτός.
Ναι, έφτασε η μέρα που είχαν από κοινού σχεδιάσει, μα ο καθένας θα παρουσίαζε το δικό του έργο όπως ο ίδιος το αισθανόταν καλύτερα.
Στη συγκέντρωση που είχαμε πάει, πρώτος κατέφθασε ο Πόθος, όνομα διαλεχτό και απόλυτα ταιριασμένο με τα φυσικά και ψυχικά του χαρίσματα.
Αυτός είχε μαζί του τον πίνακα ζωής, όπως έλεγε και ξανάλεγε, μα και ένα όμορφο άσπρο κουτάκι με κόκκινη φανταχτερή κορδέλα σε σχήμα καρδιάς.
Κανείς δεν μπορούσε να ’ναι μάρτυρας κακών οιονών για ό,τι επρόκειτο να επακολουθήσει και να μας στιγματήσει για πάντα.
Σε λίγα λεπτά, κατέφθασε και η Αγνούλα, υποβασταζόμενη από μένα.
Θυμάμαι πόσο έντονες και πόσο δραματικές συνάμα ήταν εκείνες οι στιγμές, λες και ο χρόνος ήθελε να παγώσει τη σκέψη μου και το μυαλό μου.
Ανταριασμένες σιωπές ξεπηδούσαν από παντού. Τα πάντα διακατέχονταν από ταραχή, τόσο έντονη, σαν να ξεπηδούσαν από λεπτό προς λεπτό και των δύο τα απωθημένα, τα ζητούμενα για μια ζωή που όμως δεν ήταν και δεν πρέπει να ’ναι δεδομένη για κανέναν από όλους εμάς.
Ο Πόθος ζήτησε με χαμόγελο να πάει κοντά του το ταίρι του, μα πριν καλά καλά καταφέρει να τον πλησιάσει, σωριάστηκε στην αγκαλιά του.
Ένα χαμόγελο, μια υπόσχεση ζωής, φάνηκε στο πρόσωπό της, μαζί με ένα κουτί διαφορετικό από του φίλου της.
Μέσα περιείχε δυο δακτυλογραφημένες σελίδες, περιποιημένες και ζωγραφισμένες σα φόντο, φανταστείτε το, ένα ζευγάρι σε σχημα καρδιάς και από κάτω μια υπόσχεση ζωής, που έλεγε:
Πάντα προσπαθούσα να βρω το κουράγιο να σου μιλήσω, να σου εξηγήσω. Δεν τα κατάφερα, δεν μπόρεσα, δεν ήθελα να σε πληγώσω, να σε πικράνω.
Συγχώρεσέ με Αστέρι της Ζωής Μου, πάντα θα είμαι μαζί σου, θα ’μαι ο φύλακας άγγελός σου.
Πάγωσαν όλοι όσοι ήταν εκεί, εγώ για μια στιγμή, από ότι μου είπαν, είχα χάσει τις αισθήσεις μου, αντιλαμβανόμενη το τι είχε συμβεί.
-
γράφει η Άννα Ζανιδάκη
Τραγικό τέλος! Όμορφα γραμμένο το κείμενό σου …
Πόσο θα ήθελα ένα αίσιο τέλος, Αννιώ μου!
Μπράβο!!!
Χιλιοευχαριστω σε φιλη μου…….