Αντρικό κούρεμα

Δημοσίευση: 21.07.2024

Ετικέτες

Κατηγορία

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες – δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του αλγορίθμου να διαταραχθούν και οι νόμοι της φυσικής να αποκτήσουν μια άλλη μορφή πιο ιδεαλιστική, πιο θρησκευτική, του τύπου «βοήθα Παναγία μου να βρεθεί ένα εμπόδιο στην κατρακύλα της μπάλας και τα δικά μου τα ποδάρια ν αποκτήσουν φτερά και δύναμη και να την προλάβω, διότι άπαξ και δεν την προλάβω, πρώτον δεν θα έχουμε πια μπάλα και δεύτερον ποιος ακούει την μάνα μου, όταν μάθει ότι κυνηγώντας την μπάλα, στην κατηφόρα, είχα περάσει το νοητό απαγορευτικό σύνορο της περιοχής ελέγχου της». 

Δηλαδή το ρέμα. 

Η άλλη επιλογή ήταν να το πάρεις απόφαση, ότι η μπάλα θα κατέληγε σε κάποια άλλη γειτονιά και άρα, πάλι θα την έχανες. Θα έχανες μεν την μπάλα, αλλά θα γλίτωνες την εμπλοκή με την μάνα σου και τις φοβέρες, ότι θα το πει στον πατέρα σου, όταν θα γυρνούσε από την δουλειά και βέβαια ήξερες ότι η εμπλοκή του πατέρα, είχε και οικονομικά κριτήρια τύπου «…εγώ χρειάζομαι ένα ζευγάρι παπούτσια κάθε δυο χρόνια και συ, δεν σε προλαβαίνουμε ρε την μπάλα σου μέσα!»

 Και βέβαια πρέπει να αναφερθεί και το γεωγραφικό γεωπολιτικό της περιοχής ευθύνης των μανάδων εκείνη την εποχή. Η λέξη «ρέμα» είχε διττή σημασία. Διότι είχαμε ρέμα και στα δεξιά μας και στα αριστερά μας. Και είχαν και ονόματα. Το ένα ήταν το ρέμα «Παπάγου». Το άλλο ήταν το ρέμα «Γεφυράκι.»

Αν η μπάλα έφευγε προς Παπάγου μεριά, είχαμε κάποιες πιθανότητες να προλάβουμε τις καταστροφές και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Κανείς δεν θα είχε να μας προσάψει τίποτε. Αν όμως έφευγε προς γεφυράκι, τότε τα δεδομένα μας για τον υπολογισμό της τρεχάλας, της κατάβασης, της επιτάχυνσης της βαρύτητας, τις πέτρες της διαδρομής, τις αναπηδήσεις της μπάλας, τις φωνές της κυρίας Καραλέκα «θα σκοτωθείς τρελόπαιδο», της κυρίας Μαίρης, «έννοια σου… θα το πω στη μάνα σου», ε τότε όλα τα δεδομένα ήταν αρνητικά. 

Ήταν Νόμος. Απαράβατος. Δεν έπρεπε να βλέπουμε προς γεφυράκι μεριά. Άσε που εκεί κάτω στο γεφυράκι περνούσαν και αυτοκίνητα και λεωφορεία και άρα υπήρχε άσφαλτος και περίπτερα και κόσμος πέρα δώθε, και μαγαζιά και γενικά έπαιζε μια κίνηση πολιτισμού, σε αντίθεση με μας τους «ορεσίβιους», που αν κάποτε χάναμε κατά κακή μας τύχη την μπάλα, θα κλωτσούσαμε κοτρόνες και χοντροχάλικα.

Τα καλοκαίρια είχε και μια ζέστη που εμείς αδυνατούσαμε να την καταλάβουμε. Αλλά τα μεσημέρια μας μπουζούριαζαν με το ζόρι για ύπνο, περισσότερο για να μην τρέχουμε μέσα στον ήλιο και λιγότερο για να κοιμηθούμε. Ήταν ένας καταναγκασμός που είχε και τα θετικά του. Δεν έχανες μπάλα, δεν χαλούσες τα παπούτσια σου, δεν μάτωνες τα γόνατά σου. 

Το απόγευμα ξανασυναντιόμασταν. Δηλαδή ο Γιάννης και γω. Δεν είχαμε κι άλλους. Βέβαια ήταν κι ο Γιώργος αλλά εκείνος, τα καλοκαίρια δούλευε με τον πατέρα του. Οπότε ήταν πιο βγαλμένος από εμάς. Κι όταν γύριζε από την Ζωοδόχο – ούτε ξέραμε που έπεφτε αυτό το μέρος, αλλά σαν καλό το ακούγαμε – μας εξιστορούσε όσα συνέβαιναν και όσα έβλεπε εκεί. Ήταν η προέκταση του δικού μας μικρόκοσμου. Τα μάτια μας και τα αυτιά μας. Και έτσι μεγαλώναμε. Μεγαλώναμε και με κάτι γωνιές από την φρατζόλα, παραγεμισμένες με ζαχαρούχο γάλα, να τρως και να στάζει, ή κάτι φέτες ψωμί, πασαλειμμένες με ζάχαρη και νερό ή στην καλύτερη, αλειμμένες με ντοματοπολτό και λάδι. Και φυσικά καταλαβαίναμε ότι μεγαλώνουμε και από τις κουβέντες των γονιών η και των γειτόνων … «το παιδί έφτασε 40 νούμερο παπούτσι, να πας το Σάββατο να του πάρεις ένα ζευγάρι από την βιοτεχνία…» 

Μαζί με τα νούμερα στα παπούτσια, μεγάλωναν και τα μαλλιά. Αλλά αυτό ήταν το εύκολο. Μας πατούσαν ένα κούρεμα γουλί, με μηχανή, και όλοι ήταν χαρούμενοι. Εκτός από εμάς βέβαια… αλλά δεν μας ρωτούσε και κανένας. Άσε που αν μάκραιναν λίγο μας έλεγαν και γεγέδες. «Άντε να πάτε να κουρευτείτε… γεγέδες καταντήσατε.» Και ερχόταν η κυρά Μαίρη με μια χειροκίνητη μηχανή «χράτσα χρούτσα» και μου έκανε την καρκάλα, αεροδρόμιο!. Και μετα το απόγευμα κοίταζα τον Γιάννη, με κοίταζε κι αυτός και ξέραμε ότι για μια ακόμη φορά, είχαμε υποταχθεί στις βουλές των μανάδων μας.

Δεν θυμάμαι ποιος το ανέφερε πρώτος. Όμως ήταν μια έκφραση που έκλεινε μέσα της μια δύναμη. Πρέπει να ήταν ο Γιώργος που την ανέφερε και την είπε και επιτιμητικά κάπως… «μα καλά, εσάς, ακόμα παιδικά σας κουρεύουν;»

Ενώ εκείνος είχε ήδη μεγαλώσει και γνώριζε και τα πέρατα της οικουμένης, την Ζωοδόχο. Και τον κουρεύανε «Αντρικά».

Μας έβαλε σε σκέψεις. Και αφού το συζητήσαμε με τον Γιάννη και αφού μάθαμε ότι στο Γεφυράκι ήταν ένας κουρέας, που κούρευε αντρικά, καταστρώσαμε το σχέδιο. Την επόμενη φορά θα κουρευόμασταν… αντρικά. Στο Γεφυράκι. 

Μόλις είχαμε διαβεί τον Ρουβικώνα. Και δεν το ξέραμε!.

Νιώσαμε έναν άντρα μέσα μας όταν είπαμε στις μανάδες ότι πάμε να κουρευτούμε στον κουρέα. Όχι. Όχι στην κυρία Μαίρη. Τέλος η κυρία Μαίρη. Πλέον χρειαζόμασταν κουρέα. Χασκογέλασαν οι μανάδες με τα καμώματα μας, είπαν κάτι χουχουμουχου μεγαλώνουν τ αγόρια μας πια… και θα κουρευτούν και αντρικά. Μωρέ τι μας λες… Μας έδωσαν κάτι φραγκοδίφραγκα να πληρώσουμε τον κουρέα, φορέσαμε το καλό μας το κοντό το παντελόνι διότι στο γεφυράκι, εκτός των άλλων καλών, είχαμε μάθει ότι υπήρχαν και κορίτσια, οπότε έπρεπε να παρουσιαστούμε και ’μεις με κάποια σοβαρότητα όσο νά ’ναι. Και κατεβήκαμε την κατηφόρα για πρώτη φορά χωρίς να χρειαστεί να κυνηγάμε κάποια μπάλα. Σοβαροί και μετρημένοι. Φτάσαμε μέχρι το σχολείο για να πάρουμε τα σκαλοπάτια που θα μας κατέβαζαν ακριβώς στο γεφυράκι. Το απόβραδο άναβε λίγα φώτα στη λεωφόρο και τα μαγαζάκια λαμπύριζαν. Κάπου εκεί ήταν και ο κουρέας. Σταθήκαμε λίγο από έξω. Τον βλέπαμε να χτυπάει με μια άσπρη πετσέτα ένα κόκκινο κάθισμα, να μαζεύει μετα με μια σκούπα ό,τι τρίχες είχαν πέσει στο πάτωμα, να ταχτοποιεί κάποια ασημί δοχεία σαν κύπελλα, που μέσα είχαν ένα κοντό και χοντρό πινέλο, να τα βάζει στην σειρά μπροστά σ΄ έναν τεράστιο καθρέφτη με χρυσαφί περίγραμμα. Να καληνυχτίζει έναν πελάτη και να καλωσορίζει ένα άλλον, πάντα με ένα βλοσυρό και σοβαρό, αγέλαστο σχεδόν πρόσωπο, να του περνάει τινάζοντας μια νέα λευκή πετσέτα γύρω από το λαιμό και με το πινέλο να του γεμίζει το πρόσωπο με κάτασπρο αφρό. Κοιταχτήκαμε με τον Γιάννη. Είχε φτάσει η ώρα να μπούμε. Έπρεπε να μπούμε και να πούμε τι θα θέλαμε… Και μετα θα βλέπαμε το αποτέλεσμα. Πήραμε ανάσες και μπήκαμε.

Καλησπέρα, καλησπέρα τι θα ήθελαν τα παιδιά;

Να κουρευτούμε, μάλιστα αμέσως καθίστε. 

Τελείωσε με το ξύρισμα τον προηγούμενο, έπιασε ένα δοχείο μεταλλικό στο σχήμα της μπάλας και του θυμιατού μαζί, το τίναξε στις ανοιχτές χούφτες του, άπλωσε κάτι αρώματα με μικρές σφαλιαρίτσες στα μάγουλα του κυρίου, με έκπληξη είδε κάποιες τρίχες να έχουν ξεφύγει από το μουστάκι, πήρε ένα ψαλίδι, έκανε μερικά χράτς χρούτς στον αέρα λες και ζέσταινε τις λεπίδες του και μετά, με δυο αριστοτεχνικά κοψιματάκια…. Χρααατς, πήρε τις δυο άτυχες τριχούλες, ανάμεσα στο ρουθούνι και το μουστάκι του κυρίου, είπε ένα «μετσιγίες σας», τον άφησε να σηκωθεί ενώ συνέχιζε με την πετσέτα να του τινάζει τον γιακά και τα μανίκια του, μπας και κάποια ξεχασμένη τρίχα τον βάραινε.

Καθόμασταν αμίλητοι και παρατηρούσαμε την σκηνή. Πρέπει να είχαμε ένα φόβο σε όσα άγνωστα, συνέβαιναν, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Μετά ήρθε η ερώτηση. Κρίσιμη ερώτηση. «πως θα τα πάρουμε;». Κοιταχτήκαμε πάλι με τον Γιάννη. Είχαμε την απάντηση στα χείλη μας. Έπρεπε να πούμε «…ε…αντρικά» αλλά δεν έβγαινε. Μας διευκόλυνε ο κουρέας… «μοντέρνα με φούντα, έτσι;;» ξανακοιταχτήκαμε. Τι ειν τούτο πάλι… μοντέρνα με φούντα δεν το ξέραμε. Ο κουρέας το κατάλαβε και άρχισε κουνώντας τα χέρια του να περιγράφει τι σημαίνει με φούντα… «Αφήνουμε μια σαν φούντα εδώ, μπροστά, έτσι να έχετε λίγα μαλάκια εδώ μπροστά… τα υπόλοιπα τα παίρνουμε εντελώς!» « Κάτι σαν μαξιλαράκι» και συνέχιζε να κουνάει τα χέρια του και να μας δείχνει ένα παραλληλόγραμμο στο κεφάλι μας πάνω από το μέτωπο ακριβώς. Πριν προλάβουμε να χωνέψουμε αυτό το καινούργιο νέο σύστημα «με φούντα», είχαμε βρεθεί κουρεμένοι και οι δυο να κοιτάζουμε την μούρη μας στον καθρέφτη και να χαϊδεύουμε την «φούντα» πάνω από το μέτωπό μας. Είχαμε μια χαρά. Πρέπει να γελούσαν και τα «μουστάκια μας» κι ας ήμασταν ακόμα αμούστακα. Είχε αλλάξει η φυσιογνωμία μας αλλά και η διάθεση μας. Μας είχε πιάσει ένας ναρκισσισμός να κοιταζόμαστε σε καθρέφτες και σε τζαμια στα φωτεινά και στα σκοτεινά και όπου τέλος πάντων μπορούσε μια αντανάκλαση να εμφανίσει εμάς και την χαρά μας για το νέο μας πρόσωπο. Και έτσι ούτε που καταλάβαμε ότι είχαμε ανεβεί την ανηφόρα και τα ατελείωτα σκαλιά μέχρι το δημοτικό και σχεδόν είχαμε φτάσει στα σπίτια μας. Άντε γεια τα λέμε αύριο. Και μπήκαμε μέσα σαν τον Ιούλιο Καίσαρα στη Ρώμη.

Η μάνα μου με μια ποδιά μπροστά της ξέπλενε μια κατσαρόλα στον νεροχύτη, ένα ραδιόφωνο μουρμούριζε της «Λαρίσης το ποτάμι» και γω είχα ετοιμαστεί να εισπράξω μερικά χιλιόγραμμα θαυμασμού για το νέο κούρεμα. Όπως γύρισε αργά να με δει, της έπεσε η κατσαρόλα απ’ τα χέρια και άνοιξε το στόμα της λες κι έβλεπε βρικόλακα. «Τι ειν’ αυτό παιδάκι μου;» «…φούντα ρε μάνα, μοντέρνο αντρικό κούρεμα», «Φούντα είπες;…. Φούντες έχουν οι εύζωνοι στα τσαρούχια τους, όχι ο γιος μου στο κεφάλι του». Στεκόταν άναυδη εμπρός μου και γω ξεροκατάπινα. Πρέπει να είπε πολλά για τα αντρικά κουρέματα, για το γεφυράκι, για τους ευζώνους, για τις φούντες, για το ότι δεν την ακούω, τι θα κάνει με μένα που κάνω του κεφαλιού μου, για τον πατέρα μου, που αν επιστρέψει απ’ την δουλειά και με δει με την «φούντα….. ακούς εκεί φούντα» θα με κρεμάσει ανάποδα και δώστου να πηγαινοέρχεται απ’ την κουζίνα μέχρι το υπνοδωμάτιο και να ρίχνει κάτι φαρμακερές ματιές στην φούντα μου. 

Ξαφνικά σταμάτησε. Άγαλμα σε αργή κίνηση. Μια κραυγή – ιαχή διέσχισε τον δρόμο μας έστριψε δεξιά στο στενό, πέρασε δυο σπίτια κι έφτασε στον σωστό παραλήπτη.

Μαιιιιιιιιιιιιρηηηηηηηηη πάρε την μηχανή κι έλα.

Και ήρθε. Με δυο χράτς χρούτς το μέλλον της φούντας μου είχε γίνει παρελθόν. Το κεφάλι μου είχε επανέλθει σε επίπεδα πολέμου Κορέας και είχα γλυτώσει και το κρέμασμα απ’ τον πατέρα μου, όταν γύρισε απ’ την δουλειά. Ο Γιάννης την είχε γλιτώσει για την ώρα. Η μάνα του, πιο της διπλωματίας, δεν είχε αρχίσει να ωρύεται και να φωνάζει την Μαίρη μέσα στην νύχτα σαν την δικιά μου. Μερικές ημέρες μετα, είχε και η δική του η φούντα την ίδια κατάληξη. Καθίσαμε πάλι το Σάββατο στο πεζούλι του κρητικού, που είχε σκιά, χαζεύαμε και σχολιάζαμε οόποιον τύχαινε να περνάει εκείνη την ώρα απ’ τον δρόμο. Λίγο πιο κάτω σ ένα μικρό λευκό μεταλλικό τραπεζάκι, μες στην σκιά μιας βεράντας, οι πατεράδες μας και μερικοί ακόμα της γειτονιάς, έπαιζαν χαρτιά γελώντας και χτυπώντας τα τραπουλόχαρτα στο τραπέζι. Κάποια στιγμή ο κύριος Νίκος ακούστηκε να λέει ότι πρέπει να φύγει «να πεταχτώ μέχρι τον κουρέα να μου τα πάρει λίγο…» Κοιταχτήκαμε με τον Γιάννη. Βλέπαμε τον κύριο Νίκο να σηκώνεται απ’ το τραπέζι. Βλέπαμε το κεφάλι του να γυαλίζει στο μεσημεριανό ήλιο καθώς έφευγε προς το κουρείο. 

«Μα πάνε και οι καραφλοί στον κουρέα;». Δεν ξέρω ποιος απ’ τους δυο μας, έκανε την ερώτηση. Ίσως να την κάναμε και οι δυο μαζί. Κοιταζόμασταν και είχαμε σκάσει στα γέλια. Γέλια μέχρι δακρύων στο πεζούλι, προσπαθώντας να συλλαβίσουμε μια πρόταση… Τον είχαμε φανταστεί να γυρίζει απ’ τον κουρέα. Είχαμε φανταστεί το αδύνατο, το είχαμε κάνει εικόνα ήδη. Για εμάς, είχε ήδη συμβεί. Και έπρεπε να βγει και με λέξεις, ανάμεσα στα γέλια και στα δάκρυα απ’ τα γέλια μας.

«Λες να γυρίσει και να έχει κουρευτεί με φούντα;»

_

γράφει ο Φώτης Λούκας

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 16 – 17 Νοεμβρίου 2024

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 16 – 17 Νοεμβρίου 2024

Real News Καθημερινή  Πρώτο Θέμα  Το Βήμα της Κυριακής   Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με...

Διανύοντας την εσχάτη

Διανύοντας την εσχάτη

Τετάρτη απόγευμα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας. Σιωπή ασυνήθιστη στην πτέρυγα των μελλοθανάτων. Από ένα κελί μόνον ακούγονταν ομιλίες. Οι άλλοι έχουν στήσει αυτί.  «Έρχεται το φαγητό;».  «Όχι. Είναι το καρότσι με τα βιβλία». «Έχεις δίκιο. Το άλλο τρίζει...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Υπόγεια ρεύματα

Υπόγεια ρεύματα

Εμφύλιος πόλεμος και στα δύσβατα και απαράκλητα βουνά που πολεμούσαν οι φαντάροι, συνήθιζε τα δύο στρατόπεδα να τα χωρίζει ένας πλατύς ποταμός. Ο ποταμός αυτός δεν είχε όνομα γιατί κάθε φορά που μετακινούνταν τα πεδία των μαχών, ο ποταμός ακολουθούσε την ίδια πορεία,...

Η αφιέρωση

Η αφιέρωση

ΤΟΝ ΕΙΔΕ ή δεν τον είδε; Ιδού η απορία, η οποία δυστυχώς δεν θα λυθεί σε κάποιο άδηλο σαιξπηρικό μέλλον, αλλά σήμερα το βράδυ όταν επιστρέψει στο σπίτι του. Η γυναίκα του ήταν που γύρισε το κεφάλι μέσα από το Καγιέν, το οποίο έστριβε αργά από την Ακαδημίας προς την...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου