Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ σε αυτήν την παραλία να κοιτάζω τους γλάρους και να γεύομαι την μεθυστική αλμύρα της ατίθασης θάλασσας, το μόνο που επιθυμώ είναι να παραμείνω σε αυτόν τον αλλόκοτο τόπο που μου μιλά μέσα από τα τοπία του. Πριν λίγο τα χέρια μου άγγιξαν τα δροσερά βότσαλα του γιαλού και μια αίσθηση ξεγνοιασιάς τύλιξε την σκιά μου. Μέχρι πριν τέσσερις ώρες βρισκόμουν στον βυθό μιας εβένινης ζωής όπου η άπνοια των στιγμών είχε βυθίσει τα όνειρά μου. Ζούσα σε μια γκρίζα παγωμένη πόλη όπου άνθρωποι σκυθρωποί σχεδόν πεθαμένοι τριγυρνούσαν για να βρουν κάτι δεν τους ενδιέφερε εάν ήταν φαγητό ή κάποιο ξεχαρβαλωμένο αντικείμενο ή κάποια κομμένη κλωστή, ήθελαν μονάχα να βρουν μια αρχή για να πιαστούν από την πρόσκαιρη λιακάδα της και να βγουν από την κινούμενη άμμο στην οποία βυθίζονταν μέρα με τη μέρα. Θυμάμαι κάποτε ένα μικρό παιδί να κουβαλά ένα βαρύ σακί στην πλάτη του, σταμάτησα για να το βοηθήσω, αμέσως τραβήχτηκε και μου είπε πως αυτοί που το ανάγκασαν να το κουβαλά του απαγόρευσαν να απαλλαγεί έστω και για λίγο από τις ευθύνες του, οι οποίες βρίσκονταν μέσα σε αυτό το τσουβάλι και ολοένα θα μεγάλωναν μέχρι που θα γίνονταν στοιχειά και θα τον έτρωγαν.
Τώρα αγναντεύω τον ορίζοντα είναι η πρώτη φορά που το βλέμμα μου κυλά πάνω στο φως παίζει μαζί του θέλει να τραβήξει την προσοχή του και να φτιάξουν μια αόρατη σχέση, το βλέμμα δύσκολα θα συνηθίσει ξανά στο υπόγειο του ηθικού κόσμου. Η μνήμη μου με βομβαρδίζει με εικόνες για να μου δείξει το σκληρό της πρόσωπο και να με επιπλήξει για την άναρχη συμπεριφορά μου. Σιγοτραγουδώ τραγούδια της παιδικής μου ηλικίας για να αποφύγω την σύγκρουση μαζί της. Είναι δύσκολο να ματώσουν τα χέρια σου ξανά από τον φόβο της καθημερινής αβεβαιότητας. Περπατάς πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, εκεί εκτελείς όλες τις προγραμματισμένες σου κινήσεις αν παραπατήσεις δεν υπάρχει περιθώριο να αλλάξεις τον βηματισμό σου θα βρεθείς στο κενό. Τότε θα σε μαζέψουν οι αλάνθαστοι επιστάτες και θα σε παραπέμψουν σε δίκη, η οποία δεν θα γίνει ποτέ αλλά θα καταδικαστείς σε θάνατο.
Μια πεταλούδα με πλησιάζει ζηλεύω την ελευθερία της και την ανοιξιάτικη περιβολή της. Έχω χρόνια να ανταμώσω την άνοιξη στον τόπο μου ο χειμώνας είναι ένα αιωνόβιο δέντρο, το οποίο τρέφεται από τις πληγές μας. Η πεταλούδα δεν σταματά να περιστρέφεται γύρω μου, εγώ προσπαθώ να την πιάσω όχι για να την αιχμαλωτίσω αλλά για να δω από κοντά την ευτυχία. Tα καταφέρνω. Με τα ακροδάχτυλά μου ψηλαφώ αυτή την εύθραυστη οντότητα, νομίζω ότι προσπαθεί να μου πει κάτι σταματώ την έρευνα και κρατώ την αναπνοή μου για να μην βεβηλώσω τα λόγια της.
«Έρχονται συχνά εδώ άνθρωποι που βρίσκονται σε εσωτερική αποσύνθεση, τους ξεβράζει η θάλασσα της απόγνωσης. Μένουν για λίγο μέχρι να σβήσει και το τελευταίο άστρο στον ουρανό» μου ψιθυρίζει η πεταλούδα κι ύστερα χάνεται μέσα στο δάσος, το οποίο βρίσκεται ακριβώς από πίσω μου.
Σηκώνομαι τινάζω τα ρούχα μου και ξεκινώ να περπατώ ενώ παρατηρώ τα κύματα να σβήνουν τα χνάρια μου από το ευμετάβλητο χαλί της άμμου. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω μια φιγούρα, η οποία με καρτερεί στο τέλος της παραλίας μου αποσπά την προσοχή. Όσο πλησιάζω προς το μέρος της διακρίνω την μοναδικότητά της και συνάμα με κάνει να απορώ πώς ένας χιονάνθρωπος αντέχει κάτω από αυτές τις κλιματολογικές συνθήκες. Χωρίς να νιώθω τύψεις για την αδιακρισία μου, τον πλησιάζω και τον ρωτώ για ποιο λόγο βρίσκεται σε αυτό το μέρος.
«Οι άνθρωποι έχασαν και την τελευταία φλόγα ευτυχίας που είχαν μέσα τους, έτσι εγώ βρέθηκα μόνος να στέκω στο κέντρο μιας πλατείας δίχως την πνοή των παιδιών» μου απαντά αυτό το ιδιαίτερο πλάσμα.
Πριν προλάβω να σχηματίσω την επόμενη ερώτηση, ο χιονάνθρωπος λιώνει μπροστά στα μάτια μου, η θάλασσα με τα αλλεπάλληλα κύματά της τον εξαφανίζει κι εγώ παίρνω λίγη άμμο και την σκορπώ σαν φόρο τιμής σε αυτό το λησμονημένο πλάσμα.
Δεν κλαίω από καιρό έχω πάψει να συγκινούμαι με απώλειες και θλιβερά συμβάντα. Ο τόπος, ο οποίος ζούσα μέχρι πριν λίγες ώρες καθημερινά κατακλυζόταν από θανάτους, έτσι η ψυχή μου σκλήρυνε συνήθισε τους μαυροφορεμένους πρωταγωνιστές, οι οποίοι άνοιγαν κι έκλειναν την παράσταση της ζωής μου.
Συνεχίζω να περπατώ στρέφω το βλέμμα στον καταγάλανο ορίζοντα μια ρευστή νηνεμία τριγυρνά στις γειτονιές του ουρανού. Τα σύννεφα ατάραχα ρεμβάζουν τα δρώμενα της γης ενώ αλλάζουν όψη για να μας επιδείξουν την ικανότητά τους στις μεταμορφώσεις. Ξαφνικά ξεπροβάλει μια βάρκα ο ήλιος δεν με αφήνει να δω εάν υπάρχουν άνθρωποι στο εσωτερικό της. Όσο πλησιάζει ακούω ψίθυρους μέχρι να ανοιγοκλείσω τα μάτια σαν αντίδραση προς το πείσμα του ήλιου βλέπω τρία χελιδόνια να πετούν έξω από το ξύλινο σκαρί. Δεν φεύγουν μακριά αλλά σωριάζονται στην χρυσαφένια άμμο. Φαίνονται ταλαιπωρημένα τα φτερά τους έχουν χάσει την παιχνιδιάρικη ζωντάνια τους, δίχως δεύτερη σκέψη γονατίζω για να περιθάλψω αυτές τις τρεις ψυχές. Το χελιδόνι που βρίσκεται πιο κοντά μου δεν τρομάζει με την παρουσία μου αλλά μου ζητά βοήθεια. Έτσι μαθαίνω την ιστορία τους. Μου λένε πως οι άνθρωποι θολωμένοι από το σκοτάδι του χειμώνα ξέσπασαν την οργή τους επάνω τους, καταστρέφοντας την άνοιξη που είχαν φτιάξει εκείνα με τα λιγοστά άνθη που είχαν απομείνει. Τους ρωτάω για τον τόπο μου δεν μου απαντούν κλείνουν τα μάτια νιώθω τον πόνο τους ευτυχώς λυτρώθηκαν.
Συνεχίζω να περπατώ σαν ανυπότακτη ψυχή ενώ η αύρα του τόπου κατακλύζει το κορμί μου. Κάποια στιγμή σταματώ και κάνω μια περιστροφή γύρω από τον άξονά μου, στο υψηλότερο σημείο αυτού του παράξενου μέρους βλέπω έναν άντρα που μοιάζει με ζητιάνος να μου κουνά το χέρι λες και είμαστε φίλοι ή συγγενείς. Δεν με φοβίζει η ανήλιαγη περιβολή του, έτσι παίρνω το μονοπάτι για να φτάσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα κοντά του. Όσο πλησιάζω διακρίνω τον χρόνο να έχει λεηλατήσει με τον πιο σκληρό τρόπο την ψυχή και το σώμα αυτού του ανθρώπου. Τώρα είναι καθισμένος πάνω σε μια λεία πέτρα γύρω του τα κλαδιά των δέντρων σαν όρνια τον περιτριγυρίζουν, εκείνος με τα ερείπια της ζωής του στοιβαγμένα στο βλέμμα κοιτάζει προς το μέρος μου λες και ήξερε πως θα έρθω. Δεν τολμώ να ξεκινήσω εγώ την κουβέντα τον αφήνω να κινήσει αυτός τα νήματα της στιχομυθίας μας.
«Θα αναρωτιέσαι πώς βρέθηκες εδώ και ποιος είμαι εγώ. Μην στεναχωριέσαι θα σου λύσω αμέσως τις απορίες σου. Αυτό το μέρος στο οποίο βρισκόμαστε είναι ένας τόπος ανάμεσα στην ζωή και στον θάνατο, στην ουσία είναι άυλος δεν θα τον βρεις καταγεγραμμένο πουθενά. Εδώ καταφεύγουν όσοι άνθρωποι βρίσκονται σε απόγνωση και αναζητούν μια ανάπαυλα από την ακατάπαυστη ροή του γήινου χρόνου. Δεν έχει όνομα αυτός ο τόπος, ενστικτωδώς το σώμα σε οδηγεί σε αυτή την λωρίδα γης, ούτε εγώ έχω όνομα ή μπορεί να μην το θυμάμαι κιόλας, μπορείς να με αποκαλείς ταξιδευτή».
«Δεν θέλω να γυρίσω πίσω».
«Αυτό λυπάμαι αλλά δεν γίνεται πρέπει να αντιμετωπίσεις τις συνέπειες».
Με ένα τεράστιο ερωτηματικό να πλανάται στην έκφραση του προσώπου μου και μια αγωνία να έχει μετατρέψει τις φλέβες μου σε λάβα ηφαιστείου παίρνω την απόφαση να φύγω μακριά από τον ταξιδευτή. Λίγο πριν κάνω μεταβολή εκείνος ο άντρας σκορπίζει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κι εγώ βρίσκομαι ξανά πίσω στην φρίκη του τόπου μου.
Εγώ είμαι απλά ένας άνθρωπος όπως εσείς και για να διαβάζετε αυτές τις λέξεις πάει να πει πως βρήκατε το σημείωμά μου, το οποίο είχα θάψει βαθιά μέσα στην άμμο του ανώνυμου τόπου.
Υ.Γ. Μην απελπίζεστε τα όνειρα σύντομα θα ανθίσουν ξανά και να θυμάστε ότι η ευτυχία διαρκεί όσο μια αναπνοή.
_
γράφει η Ολυμπία Θεοδοσίου
0 Σχόλια