Φόβος
Φοβάμαι.
Φοβάμαι πως θα ’ρθει εκείνη η μέρα που μονάχα θα υπάρχω, μα δεν θα ζω.
Ένα χέρι πλησιάζει.
Είναι κρύο.
Φοβάμαι.
Το χέρι που κάποτε αγκάλιαζε τις πληγές μου – ή έτσι νόμιζα, τουλάχιστον –
τώρα έχει γίνει ένας βαρύς βράχος που προσπαθεί να με αφανίσει.
Φοβάμαι.
Και πώς να μην φοβάμαι, άλλωστε;
Έχω φωνή,
μα δεν βγαίνει μιλιά.
Σε κοιτώ και παγώνω.
Μην πλησιάζεις.
Φοβάμαι.
Γιατί να έχει τόσο κρύο το μέρος τούτο;
Εγώ το θυμάμαι τόσο ζεστό το δωμάτιο αυτό.
Κάνω λάθος;
Παγώνω.
Ξαφνικά, ένα ψυχρό αεράκι διαπερνά το ζεστό μου μάγουλο.
Κλαίω.
Σπαράζω.
Ακόμη δεν αντιλήφθηκα πώς και γιατί το έκανες.
Εγώ είμαι.
Θυμάσαι;
Εγώ.
Όταν το αντιλήφθηκα, δεν τόλμησα να ξεστομίσω λέξη.
Φοβόμουν.
Ξαπλώνω.
Φοβισμένη, κάνω πως κοιμάμαι, μα μέσα μου μετράω αντίστροφα.
Περιμένω την κατάλληλη στιγμή.
Μία είναι η λύση:
Η φυγή.
Μα πώς;
Φοβάμαι…
_
γράφει η Μαρία Μερόλλι
0 Σχόλια