Μια πόρτα άνοιξε πίσω της. Ένιωσε τον βαρύ ίσκιο του να απλώνεται στο χώρο. Άκουσε την παλιά ψάθινη καρέκλα να τρίζει. Η αναπνοή της έμεινε να αφουγκράζεται. Ένα σούρσιμο κι ένα απαλό ρυθμικό χτύπημα των δακτύλων του στο τραπέζι. Έκανε να κινηθεί, μα τα πόδια της δεν υπάκουαν. Εκεί, σαν ένας πελώριος μαγνήτης να την κρατούσε ακινητοποιημένη.
Περίμενε. Περίμενε την επόμενη κίνηση. Περίμενε να την ακούσει. Να την αισθανθεί στον αέρα που έμοιαζε τόσο πηχτός γύρω της, σαν λάσπη. Το κορμί της ήταν τυλιγμένο από αυτή τη γλοιώδη μάζα, αδύναμη να ξεφύγει.
Ένα τσακ τράνταξε την ατμόσφαιρα κι έκανε την λάσπη να ριγήσει. Και μετά ο γνωστός ήχος του τσιγαρόχαρτου που καίγεται. Βανίλια. Τα μόρια του καπνού διαχύθηκαν, αναμίχθηκαν με τη λάσπη. Κάθε ανάσα της πια είχε το άρωμα της βανίλιας.
Και μετά σιωπή. Τα χέρια της λύθηκαν. Τα πόδια της λύγισαν. Η φωνή βγήκε επιτέλους από τα πνευμόνια της. Η λάσπη μετατράπηκε και πάλι σε αέρα. Έναν αποπνικτικό αέρα. Με άρωμα βανίλιας.
Σ’ όλη της τη ζωή, η Μαργαρίτα, απέφευγε ο,τιδήποτε είχε αυτό το άρωμα. Ποτέ δεν μπήκε βανίλια στο σπίτι της. Κανένα γλυκό της δεν αρωματίστηκε με αυτήν. Κανένα καλλυντικό της δεν είχε το παραμικρό ίχνος από αυτήν. Τα παιδιά της έτρωγαν κρυφά παγωτό βανίλια και έτρεχαν να πλύνουν τα δόντια τους πριν το πάρει είδηση η μάνα τους.
Ούτε η λέξη δεν επιτρεπόταν να ακουστεί στο σπιτικό της. Έπρεπε να σβηστεί από παντού. Από τα λεξικά, από τα παραμύθια, από τις ταινίες, από τ΄ απορρυπαντικά, τα σαμπουάν, το κορμί της. Έπρεπε να διώξει μακριά αυτήν την απαίσια μυρωδιά που την έκαιγε μέχρι βαθιά στα σπλάγχνα της.
Και θα το είχε καταφέρει. Με τη βοήθεια του χρόνου. Γιατί αυτός ξέρει να γιατρεύει. Ξέρει να θολώνει τη μνήμη. Να σβήνει τα ίχνη και να μετατρέπει τους εφιάλτες σε μακρινή ηχώ. Έτσι που να μην ξέρεις ποτέ τι υπήρξε αληθινό και τι φανταστικό.
Ναι. Η Μαργαρίτα ήταν πολύ κοντά στο να ξεχάσει. Μέσα από τα χαχανητά του Γιώργη της και της Σμαρούλας. Μέσα από τραγούδια παιδικά και ζωγραφιές χρωματιστές με ουράνια τόξα και πολεμιστές και δράκους που έβγαζαν φωτιές απ’ τα ρουθούνια. Μέσα από κούκλες με μακριά γυαλιστερά μαλλιά και ξύλινα αλογάκια. Μέσα από καλικαντζούρες σε σχολικά τετράδια και παιδικά νυσταγμένα μάτια.
Μα όσα προσπάθησε ο χρόνος να πετύχει μες στα χρόνια, τα ανέτρεψε η στιγμή.
Ήταν εκεί. Ήταν εκείνος. Άσπρα μαλλιά, γενειάδα κιτρινισμένη απ’ το τσιγάρο, χέρια σκελετωμένα με φλέβες μελανές. Δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνον. Μα ήξερε. Ήτανε σίγουρη. Ένα σύννεφο βανίλιας τον ακολουθούσε καθώς έσερνε τα βήματα του με το κεφάλι γυρτό και την πλάτη τσακισμένη. Σήκωσε το βλέμμα του πάνω της. Οι κόρες των ματιών του ήταν καλυμμένες από λευκά λέπια. Δεν θύμιζαν σε τίποτα τα κάρβουνα που έλαμπαν στο σκοτάδι μέσα στη νύχτα. Κι όμως. Ήταν αρκετό αυτό το βλέμμα για να κάνει τη Μαργαρίτα να το βάλει στα πόδια.
Βρέθηκε στο μπάνιο του σπιτιού της να τρίβει με μανία το δέρμα της. Έπρεπε να βγάλει αυτήν την άθλια μυρωδιά από πάνω της. Να την εξαφανίσει. Αίματα έσταζαν στον πάτο της μπανιέρας μα εκείνη συνέχιζε. Συνέχιζε να γδέρνει το σώμα της με λυγμούς να την τραντάζουν σύγκορμη. Μέχρι που οι αισθήσεις της την εγκατέλειψαν.
Ξύπνησε σε ένα λευκό δωμάτιο νοσοκομείου. Δίπλα της τα παιδιά της. Η Σμαρούλα κι ο Γιώργης της. Και απ΄ την άλλη μεριά του κρεβατιού ο Μανόλης, ο άντρας της, με μάτια γεμάτα απορία και συμπόνια. Είδε τα μπράτσα της. Ήταν γεμάτα πληγές. Σάρκες ξεσκισμένες σαν να είχε παλέψει με δαίμονες. Δεν τη ρώτησαν. Κι ας φαινόταν μες τα μάτια τους ένα τεράστιο ερωτηματικό.
Κανείς δεν μίλησε ποτέ γι’ αυτό το συμβάν. Όλη η οικογένεια στάθηκε στο πλευρό της. Μέχρι που οι πληγές έκλεισαν. Αυτές που είχε στο δέρμα. Γιατί οι άλλες, αυτές που μάτωναν την ψυχή της, έμεναν ορθάνοιχτες. Και βρωμοκοπούσαν. Σάπιο κρέας και βανίλια.
Η εικόνα του γέρου με τα σβησμένα μάτια την κυνηγούσε στον ύπνο και στο ξύπνιο της. Ήταν εκεί. Κάθε βράδυ. Να της στοιχειώνει τη ζωή. Τη ζωή που με τόσο κόπο είχε χτίσει. Τίποτα πια δεν της έδινε χαρά. Ούτε τα παιχνίδια και τα γέλια των παιδιών της. Ούτε η αγάπη του Μανόλη που την παρακολουθούσε ανήμπορος να βουλιάζει στην κατάθλιψη. Κάποια μέρα δεν άντεξε. Τη ρώτησε. Τι συνέβη; Γιατί; Σε πείραξε κανείς; Γιατί δε μου μιλάς;
Τι να πει; Τι να πει;
Πέρασαν μήνες από το συναπάντημα με το παρελθόν της. Η Μαργαρίτα συνήλθε. Τη βοήθησε κι ο ψυχίατρος που κατάφερε να βγάλει από μέσα της όλα αυτά που έκρυβε για χρόνια. Τόση λάσπη, τόση βρωμιά, τόση βανίλια! Καθάρισε. Επιτέλους, ένιωθε πως ήταν πια καθαρή.
Εκείνο το πρωί, η Μαργαρίτα, έβαλε το λευκό της φουστάνι, που της είχε αγοράσει ο Μανόλης πριν χρόνια, αλλά ποτέ της δεν είχε φορέσει. Έφτιαξε τα μαλλιά της και ξεκίνησε για το γηροκομείο. Τον αναζήτησε στο προαύλιο. Καθόταν σε μια γωνιά μοναχός. Με το κεφάλι σκυμμένο στο πάτωμα. Τα χέρια του έτρεμαν. Η Μαργαρίτα πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε. Στάθηκε απέναντί του. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να διακρίνει τη σιλουέτα που βρισκόταν μπροστά του.
“Με θυμάσαι;”, άκουσε τη φωνή της να βγαίνει τρεμάμενη. Εκείνος, φάνηκε να προσπαθεί να καταλάβει απ’ τη φωνή κι απ’ όσο φως μπορούσε να δει. “Είμαι η κόρη σου”, συνέχισε η Μαργαρίτα. Ο γέρος τινάχτηκε. Κάτι πήγε να πει. Κάποιες συλλαβές που ελάχιστα θύμιζαν το όνομα της. Ένας μορφασμός που δεν ξεχώριζες αν ήταν χαμόγελο ή πόνος. Η Μαργαρίτα έμεινε εκεί, σταθερή, να τον κοιτά στα μάτια. Ήθελε να πει πολλά. Να τον κάνει να πονέσει όπως πόνεσε εκείνη. Να του θυμίσει όλα εκείνα που έκανε πάνω στο παιδικό κορμάκι της. Και να τον φτύσει. Να φτύσει για πάντα από μέσα της τη γεύση της βανίλιας.
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό τού γέρου. Προσπάθησε να πει ξανά το όνομα της. Το σφύριγμα όμως απ το λαρύγγι του κατάπινε τις λέξεις.
Η Μαργαρίτα δεν είχε διάθεση πλέον να μιλήσει. Είπε μόνο, για να τ’ ακούσει κι ή ίδια. “Εσύ όμως δεν είσαι ο πατέρας μου. Ποτέ δεν ήσουν”.
Γύρισε στο σπίτι της με ένα χαμόγελο στο στόμα κι ένα πακέτο στο χέρι. Ο Μανόλης ξαφνιάστηκε, έτσι όπως την είδε χαρούμενη, μέσα στο λευκό της φόρεμα. Η Μαργαρίτα τον αγκάλιασε με την πιο σφιχτή αγκαλιά που είχε δώσει ποτέ στη ζωή της. Μετά, φώναξε στα παιδιά. “Παιδιά ελάτε! Έφερα παγωτό. Βανίλια”.
_
γράφει ο Τάσος Κυρτάσογλου
0 Σχόλια