Με τον Ρίτσο, «συναντηθήκαμε» πρώτη φορά πριν έξι χρόνια, όντας ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο όσον αφορά την ενασχόληση μου με το χώρο της λογοτεχνίας. Η πρώτη μας «επαφή» έγινε, ακριβώς, με το έργο αυτό του Γιάννη Ρίτσου, το όποιο έκτοτε με συνοδεύει ως πηγή έμπνευσης. Ακόμη θυμάμαι τον ενθουσιασμό και τον άκρατο θαυμασμό που μου προκάλεσε η πρώτη ανάγνωση της Σονάτας. Στην αρχή μου φάνηκε ως ένα μακροσκελές ποίημα καθαρά ερωτικό, δομημένο πάνω στο δίπτυχο των εννοιών λήθη – θάνατος. Έπρεπε να περάσει ένας χρόνος μελέτης του ως άνω ποιήματος του Ρίτσου για να «αποκρυπτογραφήσω» τα βαθύτερα νοήματα του, αυτά που ο ποιητής κρύβει πίσω από το επίτηδες πρόχειρα δομημένο ερωτικό σκηνικό και το διαρκές πέπλο του θανάτου και της λήθης, που απλώνεται στο «μεγάλο δωμάτιο παλαιού σπιτιού».
«Η Σονάτα του Σεληνόφωτος» αποτελεί την πρωιμότερη (Ιούνης 1959) από τις μακροσκελείς συνθέσεις της «Τέταρτης Διάστασης», της ποιητικής συλλογής του Γιάννη Ρίτσου που περιλαμβάνει τα λεγόμενα θεατρόμορφα ποιήματα του. Τοποθετημένη τέταρτη κατά σειρά στη «Τέταρτη Διάσταση (1956-1972)» με «Το Παράθυρο», τη «Χειμερινή Διαύγεια » και το «Χρονικό » να προηγούνται, ενώ έπονται οι συνθέσεις «Αγαμέμνων», «Ορέστης», «Το νεκρό σπίτι», «Η Επιστροφή της Ιφιγένειας», «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού», «Χρυσόθεμις», «Περσεφόνη», «Ισμήνη», «Αίας», «Φιλοκτήτης», «Η Ελένη», «Φαίδρα» και «Όταν έρχεται ο Ξένος», η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» σηματοδοτεί μια νέα εποχή στο ποιητικό έργο του Ρίτσου. Σ’ αυτήν, όπως και στις υπόλοιπες συνθέσεις της ποιητικής αυτής συλλογής, ο ποιητής επιλέγει να υιοθετήσει το προσωπείο της υποκριτικής. Έτσι, η Σονάτα άρχεται με τον ποιητή να παραθέτει ως αφηγητής, μέσα σε πέντε σειρές κυριολεκτικά, τις βασικές εκείνες πληροφορίες που χρειάζεται ο αναγνώστης για να στήσει μέσα στο μυαλό του το βασικό σκηνικό χώρο και χρόνο και να φανταστεί τα κύρια πρόσωπα που θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο εν συνεχεία.
Πιο συγκεκριμένα, ο Ρίτσος μέσα στον μικρό αυτό και κλεισμένο μέσα σε παρενθέσεις πρόλογο, μας ενημερώνει πως ο όλος διάλογος –στην πραγματικότητα μονόλογος μιας και το δεύτερο πρόσωπο δε μιλά καθόλου, γεγονός που γεννά βάσιμες υποψίες περί ανυπαρξίας του- διαδραματίζεται ένα ανοιξιάτικο βράδυ, μέσα σε ένα δωμάτιο ενός παλιού σπιτιού. Τα πρόσωπα είναι δύο και δη μια μαυροφορούσα ηλικιωμένη γυναίκα και ένας νέος. Η ηλικιωμένη μιλάει στο νέο ενώ το δωμάτιο φωτίζεται μόνο από το φως του φεγγαριού, το οποίο εισχωρεί στο χώρο από τα δύο παράθυρα. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ο ρόλος που διαδραματίζει το φεγγάρι στο σύνολο του ποιήματος. Το φεγγάρι έχει καίρια θέση στη Σονάτα, γεγονός που αποδεικνύεται και από τον ίδιο τον τίτλο του έργου. Είναι αυτό που υποκινεί την ηλικιωμένη να μιλήσει εκ βαθέων στον –ανύπαρκτο- νέο, είναι αυτό που συντονίζει το μονόλογο της, είναι η αιτία της εγέρσεως των αναμνήσεων της, είναι αυτό που τη «σώζει» κάθε φορά που τα λεγόμενα της, έχοντας ήδη ξεπεράσει κατά πολύ τη σφαίρα του προσωπικού, εισχωρούν πλέον με ψυχρότητα στα «έγκατα της ψυχής της». Πέρα, όμως, από τη συμβολή του φεγγαριού στην εξέλιξη του μονολόγου της ηλικιωμένης, το φεγγάρι επιδρά και πάνω στα αντικείμενα που βρίσκονται στο παλιό αυτό σπίτι άλλοτε με ευεργετική (στίχος 13) και άλλοτε με μια σκληρή και αμείλικτη ιδιότητα (στίχοι 6-9).
ΣΤΙΧΟΙ 1-135
Ο μονόλογος της ηλικιωμένης, ο οποίος ντύνεται τον υποθετικό μανδύα του διαλόγου, ξεκινά με τη φράση «Άφησε με να έρθω μαζί σου», φράση την οποία τη συναντάμε συνεχώς μέσα στο ποίημα (ήτοι 15 φορές συνολικά). Η επαναλαμβανόμενη αυτή φράση διαδραματίζει –όπως ακριβώς και το φεγγάρι- ρόλο καθοριστικό στην εξέλιξη του μονολόγου. Στην ουσία βοηθά τη «Γυναίκα με τα Μαύρα» να συνεχίζει την εξομολόγηση ζωής προς το «Νέο». Δένει αρμονικά τις σκέψεις της μεταξύ τους, μετριάζοντας κατά κάποιο τρόπο την απρόοπτη και απότομη εναλλαγή των αναμνήσεων της. Παράλληλα, το παρακλητικό ύφος της εν λόγω φράσης φανερώνει και την αδήριτη ανάγκη της ηλικιωμένης για ζωή και συγκεκριμένα για μια ζωή την οποία ποτέ δεν έζησε. Γιατί εν τέλει, ο «Νέος», ο οποίος απλά φαίνεται να υπάρχει, αυτό ακριβώς συμβολίζει, τη ζωή.
Με τη φράση, λοιπόν, αυτή ξεκινά η πρώτη από τις τρεις ενότητες του μακροσκελούς μονολόγου της «Γυναίκας», δίνοντας εξαρχής ένα τόνο μυστηριακό και ερωτικό στην όλη ατμόσφαιρα. Η πρώτη αυτή ενότητα που θα αναλυθεί κατωτέρω και περιλαμβάνει τους στίχους 1 – 135 «μυρίζει» έντονα μυρωδιά λήθης, μνήμης, φθοράς και θανάτου. Η ηλικιωμένη απευθυνόμενη στο «Νέο» περιβάλλει το «παλαιό σπίτι» μέσα σ’ ένα σκοτεινό σκηνικό θανάτου, όπου όλα τα αντικείμενα (πιάνο, κουρτίνες, καρφιά, σουβάδες, καπέλο του πεθαμένου και άλλα πολλά) έχουν υποκύψει στη φθορά του χρόνου, έχουν κατά κάποιο τρόπο πεθάνει. Το σπίτι ολόκληρο την επισκιάζει, της δημιουργεί άσχημα συναισθήματα, φόβο και μια επιτακτική ανάγκη να το ξεφορτωθεί, γιατί όπως ομολογεί και η ίδια, δεν αντέχει να το σηκώνει στη ράχη της, δεν αντέχει πάντα να προσέχει και να στεριώνει το κάθε τι ετοιμόρροπο. Το «παλαιό σπίτι» λειτουργεί στο ποίημα σα σύμβολο της ζωής της ίδιας της «Γυναίκας». Δείχνει την περιορισμένη, μέσα σε προδιαγεγραμμένα όρια, ζωή που βίωσε, την υποταγμένη στους τύπους της κοινωνίας. Είναι η πηγή των αναμνήσεων της, είναι η «φυλακή» της, είναι ένας χώρος μακριά από την αληθινή ζωή που βρίσκεται έξω απ’ αυτό.
Μέσα στη πρώτην αυτή ενότητα, η ηλικιωμένη προβαίνει και στις πιο ενδιαφέρουσες εξομολογήσεις της. Έτσι, αρχικά παρακαλεί το «Νέο» να πάει μαζί του, όχι πολύ μακριά αλλά «λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια και αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη και άυλη, τόσο θετική σαν μεταφυσική». Στο σημείο αυτό, συναντούμε τον πρώτο από τους δύο Ύμνους του ποιητή στην Πολιτεία. (ο δεύτερος συναντάται στο τέλος της σύνθεσης.) Είναι γνωστό πως ο Γιάννης Ρίτσος, ασπάστηκε από πολύ νωρίς τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, ήδη από τον Ιανουάριο του 1927 όταν η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε (έπασχε από φυματίωση) και αναγκάστηκε να παραμείνει για τρία χρόνια στο Σανατόριο «Σωτηρία». Το διάστημα αυτό, υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό για την κοινωνική ευαισθητοποίηση του ποιητή, ο οποίος μυήθηκε στο μαρξισμό και εισχώρησε στο χώρο της Αριστεράς. Έκτοτε, οι ιδεολογικές του αντιλήψεις δεν άλλαξαν. Αυτές ακριβώς τις ιδεολογικές του αντιλήψεις, ο Ρίτσος φροντίζει να εμφυσήσει μέσα στα έργα του, χωρίς ωστόσο να γίνεται έρμαιο της Αριστεράς αλλά αντίθετα τοποθετώντας σ’ αυτά ένα συνονθύλευμα προσωπικών του ιδεολογιών και αριστερών πεποιθήσεων. Τον επαναστατικό αυτόν Ρίτσο, συναντούμε και στο σημείο αυτό όπου ο ποιητής εξυμνεί την Πολιτεία περιγράφοντας τη με όμορφα, «ανάλαφρα» επίθετα και δίνοντας της την ευεργεσία του ότι μέσα σ’ αυτή, μπορεί κανείς να πιστέψει πως υπάρχει και δεν υπάρχει, πως ποτέ δεν υπήρξε, δεν υπήρξε ο χρόνος και η φθορά του. Εν ολίγοις, η Πολιτεία στα μάτια της ηλικιωμένης είναι η σωτηρία της από το χρόνο, τη φθορά, από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη καθώς στη Πολιτεία, λόγω του ανθρώπινου συνωστισμού, ξεχνάει κανείς το μεμονωμένο της ύπαρξης του. Και αυτό ακριβώς είναι το σημείο της Σονάτας, το οποίο πρέπει να μας προϊδεάσει πως το ποίημα δεν είναι ερωτικό, δεν είναι μια απλή εξομολόγηση ζωής. Είναι κάτι πολύ παραπάνω. Είναι ένα καθαρά κοινωνικό ποίημα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει στην ενότητα αυτή η πρώτη από τις τρεις παρεκβάσεις της σύνθεσης, ήτοι αυτή που αφορά την «ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα» (στίχος 44). Τη στιγμή που η «Γυναίκα με τα Μαύρα» περιγράφει στο «Νέο» το πόσο πολύ έχει παλιώσει το σπίτι τούτο, φαίνεται πως μια «λουρίδα φεγγάρι» έπεσε στην παλιά πολυθρόνα. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση ωθεί την ηλικιωμένη να προβεί σ’ ένα παραλήρημα, σε μία βουτιά στις αναμνήσεις της και να πει πόσο αναπαυτική ήταν αυτή η πολυθρόνα πριν χρόνια. Και ενώ αρχικά μιλά για την πολυθρόνα, βουτάει ακόμα πιο πολύ μέσα στη μνήμη της και πιάνεται από την ανάμνηση περί ιδιοτροπίας της στα μαντίλια. Μας φανερώνει πως «πάντα της είχε μανία με τα μαντήλια», όχι όμως για να τυλίξει τίποτα ή να τα κουνήσει σε κάποιο αποχαιρετισμό. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί -κατά την άποψη μου- η εικόνα που δημιουργεί ο επαναστατικός Ρίτσος, ο Ρίτσος που αγαπά και πονά την εργατική τάξη. Πρόκειται για τους στίχους 54- 60, όπου ο ποιητής εξυμνεί την εργατική τάξη και παράλληλα μας φανερώνει με εντελώς έμμεσο τρόπο το πόσο απείχε η ζωή της «Γυναίκας» από την εργατική ζωή, αφού ποτέ της δε χρησιμοποίησε τα μαντήλια της για να δέσει σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο με το λιόγερμα (λέξη – εικόνα που ο Ρίτσος τη χρησιμοποιεί πολύ συχνά στα έργα του ωσάν να της έχει αδυναμία) ή για να το δέσει όπως δένουν το σκουφί τους οι εργάτες. Η ζωή της δεν «απαιτούσε» τέτοιες ενέργειες, γεγονός που επιβεβαιώνεται και απ’ το ότι ποτέ της δε φόρεσε γυαλιά διότι πολύ απλά δεν χρειάστηκε ποτέ να κουράσει τα μάτια της. Η ζωή της ήταν άνετη με την ίδια να ανήκει στην αστική τάξη.
Και ενθυμούμενη η «Γυναίκα με τα Μαύρα» ότι πλέον μόνο διπλώνει τα μαντήλια της πολλές φορές απλά για να έχει με κάτι να ασχολείται, γυρίζει ακόμα πιο πολύ πίσω στο παρελθόν της. Αυτή τη φορά θυμάται την παιδική της ηλικία, όταν ήταν ακόμα μικρό κοριτσάκι γεμάτο αθωότητα και παρακολουθούσε μαθήματα μουσικής παιδείας. Ακόμα μια ένδειξη που φανερώνει την κοινωνική θέση της «Γυναίκας». Ξαφνικά, ξυπνά απ’ αυτή την αναδρομή στο παρελθόν και επιστρέφει στην αιτία του ταξιδιού της μες τη μνήμη: την πολυθρόνα, που πλέον δεν είναι άνετη, τ’ αντίθετο μάλιστα, σκουριασμένη και ξεκοιλιασμένη.
Στους επόμενους στίχους και δη στους 74-101, η παρέκβαση της πολυθρόνας έχει πια τελειώσει και η γριά δημιουργεί με το μονόλογο της πάλι ένα κλίμα ερωτισμού (στίχος 77) για να καταλήξει εν τέλει να ομολογήσει την προσωπική της επικοινωνία με το Θεό. (στίχοι 83 επόμενοι). Ο Ρίτσος στον πρόλογο μας ενημέρωσε με υποτιμητικό ύφος πως η «Γυναίκα με τα Μαύρα» είναι ποιήτρια και δη ποιήτρια θρησκευτικού περιεχομένου, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της θρησκοληψίας της. Και είναι αυτή ακριβώς η θρησκοληψία της σε συνδυασμό με το συντηρητικό τρόπο ζωής που της επέβαλε η κοινωνική της θέση, να αρνηθεί το νεανικό έρωτα, αφού πολλούς νέους θυσίασε προκειμένου να παραμείνει αγνή. Θεωρώ στο σημείο αυτό πως είναι πολύ σημαντικό το νόημα που κρύβεται μέσα στις δύο παρενθέσεις : «(που έκανα πως δεν τα βλεπα)», «(κι αλήθεια δεν τα βλεπα)». Φανερώνουν οι παρενθέσεις αυτές, ακριβώς τον αγώνα της γριάς να νικήσει τον ερωτικό πειρασμό, τον τόσο αυθόρμητο και φυσικό όταν κάποιος είναι νέος. Κι εν τέλει τον νίκησε , διότι μέσα απ’ τον αγώνα της ν’ αρνηθεί τον έρωτα, οδηγούνταν – όπως ομολογεί η ίδια – σε μία αποθέωση αρνημένων άστρων ακολουθώντας το δρόμο προς τα πάνω, το δρόμο δηλαδή του Θεού. («θέ μου, τι μάτια πάναστρα ….. άλλος δρόμος δε μουμενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω»). Και ενώ όλα τα χρόνια της ζωής της αγωνίστηκε με επιτυχία να μην ενδώσει σ’ όλα εκείνα τα «ηλιοκαμένα σώματα» που θαύμαζε, έρχεται τώρα στο όψιμο στάδιο της ζωής της να μας πει μ’ απογοήτευση πως «δε φτάνει». Μετανιώνει που τόσο χρόνια έμεινε μόνη και πάναγνη, ουσιαστικά αφιερωμένη στο Θεό, στον οποίο είχε αφιερώσει εκτός από τον εαυτό της και τη ποίηση της (σε αντίθεση με τη ποίηση του Ρίτσου που είναι στρατευμένη) και παρακαλεί το «Νέο» να την αφήσει να πάει μαζί του, με τη στερνή ελπίδα να γευτεί τώρα όσα αρνήθηκε, πριν να είναι πια πολύ αργά.
Τελειώνει η ενότητα αυτή με την επιστροφή στο σπίτι που πια έχει παλιώσει, έχει χτικιάσει. Προτού κλείσουμε αυτό το πρώτο μέρος θέλω να αναφερθώ σε μία από τις αγαπημένες μου εικόνες του ποιήματος, η οποία χαρακτηρίζεται από παραστατικότητα και σουρεαλισμό: «η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα». Δηλώνεται με το στίχο αυτό, η δύναμη των τύψεων για όσα κάποιος έχει κάνει, στην περίπτωση βέβαια της ηλικιωμένης γυναίκας, για όσα δεν έχει κάνει, δεν έχει ζήσει, οι οποίες έρχονται μέστη μνήμη, ωσάν να φοράνε ξυλοπάπουτσα και την περπατούν κάνοντας θόρυβο, εμποδίζοντας τον άνθρωπο να ξεχάσει, να ξεχαστεί.
ΣΤΙΧΟΙ 135-160
Περνούμε τώρα στη δεύτερη από τις τρεις παρεκβάσεις, στις οποίες προβαίνει η «Γυναίκα» κατά την εξέλιξη του εξομολογητικού της μονολόγου, τη σχετική με την αρκούδα. Η αρκούδα, ουσιαστικά, είναι η ίδια. Κι η αρκούδα έχει γεράσει και είναι πλέον κουρασμένη, όπως ακριβώς και αυτή. Πορεύεται πλέον μες τη σοφία της μοναξιάς της, την εμπειρία δηλαδή που απέκτησε ζώντας μια μοναχική ζωή χωρίς σκοπό και χωρίς αιτία. Η γερασμένη πλέον αρκούδα, η οποία έχει κουραστεί να διασκεδάζει τον κόσμο και να υπακούει στον Αρκουδιάρη, θέλει κυριολεκτικά να παραιτηθεί απ’ αυτή την υποδουλωμένη ζωή. Θέλει να πλαγιάσει στο χώμα, αφήνοντας τους θεατές να την πατάνε στην κοιλιά. Φανερώνεται εδώ η επιθυμία της ηλικιωμένης γυναίκας να παραιτηθεί από τη ζωή της, η οποία πάντα ήταν τυποποιημένη. Έχει κουραστεί κι αυτή, όπως κι η αρκούδα, να ευχαριστεί τους άλλους και θέλει έστω αυτή την ύστατη στιγμή να κάνει την επανάσταση της διά της παραιτήσεως, αν και γνωρίζει πως αυτό θα οδηγήσει στο τέλος της.
Και ενώ φαίνεται σίγουρη και αποφασισμένη να παραιτηθεί από τον τρόπο ζωής που άλλοι της έχουν επιβάλλει, η αρκούδα εν τέλει σηκώνεται από το χώμα και υπακούει στον Αρκουδιάρη, χαμογελάει σ’ αυτούς που της ρίχνουν πενταροδεκάρες και λέει συνεχώς ευχαριστώ. Στροφή ξανά στον παλιό τρόπο ζωής, τον οποίο δεν μπορούν μήτε η αρκούδα μήτε η γριά να αποφύγουν. Η ανάγκη για επιβίωση και η δύναμη της συνήθειας ξεπερνούν την ανάγκη για ελευθερία. Αυτά τα δύο ματαιώνουν την επανάσταση της αρκούδας - γριάς και ας ξέρουν πολύ καλά και οι δύο πως αυτό είναι λάθος. Δεν μπορούν να πάνε κόντρα στη φύση τους σ’ αυτό το όψιμο στάδιο της ζωής τους, όσο και να το θέλουν. Εξάλλου, «οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ»
ΣΤΙΧΟΙ 161-215
Περνούμε στην τρίτη και τελευταία ενότητα του ποιήματος. Παράλληλα, περνούμε και στην τρίτη παρέκβαση τη σχετική με την κατάδυση στο βυθό. Πρόκειται για την αγαπημένη μου ενότητα, δεδομένου ότι περιλαμβάνει και την κορύφωση του «εξαίσιου ίλιγγου.» Ας τη δούμε αναλυτικότερα: Αφού η ηλικιωμένη γυναίκα μίλησε και για τη γριά αρκούδα, που στην πραγματικότητα συμβολίζει την ίδια, έρχεται στο σημείο αυτό να μας πει, για μια ακόμα φορά, πως το σπίτι αυτό την πνίγει. Για να γίνει μάλιστα πιο πειστική όσον αφορά τον πνιγμό της, παρομοιάζει τη κουζίνα με το βυθό της θάλασσας. Δεν είναι τυχαίο ότι επιλέγει το χώρο αυτό, καθώς εκεί μια γυναίκα, ως κυρία του οίκου της, περνάει τον περισσότερο χρόνο της. Μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη παρομοίωση, η ηλικιωμένη βρίσκει την ευκαιρία για μικρότερες παρομοιώσεις. Έτσι, παρομοιάζει τα μπρίκια με μάτια μεγάλων ψαριών, τα πιάτα με μέδουσες. Εν συνεχεία, περιγράφει τον αργό πνιγμό της, την ανικανότητα της να ανέβει στην επιφάνεια και μέσα σ’ όλη αυτή, την υπό άλλες συνθήκες αγχώδη κατάσταση, εκείνη αναρωτιέται τι θα σκέφτεται κάποιος αν βρίσκεται από πάνω, «τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;»
Όμως, ο πνιγμός λειτουργεί και ευεργετικά για την ποιήτρια, καθώς αρκετές φορές ανακαλύπτει στο βάθος του βυθού «κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων ….. κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια». Όλα αυτά δεν είναι παρά η ποίηση της, το ποιητικό της έργο. Είναι γνωστό πως η καλλιτεχνική έμπνευση είναι πιο δυνατή σε δύσκολες στιγμές. Έτσι και ο πνιγμός και οι εν γένει δυσκολίες και στενοχώριες που βιώνει η ηλικιωμένη ποιήτρια, τη βοηθούν να δημιουργεί, να εμπλουτίζει τις «δυο – τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής» που έχει εκδώσει. Οι επόμενοι δύο στίχοι: «μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι τα δίνω / μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω» αναφέρονται στην αποστολή και στην αγωνία που βιώνει ο κάθε ποιητής και που δεν είναι άλλη από την προσφορά του έργου του στο κοινωνικό σύνολο. Έχει χρέος να προσφέρει το έργο του στη κοινωνία, δεν έχει το δικαίωμα να το κρατά μόνο για προσωπική του απόλαυση και γνώση, ακόμα και αν η κοινωνία δεν το αποδεχτεί. Αυτό είναι το χρέος του ποιητή, σ’ αντίθεση με τη γριά που μας διαβεβαίωσε πρωτύτερα πως οι ένδοξοι στίχοι που έγραφε στα γόνατα του Θεού θα μείνουν λαξευμένοι σ’ άμεμπτο μάρμαρο, μακριά από τους ανθρώπους.
Θα πρέπει ο «Νέος» να κουνήθηκε και να δημιουργήθηκε στη «Γυναίκα» η εντύπωση πως φεύγει, οπότε του λέει «Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου. / Τούτο τον άστατο καιρό, όσο ναναι πρέπει να φυλαγόμαστε», στίχος που ευθύς προδίδει τη βαθιά κοινωνική χροιά του ποιήματος αυτού. Εν ακολουθία χάνεται και πάλι στις σκέψεις της. Αυτή τη φορά μοιάζει να έχει τρελαθεί, διότι σηκώνει το φλιτζάνι του καφέ από το τραπέζι και βλέπει μια τρύπα και το ίδιο το φεγγάρι μοιάζει σαν μια τρύπα (αρνητική όψη του φεγγαριού εδώ), το οποίο έχει μια δύναμη μαγνητική που σε ελκύει επικίνδυνα. Έτσι τα φαντάζεται τα δύο αυτά στοιχεία η «Γυναίκα με τα Μαύρα», η οποία πλέον μας εκλιπαρεί να μη κοιτούμε το φεγγάρι γιατί θα πέσουμε μέσα του.
Το ψυχολογικό αυτό παραλήρημα της ηλικιωμένης κορυφώνεται με τον εξαίσιο ίλιγγο που βιώνει, τον εντελώς παράλογο, χωρίς καμία λογική εξήγηση. Μια καθαρά μεταφυσική εικόνα, η οποία ταιριάζει απόλυτα στον τίτλο της ποιητικής συλλογής στην οποία ανήκει «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος» και ο οποίος είναι «Τέταρτη Διάσταση». «Τέταρτη διάσταση» είναι η διάσταση που μπορεί να αποκτήσουν τα πράγματα αποδεσμευμένα από τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι καθοριστικές της ίδιας τους της ύλης διαστάσεις.
Ουσιαστικά, ο ίλιγγος είναι η αρχή του τέλους, του δικού της τέλους με την έννοια του θανάτου. Η ίδια δηλώνει πως η θέση της είναι το ταλάντευμα, με την έννοια ότι ποτέ δεν μπόρεσε βαθιά μέσα της να κρατήσει μια ισορροπία στη ζωή της, πάντα θα έγερνε μία από τη μία πλευρά και μία από την άλλη. Ουδεμία σταθερότητα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν την ενοχλεί ο ίλιγγος, δεν την ενοχλεί το «πέσιμο», τα έχει όλα αυτά συνηθίσει, τα έχει ενστερνιστεί σαν τρόπο ζωής.
Και σαν ξαφνικά να ξύπνησε από το παραλήρημα της και μη θέλοντας να την παρεξηγήσουμε, ταυτίζει τον ίλιγγο με τους συχνούς πονοκεφάλους που έχει.
Όλος αυτός ο μονόλογος τελειώνει με την ηλικιωμένη να αναιρεί την επί 15 φορές επαναλαμβανόμενη παράκληση της προς το «Νέο» να πάει μαζί του, αφού τελικά δηλώνει πως δε θα έρθει και τον καληνυχτεί. Λέει, βέβαια, πως θα βγει αργότερα γιατί πρέπει να δει επιτέλους την Πολιτεία. Και εδώ ακριβώς κείτεται ο δεύτερος Ύμνος του Ρίτσου στην Πολιτεία, δείχνοντας ακόμα μια φορά την αγάπη του στην εργατική τάξη που έχει ροζιασμένα χέρια, που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της και που όλους μας αντέχει. Η «Γυναίκα» πρέπει να ακούσει τα βήματα της Πολιτείας, να απομακρυνθεί από το παλιό σπίτι και τον συντηρητικό τρόπο ζωής της, τον οποίο έχει πια μετανιώσει. Δε θέλει πια να ακούει ούτε τα βήματα του «Νέου», ούτε τα βήματα του Θεού ούτε τα δικά της βήματα. Τα αρνείται όλα. Ο μονόλογος κλείνει με τη λέξη «Καληνύχτα.»
Επιστρέφει ο Ρίτσος, σαν αφηγητής, για να μας δώσει και πάλι τις τελευταίες αυτή τη φορά σκηνικές πληροφορίες. Με το που τέλειωσε την εξομολόγηση της η γριά, το φεγγάρι κρύφτηκε και το δωμάτιο σκοτείνιασε, γεγονός που αποδεικνύει το βοηθητικό στην εξέλιξη του μονολόγου, ρόλο του φεγγαριού. Ο ποιητής μας πληροφορεί πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Μπετόβεν, μόνο το πρώτο μέρος. Ο «Νέος» που έχει φύγει πλέον από το σπίτι, νιώθει απελευθερωμένος και συνοψίζοντας τα όσα άκουσε θα πει «Η παρακμή μιας εποχής». Φράση διόλου ανάρμοστη δεδομένου ότι σαν νέος δεν μπορεί να καταλάβει το βάθος των όσων είπε η γριά, η οποία μπορεί να μην έζησε όπως ήθελε, ωστόσο έχει αποκτήσει τη σοφία των χρόνων. Ο ποιητής επιλέγει να μη μας πει αν τελικά η «Γυναίκα» βγήκε από το σπίτι, διότι εν τέλει δεν είναι και τόσο σημαντικό αν άλλαξε τρόπο ζωής στα τελευταία χρόνια της. Το μόνο που ουσιαστικά μας αποκαλύπτει είναι πως η «Γυναίκα» μετανιώνει για αυτή την εκ βαθέων εξομολόγηση στην οποία προέβη, δεδομένου ότι ο «Νέος» λόγω της ηλικίας του δεν κατάλαβε τη σημασία της. Εξάλλου, ήταν λόγια απολογισμού μιας μετανιωμένης, μοναχικής ζωής χωρίς καμία πράξη. Στο τέλος, ο ποιητής παραθέτει ένα απόσπασμα από την ομώνυμη μουσική σύνθεση του Μπετόβεν.
«Η Σονάτα του Σεληνόφωτος» έγινε η «αιτία» ο Γιάννης Ρίτσος να κερδίσει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ποίημα βαθιά κοινωνικό, με περίτεχνο λεξιλόγιο και παραστατικές εικόνες («κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ το φεγγάρι που ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων»), με έντονη τη μυρωδιά της λήθης και της μετάνοιας, δημιούργει αμφιλεγόμενα συναισθήματα στον αναγνώστη, ο οποίος ακούγοντας αυτή τη στερνή εξομολόγηση της ηλικιωμένης, η οποία λυπάται και μετανιώνει για τον τρόπο ζωής της, εν τέλει ταλαντεύεται, όπως ακριβώς και η «Γυναίκα», για το αν θα πρέπει να την επικρίνει ή να τη λυπηθεί. Εξαιρετικά τραγικό πρόσωπο η ηλικιωμένη, η οποία έρχεται τώρα, στο τελευταίο στάδιο της ζωής της –όπου πλέον τίποτα δεν αλλάζει και όλες οι ευκαιρίες για μεταστροφή έχουν χαθεί- να μας εξομολογηθεί με ειλικρίνεια τη δυστυχία της για τον τρόπο που έζησε, το μοναχικό και τυποποιημένο. Κι η ίδια το γνωρίζει, γι’ αυτό εξάλλου δεν ακολούθησε το «Νέο» και προφανώς δε βγήκε πότε από το σπίτι που την στοιχειώνει και την πλακώνει, γεγονός που εντείνει την τραγικότητα της. Μια αργοπορημένη, άσκοπη εξομολόγηση εν τέλει «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος».
της Μαρίας Κορομηλά
Η Μαρία Κορομηλά γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από την οποία και αποφοίτησε το 2013. Σήμερα εργάζεται ως Ασκούμενη Δικηγόρος. Παράλληλα με τη Νομική, ασχολείται και με τη Λογοτεχνία και την Ποίηση, γράφοντας μικρής εκτάσεως διηγήματα, δοκίμια και ποιήματα. Έχει λάβει μέρος σε λογοτεχνικές δράσεις.
0 Σχόλια