Τον γιατρό τον γνώρισα σε κάποιο «μακρινό» παρελθόν, τότε που προσποριζόμουν τα προς το ζην ως επαρχιακός δημοσιογράφος. Γιατρός με την απόλυτη Ιπποκράτεια έννοια. Καρδιολόγος στο τοπικό Νοσοκομείο, εξαίρετος ως επιστήμονας και ως άνθρωπος. Κάποιος φίλος νοσηλευτής μου είχε «σφυρίξει» στο αυτί πως η περίπτωσή του άξιζε δημοσιοποίησης, μιας και ξένιζε το γεγονός ότι ένας καρδιολόγος με μοναδικό βιογραφικό, περιζήτητος σε μεγάλα Καρδιολογικά Κέντρα του εξωτερικού, καθώς και σε ντόπιες Ιδιωτικές Κλινικές, προτιμούσε την θέση του Διευθυντή της Καρδιολογικής Κλινικής ενός επαρχιακού δημόσιου Νοσοκομείου…
Ομολογώ πως δυσκολεύτηκα να τον προσεγγίσω και να του ανοιχτώ για ποιο θέμα ήθελα να μιλήσουμε. Όχι, δεν ήταν αυτός ο δύσκολος, το θέμα ήταν λεπτό κι εγώ είμαι αυτός που δυσκολεύομαι με τις προσεγγίσεις. Ευτυχώς, ο κοινός μας φίλος, ο μαιευτήρας του Νοσοκομείου, βοήθησε καθοριστικά να σπάσει ο «πάγος» και η γνωριμία μας να προχωρήσει σε εξομολόγηση «εκ βαθέων». Η οποία επισυνέβη με την δέσμευσή μου πως δεν θα δει το φως της δημοσιότητας ως επώνυμη συνέντευξη αλλά ως αφήγηση γεγονότων που θα επικεντρώνεται σε μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Μια ιστορία όπου δεν θα καταγράφονται τόποι και πρόσωπα αλλά γεγονότα και ανθρώπινος πόνος.
Άφησα σε αυτόν την πρωτοβουλία της συνάντησης και μια ημέρα που είχε ρεπό, με προσκάλεσε στο σπίτι του. Εκτός από το σημειωματάριο έφερα μαζί μου στη συνάντηση και ένα καλό νεμεάτικο κρασί, που βοήθησε στο να χαλαρώσουμε και να «λυθεί» πιο εύκολα η γλώσσα.
Εκείνο τον χειμώνα η κακοκαιρία είχε ξεσπάσει σε πολλά μέτωπα, με χιόνια και αγέρηδες στη στεριά, φουρτούνες στα πέλαγα, κρύο τσουχτερό και παγωνιά σ’ όλη τη χώρα. Το ελικόπτερο Super Puma της 384ης Μοίρας Έρευνας & Διάσωσης, έχοντας πάρει σήμα από το Λιμενικό, έσπευδε σε νησί της άγονης γραμμής του Νοτιοανατολικού Αιγαίου. Εβδομηντάχρονη κάτοικος του νησιού με καρδιολογικά προβλήματα έπρεπε να μεταφερθεί εσπευσμένα σε Νοσοκομείο. Στο Περιφερειακό Ιατρείο του νησιού, τις δόθηκαν οι Πρώτες Βοήθειες, καθώς ο νέος μου φίλος, που υπηρετούσε τότε εκεί ως αγροτικός γιατρός, χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει τον απινιδωτή για να επαναφέρει τον καρδιακό της ρυθμό στην σωστή συχνότητά του.
-Να ‘σαι καλά γιατρέ μου. Ευτυχώς που ήσουν κι εσύ.
Η φωνή της άρρωστης, μετά την ανάταξη, ακούστηκε ψιθυριστή, με μια ανεπαίσθητη χροιά ανακούφισης.
-Αν δεν ήμουν εγώ, κάποιος άλλος θα ήταν.
Ντρεπόταν, πραγματικά, όταν τον ευχαριστούσαν οι ασθενείς γιατί έκανε σωστά τη δουλειά του.
Την ώρα που ετοιμαζόταν, με τη βοήθεια του νοσηλευτή του Ιατρείου κι ενός κατοίκου του νησιού, που θα τους μετέφερε με το αυτοκίνητό του μέχρι το ελικοδρόμιο, άκουσε τη γυναίκα να λέει, με ένα παράπονο που δεν μπορούσε να το κρύψει:
-Και ο γιός μου γιατρός είναι, όμως όσο και νά ‘θελε, δεν θα με προλάβαινε…
-Γιατί, πού είναι ο γιός σου γιαγιά;
-Καρδιολόγος στην Αμερική. Σε μεγάλο Νοσοκομείο στο Σικάγο!
Την ώρα που την παραλάμβανε το ελικόπτερο, ο γιατρός την αποχαιρέτησε, προσπαθώντας να την γλυκάνει:
-Άντε, να γυρίσεις σιδερένια και μη στεναχωριέσαι. Ο γιός σου κάποια μέρα θα γυρίσει κοντά σου, να σε προσέχει.
Η απάντηση τον σοκάρισε:
-Ελπίζω, αν καμιά φορά περάσει απ’ το νησί και δεν ζω, να μου ανάψει κανά κερί στον τάφο!
Το ελικόπτερο γρήγορα έγινε μια μαύρη κουκίδα ψηλά στον ουρανό και σε λίγο το αγκάλιασαν τα σύννεφα.
Επέστρεψαν στο Ιατρείο, όπου ευχαρίστησε και αποχαιρέτησε τον οδηγό του αυτοκινήτου. Έδωσε άδεια και στο νοσηλευτή, να πάει να ξεκουραστεί. Δεν ήταν καιρός για να γυρνάει κανείς άσκοπα έξω. Αυτός θα έμενε στο Ιατρείο, όπου είχε και το δωμάτιό του και αν παρουσιαζόταν κάποιο περιστατικό, υπήρχαν και τα τηλέφωνα.
Δεν είχε μισή ώρα που γύρισε στο γραφείο του, όπου μια σόμπα πετρελαίου έκανε φιλότιμες προσπάθειες να ζεστάνει τα κρύα ντουβάρια, και το τηλέφωνο χτύπησε. Στην άλλη πλευρά της γραμμής ήταν ο αδελφός του γιατρού. Αυτός έμενε μαζί με τους γονείς τους, σε ένα παραμεθόριο χωριό των Ιωαννίνων. Ξεκίνησε μαλακά την κουβέντα και του πέρασε το συμβάν με τρόπο, για να μην τον λαχταρήσει:
-Ο πατέρας, ξεροκέφαλος όπως πάντα, όταν του κατσικωθεί να κάνει κάτι δεν ακούει κανέναν. Τον ξέρεις. Έτσι και σήμερα το πρωί, χωρίς να μου το πει, βγήκε να φέρει ξύλα για το τζάκι. Στην αυλή, όμως, είχε πιάσει πάγος και γλίστρησε. Έσπασε το αριστερό του πόδι. Πήγε η βλαστήμια του σύννεφο! Τον φόρτωσα μαζί με τη μάνα στο αμάξι και τον έφερα στα Γιάννενα, στο Νοσοκομείο. Αύριο εγχειρίζεται, να του βάλουν λάμα. Τώρα κοιτάω πώς να ηρεμήσω τη μάνα…
-Να ανησυχώ;
-Μου είπανε πως είναι πολύ καλή η Ορθοπεδική Κλινική. Εγώ δεν ανησυχώ. Κάνε μια προσευχή και όλα θα πάνε καλά. Θα σε πάρω να σου πω τα νέα μόλις τελειώσει η επέμβαση και συνέλθει.
Τελικά, όλα πήγαν καλά και σε δυο μήνες, με το που άρχισαν να λουλουδιάζουν τα βουνά, ο γέρος ξαναπήρε τις ρούγες. Κουτσαίνοντας ελαφρά…
Ο αγροτικός γιατρός συνέχισε και πήρε ειδικότητα στην Καρδιολογία. Σπούδασε καλά το αντικείμενο της ειδικότητάς του και δεν έπαψε ποτέ να το μελετά και να ενημερώνεται πάνω στα νέα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης. Το όνομά του αναγνωρίζεται, πλέον, ως ένα από τα κορυφαία στον τομέα της Καρδιολογίας, διεθνώς. Φυσικό και αυτονόητο ήταν να ακολουθήσουν ελκυστικές επαγγελματικές προτάσεις. Όμως, όταν έφτανε η στιγμή να απαντήσει, στο μυαλό του ερχόταν πάντα εκείνη η χειμωνιάτικη μέρα στο νησί της άγονης γραμμής…
Φεύγοντας από το σπίτι του γιατρού του έκανα την ερώτηση που με βασάνιζε από τη μέση της ιστορίας:
-Αλήθεια, η γυναίκα στο νησί, τι απέγινε;
-Μιλήσαμε στο τηλέφωνο πριν μια εβδομάδα. Είναι κάπου ενενήντα χρονών, έχει πλήρη αντίληψη και τα τελευταία χρόνια ζει στο Γηροκομείο, στη Ρόδο…
_
γράφει ο Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
0 Σχόλια