Τον έβλεπα κάθε μέρα τους τελευταίους δυο μήνες, περνώντας δίπλα απ’ το μικρό πάρκο κοντά στην εταιρία που εργάζομαι. Τρίτο παγκάκι δεξιά, κάτω από μία ακακία. Πάνω στο παγκάκι έστρωνε ένα στρώμα, σαν αυτά που χρησιμοποιούμε στο κάμπινγκ. Είχε κι ένα μεγαλούτσικο μαξιλάρι. Δεν ήταν σκεπασμένος με τίποτε, μια και το καλοκαίρι καλά κρατεί ακόμη. Η ζέστη, αμείλικτη, λιώνει το κορμί και το μυαλό του ανθρώπου. Πάντα στο τρίτο παγκάκι, ποτέ στ’ άλλα δυο. Μου έκανε εντύπωση στην αρχή. Μετά, σκέφτηκα ότι μάλλον θα θέλει τον ίσκιο της ακακίας να προφυλαχτεί απ’ την κάψα του μεσημεριού. Τον έβλεπα δυο φορές την ημέρα. Μία το πρωί, γύρω στις οχτώ, καθώς πήγαινα στη δουλειά μου και μία το μεσημέρι, σχολώντας κατά τις τέσσερις.
Ο άστεγος στο παρκάκι μου έχει κι αυτοκίνητο. Ένα ασημί Honda, δεκαπενταετίας τουλάχιστον. Σκονισμένο και τρακαρισμένο σε αρκετά σημεία, ωστόσο κρατάει κάτι απ’ την παλιά του αίγλη. Το αυτοκίνητο ρυμουλκεί ένα τρόλεϊ, που κουβαλά ορισμένα αντικείμενά της προηγούμενης νοικοκυρεμένης ζωής, απ’ αυτά που ενισχύουν το αίσθημά της ανθρώπινης υπόστασης. Την πρώτη φορά που τον είδα να φτιάχνει τον καφέ του έξω από το αυτοκίνητό του, σοκαρίστηκα. Πέρασα δίπλα του ξυστά, προσπαθώντας να μην του ρίξω ούτε ένα βλέμμα, να μην τον κάνω να αισθανθεί άβολα. Άνοιγε ένα μικρό πτυσσόμενο τραπεζάκι και μία καρέκλα, είδη κάμπινγκ κι αυτά, ετοιμάζοντάς το καφεδάκι του. Ελληνικό, παρακαλώ. Το ξέρω, γιατί ανακάτευε διαρκώς το μπρίκι μ’ ένα κουταλάκι. Με τον καιρό συνήθισα την εικόνα του, να πίνει το πρωινό του καφεδάκι ακούγοντας ραδιοφωνάκι. Απλά πράγματα, συνήθειες μιας καθημερινότητας, που δύσκολα αποχωρίζεσαι. Το μεσημέρι, που σχολάω, συνήθως κοιμάται στο παγκάκι του, κάτω από την ακακία.
Σήμερα έφυγα απ’ τη δουλειά νωρίς, στο πρώτο ημίωρο. Λέγοντας έφυγα, εννοώ έφυγα για πάντα. Απολύθηκα, μετά από δέκα χρόνια σκληρής δουλειάς. «Πρέπει να κάνουμε περικοπές. Δεν ήσουν αρκετά παραγωγικός. Τώρα τελευταία κάτι πρέπει να σε απασχολούσε. Πάντως θα αποζημιωθείς». Κάτι τέτοιο πρέπει να μου είπαν και μετά ένα γλοιώδες ανθρωπάκι, ο προϊστάμενός μου, μου έσφιξε το χέρι για να μου πει πόσο λυπάται -με τόσο υποκριτική θλίψη που μου ερχόταν να ξεράσω στα μούτρα του. Δε θυμάμαι και πολλά. Μέσα στην παραζάλη μου απ’ το αναπάντεχο νέο, ο νους μου θόλωσε προς στιγμήν. Νομίζω ότι κατάφερα να κρατήσω την ψυχραιμία μου Όχι, δε θα τους έκανα τη χάρη να δακρύσω μπροστά τους. Μάζεψα τα προσωπικά μου αντικείμενα, ψέλλισα ένα «Γεια σας» και «Αντίο, τα λέμε».
Και τώρα, μόνος στο δρόμο, με τον ήλιο να μου καίει το κούτελο και την άσφαλτο να μου καίει τα πόδια. Αλλά κυρίως, μ’ ένα κάψιμο εκεί, στο μέρος της καρδιάς. Θυμός, πόνος, θλίψη, απορία με κατέκλυσαν. Και τώρα τι;
Καθώς προχωρούσα έπεσα στον άστεγο, στο παρκάκι, δίπλα στην πρώην πλέον δουλειά μου. Για πρώτη φορά τον κοίταξα να δω πώς είναι. Διαπίστωσα ότι ήταν ένας κανονικός άνθρωπος. Ναι ναι, απ’ αυτούς με δυο μάτια, μύτη, στόμα κι αυτιά. Είχε μικρούτσικα μαλλιά, μαζεμένα σε κοτσίδα. Θα ήταν γύρω στα πενήντα, πενήντα πέντε. Δεν ήταν ρακένδυτος, ούτε αδυνατισμένος και ζαρωμένος. Μάλλον πιο γεροδεμένος από ‘μένα. Έπινε τον καφέ του, ακόμη. Στο ραδιοφωνάκι οι Κατσιμιχαίοι. Πρόσεξα πως με κοιτούσε κι αυτός. Τον καλημέρισα. Με καλημέρισε επίσης και ναι μιλούσε. Ανθρωπινά κι ελληνικά, και μάλιστα άψογα. Τι φόβος κι αυτός που μας διακατέχει όταν αντικρίζουμε άστεγους! «Κερνάς καφέ;», τον ρώτησα. «Αν κερνάς εσύ τσιγάρο», μου απάντησε. Σε δέκα λεπτά πίναμε τον καφέ που μου σέρβιρε σε ένα φλιτζανάκι, ίδιο με το δικό του, απομεινάρια της ζωής που χάθηκε, προσπαθώντας να στηρίξουν τη ζωή που ξεκινούσε.
Τον έλεγαν Αντώνη. Επίθετο δε μου είπε. Είχε βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων. Λίγο τα αλόγιστα δάνεια, τα χρέη που τον έπνιξαν, οι εισπρακτικές που τον τρέλαναν, ήρθε το διαζύγιο μιας κι η σύζυγος τον θεώρησε υπεύθυνο για όλα τα δεινά της κι επέστρεψε στους δικούς της. Ευτυχώς, δεν είχαν παιδιά. Όταν έγινε η κατάσχεση του σπιτιού του, οδηγήθηκε στο δρόμο. Οι συγγενείς του γύρισαν την πλάτη. Τους γονείς του τους είχε χάσει πολύ νωρίς. Μάζεψε λίγα υπάρχοντα και ό,τι οικονομίες κατάφερε να περισώσει, μπήκε στο αυτοκίνητό του και βγήκε στο δρόμο. «Πώς αντέχεις;», τον ρώτησα. «Φίλε μου, ο άνθρωπος έχει στα γονίδιά του τον αγώνα για επιβίωση, στο DNA του. Οι ευκολίες της σύγχρονης ζωής μάς έκαναν να το ξεχάσουμε. Επιβιώσαμε στην εποχή των σπηλαίων. Επειδή κινδυνεύαμε, ανακαλύψαμε τη φωτιά. Βάλαμε το μυαλό μας σε εγρήγορση και δημιουργήσαμε πολιτισμό».
Τον κοίταξα με έκπληξη. Δεν τόλμησα να του πω τα δικά μου. Η απόλυσή μου, ξαφνικά, μου φάνηκε σταγόνα στον ωκεανό. Εγώ είχα και την οικογένειά μου να στραφώ για βοήθεια. Ξαφνικά ένιωσα δυνατός, τυχερός, έτοιμος ν’ αγωνιστώ.
Οι άνθρωποι έχουν πάντα την ικανότητα να μας ξαφνιάζουν. Ο Αντώνης, ο άστεγος που απέφευγα να συναντήσω το βλέμμα του, έδιωξε το φόβο απ’ το δικό μου βλέμμα. Με γέμισε διάθεση για ζωή, μου έδωσε ελπίδα. Το τσιγάρο μου τελείωνε σιγά σιγά. Εκείνος, είχε προ πολλού ρουφήξει το δικό του. «Τί θα κάνεις όταν χαλάσει ο καιρός»; ρώτησα. «Έχω ένα πατρικό σπίτι στο χωριό, πάνω στο βουνό. Μη φανταστείς τίποτε πολυτέλειες. Μισογκρεμισμένο είναι. Το χωριό έχει ελάχιστους κατοίκους. Εκεί θα πάω. Θα το επισκευάσω, πιάνουν τα χέρια μου. Τ’ όνειρό μου ήταν πάντοτε να ζήσω ήρεμα σ’ ένα χωριό. Μακριά από τη ματαιόδοξη ζωή που έκανα τόσα χρόνια. Θες το πιστεύεις, θες όχι, απελευθερώθηκα απ’ όλους κι απ’ όλα. Ηρέμησα. Καθάρισε το μυαλό μου, σκέφτηκα. Ζωή δεν είναι το αέναο κυνηγητό μιας ευτυχίας που μας έχει υποσυνείδητα επιβληθεί. Έχουμε γαλουχηθεί να γίνουμε ευτυχισμένοι καταναλωτές. Μπορούμε, όμως, να επιβιώσουμε με λίγα και παρά ταύτα να είμαστε ευτυχισμένοι. Ολιγαρκείς και ευτυχείς».
Τον κοίταξα με ευγνωμοσύνη. Ο Αντώνης δεν το είχε βάλει κάτω. Μάλλον, ήταν φτιαγμένος από ‘κείνη την κοψιά των ανθρώπων που οι δυσκολίες τούς ατσαλώνουν. Που κυνηγούν το όνειρό τους, μικρό ίσως κι ασήμαντο για τους άλλους, παρά τις αντιξοότητες.
Τον χαιρέτησα και πήρα το δρόμο της επιστροφής, προς το σπίτι μου. Ξαφνικά, άρχισα να γελάω. Στην αρχή σιγά, μετά όμως δυνατά. Τόσο, που οι γύρω περαστικοί με κοιτούσαν περίεργα. Τι στο καλό, τώρα πια μπορώ να το παραδεχτώ στον εαυτό μου. Ποτέ δε μου άρεσε η δουλειά μου, στην πραγματικότητα ήταν μάλλον η δουλεία μου. Πόσο απίστευτα βαριόμουν, αλήθεια.
Και τότε, έτσι ξαφνικά θυμήθηκα. Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, σε μια παιδική κατασκήνωση, μας είχαν πάει στην ακρογιαλιά να φτιάξουμε κάστρα κι άλλες κατασκευές στην άμμο. Το καλύτερο κάστρο θα έπαιρνε τιμητικό βραβείο. Έσκαβα και σκάλιζα με τα χεράκια μου την άμμο. Επιστράτευσά τον καλύτερο εαυτό μου. Και να που ήμουν, σχεδόν έτοιμος, να τελειώσω το παλατάκι μου, θέλοντας να προσθέσω την τελευταία πινελιά. Μέρες φύλαγα ένα πανέμορφο κοχύλι που είχα βρει, μετά από μια θεαματική βουτιά μπροστά στη Στέλλα. Το κοχύλι αυτό θα γινόταν το έμβλημα του κάστρου μου και θα στόλιζε την πύλη που είχα φτιάξει με βότσαλα. Και τότε, εκεί που όλα κυλούσαν όπως ακριβώς τα περίμενα, ένα κύμα μικρό κι ασήμαντο, όχι από αυτά που σε προειδοποιούν για το επερχόμενο κακό, ήρθε απ’ το πουθενά και τ’ άρπαξε μέσα απ’ τα δυο μου χέρια. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, βούτηξα αμέσως στα νερά να τ’ αναζητήσω. Οι ομαδάρχες μάταια προσπαθούσαν να με σταματήσουν απ’ το να βουτώ και να ξαναβουτώ στην αφρισμένη θάλασσα. Δε θα επέτρεπα κανείς να μου κλέψει το θησαυρό μου. Ήμουν βέβαιος, πως με την προσθήκη αυτή, θα κέρδιζα το πρώτο βραβείο. Θα γινόμουν ήρωας στα μάτια της Στέλλας. Και τα κατάφερα. Βρήκα το θησαυρό μου, πήρα το πρώτο βραβείο, η Στέλλα μού χαμογέλασε και χόρεψε μαζί μου το ίδιο εκείνο βράδυ στο χορό.
Είχα διεκδικήσει το όνειρό μου κι είχα κερδίσει την ευτυχία. Τελικά, καμιά αντιξοότητα δε μπορεί να σε σταματήσει, όταν τ’ όραμά σου σε οδηγεί. Κατά βάθος, μισούσα τη καθημερινότητά μου, τη ρουτίνα της, αλλά ο φόβος για το άγνωστο μ’ είχε καθηλώσει. Ο Αντώνης, ο άστεγος, μου έδειξε το δρόμο. Θα πρέπει, σαν κι εκείνον, να φανώ δυνατός. Θα κυνηγήσω πλέον τα όνειρά μου. Ποιος ξέρει; Ίσως βρω την ευτυχία. Όπως τότε, που χόρεψε μαζί μου η Στέλλα, τότε που αγωνίστηκα για ένα θαλασσινό κοχύλι.
_
γράφει η Άννα Μάλαμα
Μάθημα ζωής η ιστορία σας Άννα ένα συγκλονιστικό και αληθινό μάθημα ζωής!!!Μπράβο σας!!!
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια!