Την κοίταζα και μάλιστα με μάτια λαίμαργα, για να λέω την αλήθεια. Ήταν το χούι μου, όταν είχα να κάνω με ένα πλάσμα, που ήταν φτιαγμένο από δυσεύρετα υλικά της γυναικείας ομορφιάς.
Πώς να μην την κοίταζα, καλέ κι εσείς; Έχω κι εγώ κεντρί στην καρδιά μου, άντρας που είμαι, που με ξυπνά κάθε φορά, που η ρουτίνα πάει να με αποβλακώσει.
Από τότε που τέλειωσαν οι διακοπές και όλοι γύρισαν στα σπίτια τους, έχασα την ησυχία μου τα απογεύματα, πάνω που τέλειωνα την γυμναστική μου και ήταν, να απολαύσω το καφεδάκι μου. Το πήρα συνήθειο, να κάθομαι σε μια άνετη πολυθρόνα στην βεράντα του Αστέρα, να χαζεύω τη θάλασσα μπροστά μου και μέχρι την Σαμοθράκη. Καμιά φορά, έπαιρνα και το βιβλίο μου μαζί, μια αστυνομική νουβέλα και πάλευα κι εγώ μαζί με τον ινσπέκτορα Τέρη Μίχο, να βρω πρώτος εγώ τον δολοφόνο, πριν από αυτόν.
Πώς να βρω τον δολοφόνο, όταν η γυναίκα που σας λέω, προλάβαινε και με δολοφονούσε με την ομορφιά της;
Στην παρέα της όλες Αλεξανδρουπολίτισσες, δηλαδή… έλεγα, πως θα ήταν η αρχηγός.
Θα βοηθούσε σίγουρα, η κοινωνικής της θέση. Μου μύριζε η οικονομική της ευρωστία, με την αύρα του ακριβού γυναικείου αρώματος, που φορούσε. Την διαπίστωνα επιπροσθέτως κι ας μην είχα και καμιά ιδιαίτερη παιδεία από μόδες και λούσα όπως την έβλεπα ντυμένη με συνολάκια ακριβά, ποτέ τα ίδια. Μετρούσα και τα κοσμήματα, που στόλιζαν τον λαιμό της, τα αφτιά της, τα δάχτυλα των χεριών της. Όλα χρυσά! Από την πρώτη στιγμή που την είδα, είπα πως η γυναίκα έχει λεφτά, όχι αστεία. Άλλωστε, τώρα να το πω και οι άλλες της παρέας της δεν έπεφταν παρακάτω.
Όπως καθόταν, ένα τραπέζι παραδίπλα, άκουγα τι έλεγε, όχι γιατί έστηνα αφτί, αλλά γιατί η φωνή της ήταν σοπράνο, μελωδική να πω καλύτερα, ιδίως όταν συνόδευε τα λόγια της, με γέλιο.
Κάθε Δευτέρα και Τετάρτη! Στις πέντε η ώρα το απόγευμα.
Λες και μου έδιναν και μένα ραντεβού, πρώτος έπαιρνα θέση στην βεράντα. Στο τραπεζάκι μου ο καφές και το βιβλίο αγκαλιά. Ποιος κερατάς σκότωσε τον μεγαλοεργολάβο Τζόρνταν Πεχλιβανίδη; Κάθε Δευτέρα και Τετάρτη, έπρεπε βιαστώ μπας και βρω τον δολοφόνο πριν τις πέντε, γιατί πάνω που έλεγα, πως πιθανότατα, να τον φαρμάκωσε η νεαρότατη σύζυγός του, η πανέμορφη Χρυσούλα, κατέφτανε η γόησσα με τις κυρίες της παρέας της και… και σταματούσε η διερευνητική μου ικανότητα και πάσα άλλη πνευματική μου λειτουργία. Μπουνταλάς, ας πούμε. Το πρόσωπό της, φάτσα σχεδόν με το δικό μου, με καθήλωνε. Δεν είχα την δύναμη ούτε την σελίδα να γυρίσω. Βασανιστήριο!
Έμαθα αρκετά γι αυτήν. Την λένε Αντιγόνη, σύζυγος γνωστού παραλή της πόλης, μητέρα δύο παιδιών και με την μάνα της, δυστυχώς, με πάθηση Αλτσχάϊμερ.
Μόνον αυτά;
Σαν λίγα δεν είναι; Πολύ λίγα για την δίψα, που μ’ έπιασε γι αυτήν.
Κόντεψα να μάθω όλα τα επεισόδια από το σίριαλ ΄΄Αύριο θα ’ναι αργά΄΄ υπέροχο! Σε κάποια στιγμή, που αυτός την χαστούκισε γιατί αυτή τον αποκάλεσε ανίκανο και εννοούσε τις σεξουαλικές του επιδόσεις, η Αντιγόνη βούρκωσε. Οι άλλες πέσανε πάνω στον χαστουκιστή, να τον φάνε τον μισογύνη κι εγώ βρέθηκα τυλιγμένος από συγκίνηση, όχι γι αυτόν τον άνανδρο, που χαστουκίζει ανήμπορες γυναίκες, αλλά για την Αντιγόνη, καρσί απέναντί μου. Μ’ έπνιξε μια υποψία και αναρωτήθηκα ΄΄έχει γούστο, να την χαστουκίζει ο παραλής;΄΄ και μου σηκώθηκε το τριχωτό της κεφαλής μου κι έχυσα και τον καφέ μου, από την σύγχυση που πήρα.
Αθώο, γλυκό πλάσμα! Γυναίκα της υπομονής! Μοναχούλα στην καθημερινή ζωή της. Την άκουσα να παραπονιέται, πως πάλι μόνη της με τα παιδιά θα πάει στο Καϊμακτσαλάν για τα Χριστούγεννα, γιατί ο παραλής δεν άδειαζε, είχε προγραμματισμένες επαφές με επιχειρηματίες, άϊ στο καλό της για δουλειά. Δεν έφτανε, που ξημεροβραδιαζότανε στο γραφείο του, έπρεπε και τα Χριστούγεννα να δουλεύει;
Όχι! Είχε απόλυτο δίκαιο η όμορφη. Μόνη! Μοναξιά! Η μοναξιά αφυδατώνει τα νιάτα μιας γυναίκας, σκέφτηκα.
Της έκανα κάτι βλεφαριές για συμπαράσταση, μην μπορώντας να τρέξω και να την αγκαλιάσω, να την παρηγορήσω ευπρεπώς, να σκουπίσω τα δακρυάκια της και γιατί όχι; να της δώσω ένα φιλί, προϊόν της πλημύρας του έρωτά μου γι΄ αυτήν. Σιγά-σιγά, με τον καιρό, Δευτέρες και Τετάρτες εννοώ, μαζεύτηκαν μέσα μου κάμποσες αιτίες για ένα φιλί, για μια αγκαλίτσα, να κάνω μια αυτοψία στο ντεκολτέ της, μπας και καταλάβω την μάρκα του αρώματος που βάζει. Κι ας έπεφταν επάνω μου να με φάνε όλες εκείνες οι κομπάρσες του δράματός μου. Ας με τρώγανε! Σκασίλα μου.
΄΄Είσθε ο Μάκης Ζουλάς;΄΄ ήλθε πάνω από το κεφάλι μου στα ξαφνικά και με ρώτησε. Δεν ήταν Δευτέρα ούτε Τετάρτη. Μια Παρασκευούλα ήταν, ασήμαντη για μένα, μια μέρα. Στην νουβέλα που διάβαζα, η παραμάνα του Τζόρνταν Πεχλιβανίδη, η μαντάμ Ευγενία, η Κωνσταντινουπολίτισσα, του έδινε τσάγια με βότανα και μαντζούνια, που έφερνε από το Μισίρ Τσαρσί της Πόλης, μέσα σε βάζα. Τι πότιζε τον άνθρωπο, που αναπάντεχα τούρθε ένα εγκεφαλικό, μια μπόμπα να λέμε καλύτερα; Αυτό προσπαθούσα, να εξιχνιάσω όταν ήλθε, σαν ροπαλιά στο κεφάλι μου, το ερώτημά της, αν είμαι ή δεν είμαι ο Μάκης Ζουλάς.
΄΄Είμαι΄΄ της απάντησα όρθιος, που σηκώθηκα, μάλλον από αιφνιδιασμό.
΄΄Ντροπή σας, κύριε Ζουλά! Δεν ντρέπεστε λιγάκι; Ρεζίλι μ’ έχετε κάνει. Για ποια με περάσατε; Σας φαίνομαι για καμιά σουρλουλού, που έρχεται στο ξενοδοχείο, ψάχνοντας για γκόμενο; Τι τρόπος είναι αυτός που με κοιτάτε και με κάνετε και ματάκια και σαλιώνετε τα χείλη σας και ρίχνετε κάτω τους καφέδες σας, για να προσέξω; Ντροπή! Όλες οι φίλες μου με ρωτάνε, τι θέλει αυτός και σε κοιτά με κολλημένα τα μάτια του, επάνω σου. Τι να τις απαντήσω; Ένας ξεμωραμένος θα είναι, που πάει στην επαρχία και νομίζει, πως θα του κάτσουνε όλες, απλά και μόνο γιατί είναι εξ Αθηνών. Σιγά τ’ αβγά, που είσαι Αθηναίος! Σας ξέρουμε κι εσάς τους Αθηναίους! Οι μισοί είστε γκέουρες! Να κάτσω, γιατί έχω να σας πω και άλλα…΄΄
Έκατσε. Δεν θυμάμαι αν πρόλαβα να της πω ΄΄καθίστε΄΄ αλλά δευτερεύον! Άλλωστε, μέσα στα νεύρα της, που τάχα την εξέθετα κοιτάζοντάς την ασύστολα, ξεπηδούσε μια άλλη ομορφιά, που με ξάφνιαζε. Αυτή η γυναίκα ομόρφαινε, όταν αναψοκοκκίνιζε. Φωτίζονταν τα καστανά της μάτια, τα φρύδια τσιτώνονταν από πάνω τους και τα χείλη της …αμάν, τα χείλη της!… πρήζονταν θαρρείς κι έλεγες, τώρα θα σπάσουν, να γεμίσει το τραπέζι μου πετιμέζι.
Αγκομαχούσε, σαν πρωτόβγαλτη. Άκουγα το ρυθμικό ΄΄τακ-τακ΄΄ των τακουνιών της στο πλακόστρωτο, δείγμα ανεξέλεγκτης αμηχανίας.
΄΄Νεράκι;΄΄ την ρώτησα, που είδα, πως την θέλει μια ενθάρρυνση.
΄΄Άναψα! Βάλτε μου λίγο΄΄.
Της έβαλα.
΄΄Καφεδάκι;΄΄ πρότεινα με ψυχραιμία. Πού την βρήκα;
΄΄Θα το πιω, καλό θα με κάνει. Σαν τα μνημόσυνα, καλέ συ!΄΄ με είπε κι άρχισε εκείνα τα γέλια της τα διαπεραστικά, όλη η βεράντα μας άκουγε.
Σκεφτόμουν στο μεταξύ, ποια μπορεί να είναι αυτά τα <<άλλα>>, που ήθελε να μου πει. Στούπωσα και δεν γεννούσε το μυαλό μου. Άφησα την μπάλα στα χέρια της.
΄΄Κύριε Ζουλά! Από πού είστε;΄΄
΄΄Από την Αλεξανδρούπολη΄΄, απάντησα και περίμενα.
΄΄Αλήθεια; Και πως νομίσαμε, πως είστε από την Αθήνα;΄΄
΄΄Εννοείτε, το κονγκλάβιο των φιλενάδων σας; Λάθος!΄΄
΄΄Και γιατί δεν σας ξέρει κανείς;΄΄
΄΄Μάλλον, γιατί έφυγα νεαρός για σπουδές και γύρισα μόλις τώρα για δουλειά΄΄
΄΄Και τι δουλειά κάνετε, αν επιτρέπετε΄΄
΄΄Δεν επιτρέπεται!΄΄ απάντησα κοφτά. Αρκετή φόρα δεν πήρε;
Ήπιαμε το καφεδάκι μας. Έπιασα τα αστεία, για να την κάνω να γελά και να ομορφαίνει τον περίγυρο. Φτάσαμε στο σημείο, που ο ανάλγητος χρόνος έχωσε την μούρη του ανάμεσά μας και έπρεπε, καθώς είπε, έπρεπε δυστυχώς να φύγει.
Έφυγε! Με είπε ΄΄τσάο΄΄. Την είπα ΄΄γκιορουσούρουζ΄΄* στα τούρκικα.
΄΄Πώς το είπατε αυτό;΄΄ σταμάτησε για λίγο, να με ρωτήσει.
΄΄Τίποτα! Να! Θα ξανασυναντηθούμε, θα πει στα τούρκικα.
Έκανε ένα γελάκι αίνιγμα και χάθηκε στο πάρκιν. Το ζύγισα μέσα μου το γελάκι αυτό και μ’ έβγαζε ΄΄μάλλον ναι΄΄. Το κλείδωσα στα μυαλά μου. Μπορεί και στην καρδιά μου. Κάπου το έβαλα, τέλος πάντων. Το άφησα να ζυμωθεί, όπως ζυμώνεται ο μούστος, για να γίνει υπέροχο ένα κρασί.
Πέρασαν μέρες. Δεν τις μετρούσα. Στην αρχή τις μετρούσα και τις έβριζα.
Έπιασα στα σοβαρά την αστυνομική μου νουβέλα, από την αρχή. Σάμπως, θυμόμουνα και που είχα μείνει; Ο Τζόρνταν Πεχλιβανίδης, εξ αιτίας της νεαρής και πανέμορφης συζύγου του, της Χρυσούλας, που το πήρε συνήθειο, να ξελογιάζεται τις νύχτες, η σουρτούκα, παθαίνει ένα εγκεφαλικό ο άνθρωπος και μένει από κει και πέρα, πάνω σε μια αναπηρική καρέκλα, να τον κουράρει η παραμάνα του, η μαντάμ Ευγενία, η Πολίτισσα. Δραματική μια κατάσταση! Στενοχωριόμουν για να είμαι ειλικρινής και θύμωνα εν πολλοίς. Δεν ενέκρινα αυτή την συμπεριφορά της Χρυσούλας. Έλεγα ΄΄θέλεις κι άλλα κυρία Χρυσούλα μας; Χώρισε και άντε να χορτάσεις τα νιάτα σου. Αυτό που κάνεις είναι αμαρτία, παντρεμένη γυναίκα!΄΄. Τέτοια έλεγα να ξεθυμάνω κι εγώ, γιατί η νουβέλα πολύ με ζορλάντιζε. Εκείνο το βράδυ, που λέτε, η Χρυσούλα ντυμένη σαν καμπαρετζού, λίγο πριν φύγει, αφήνει παραγγελία στη μαντάμ Ευγενία πως αν χτυπήσει το τηλέφωνο και είναι ένας κάποιος Αλ Σαρίφ Αλ Ραμαντάν, συρορθόδοξος, να του πει να την συναντήσει εκεί που ξέρει. ΄΄Κατάλαβες Ευγενία ή να στο ξαναπώ;΄΄ τη ρώτησε η άτιμη και έφυγε.
Αν την είχα μπροστά μου, την Χρυσούλα εννοώ, θα την έφτυνα! ΄΄Ούξου μωρή!΄΄ θα την έλεγα. Αφέθηκα σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο του κειμένου, καρυδότσουφλο στις μαύρες σκέψεις μου, για τον καημένο τον κύριο Τζόρνταν Πεχλιβανίδη, μεγαλοεργολάβο.
΄΄Ντριν…. Ντριν…. Ντριν….΄΄, το τηλέφωνο!
Άθελά μου, σαν υπνωτισμένος ας πούμε, πήγα να το σηκώσω. Θα ήταν ο συρορθόδοξος Αλ Σαρίφ Αλ Ραμαντάν! Ο επιβήτωρ!
΄΄Αλό!΄΄, είπα το εμπρός, σε διεθνή γλώσσα.
΄΄Τι αλό, καλέ κι συ; Η τέτοια είμαι, ξέρεις. Έρχομαι!΄΄,είπε ένα τηλεγράφημα και έκλεισε.
Ψυχραιμία!
Νέα γυναίκα είναι! Η ζωή δονείται μέσα της, δεν την ακούτε; Μόνη. Μοναξιά. Ο παραλής βάλθηκε να κατακτήσει τον κόσμο όλο. Και τα Χριστούγεννα, με το κινητό του στα χέρια, θα τα κάνει. Η μάνα της όσο πάει και χειροτερεύει. Τα παιδιά της, παιδιά κατσίκια! Δεν πάει άλλο, καλέ κι εσείς. Μια διέξοδο! Επειγόντως μια διέξοδο!
΄΄Αϊ σιχτίρ, ρε Αλ Σαρίφ Αλ Ραμαντάν ΄΄ είπα μια και πέταξα το βιβλίο. Έπρεπε να συμμαζέψω το δωμάτιό μου.
Χάλια ήταν…
_
γράφει ο Γιώργος Ψύλλας
ΩΡΑΊΟ ΓΆΡΓΑΡΟ ΣΤΥΛ, ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΊΤΙΚΟ,όπως μαρτυρούν εκείνα τα ΤΗΝ και ΜΕ και σαν ιστορία ενδιαφέρουσα.
ΣΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΛΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΟΥ.