Ο διευθυντής την παρατηρούσε έκπληκτος προετοιμάζοντας τον εαυτό του να της μιλήσει. Εκείνη, κοιτώντας χαμηλά κάπου στο βάθος, έπαιζε αφηρημένη με το φερμουάρ της τσάντας της. Ο διευθυντής τής είπε: “Είστε σίγουρη ότι θέλετε να παραιτηθείτε; Είστε από τους καλύτερους υπαλλήλους μας. Υπάρχει κανένα πρόβλημα με κάποιον συνάδελφό σας;”. Εκείνη έγνεψε αρνητικά χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της. “Θα θέλατε να αλλάξετε αντικείμενο ή τμήμα, ίσως; Είναι οικονομικό το ζήτημα;” συνέχισε ο διευθυντής. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της και έγνεψε αρνητικά κοιτώντας τον στα μάτια. Ο διευθυντής προσπάθησε να πει κάτι ακόμα αλλά εκείνη σηκώθηκε βιαστικά και έφυγε από το γραφείο.
Κατέβηκε γρήγορα τα εξωτερικά σκαλιά του κτιρίου και μόλις έστριψε στη γωνία επιβράδυνε το βήμα της. Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Βγήκε στην κεντρική λεωφόρο και κοντοστάθηκε για να ανοίξει τη τσάντα και να βάλει τα γυαλιά της. Δίπλα της πέρασε ένα νεαρό ζευγάρι χαμογελώντας αγκαλιασμένοι. Η κοπέλα είπε στο αγόρι: “Τι ωραία και ήσυχη που είναι η πόλη τώρα που λείπουν οι περισσότεροι! Και διακοπές να μην πηγαίναμε, πραγματικά δεν θα με πείραζε”. “Ναι, τώρα είναι ωραία εδώ”, απάντησε το αγόρι. Εκείνη τους κοίταξε για λίγο καθώς απομακρύνονταν και τότε πρόσεξε πως της έπεσαν απ’ τη τσάντα τρία ακτοπλοϊκά εισιτήρια: ένα για εκείνη, ένα για εκείνον κι ένα για το παιδί. Στάθηκε για μια στιγμή παρατηρώντας τα σκεφτική, γύρισε από την άλλη και ξεκίνησε να φεύγει. Έπειτα, σταμάτησε ξαφνικά, γύρισε στο σημείο όπου είχαν πέσει, τα μάζεψε, τα έβαλε στη τσάντα της και συνέχισε το δρόμο της.
Έφτασε στο σημείο από όπου έπαιρνε πάντα το λεωφορείο για το σπίτι της και κάθισε σε μια απ’ τις πλαστικές θέσεις. Άκουσε μια γυναικεία φωνή να σιγοτραγουδάει: “Θα ‘ρθει η μέρα που θ’ ανταλλάξουμε οι δυο καλημέρα, που θ’ ανασάνουμε τον ίδιο αέρα…” και γυρνώντας πίσω είδε μια νεαρή τσιγγάνα με δυο μικρά παιδιά να ψαχουλεύουν τους παραγεμισμένους σκουπιδοτενεκέδες. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από δίπλα τους ένας καλοντυμένος ηλικιωμένος κοιτώντας με δυσφορία προς το μέρος τους. Μετά από λίγο έφτασε το λεωφορείο και εκείνη επιβιβάστηκε. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι και ο οδηγός ανέπτυξε σχετικά μεγάλη ταχύτητα. Ξαφνικά ένας μετανάστης επιχείρησε να περάσει γρήγορα τη διάβαση με κόκκινο και ο οδηγός φρέναρε απότομα με αποτέλεσμα πολλοί από τους επιβάτες ταρακουνηθούν άσχημα. Ένας μεσήλικας άντρας που στεκόταν πίσω της φώναξε δυνατά: “Πάτα τον ρε! Τόσους έχουμε εδώ πέρα!”. Εκείνη σηκώθηκε και πάτησε το κουμπί για να βγει. Κατέβηκε στην επόμενη στάση και στάθηκε όρθια περιμένοντας. Κάποια στιγμή είδε ένα λεωφορείο να έρχεται και του έκανε σήμα να σταματήσει. Μόλις σταμάτησε μπροστά της εκείνη έμεινε να κοιτάζει σκεφτική και το λεωφορείο συνέχισε την πορεία του.
Περπατούσε και πάλι στην κεντρική λεωφόρο κοιτώντας τα πλακάκια του πεζοδρομίου. Τότε θυμήθηκε τη συνήθεια που είχε ως παιδί να προσπαθεί να περπατά πατώντας πάντα μέσα στα πλακάκια. Αυτή τη συνήθεια τη διατήρησε και για κάποια χρόνια της ενήλικης ζωής της προσέχοντας ταυτόχρονα να μην γίνεται αντιληπτή από τους γύρω της. Καθώς σκεφτόταν αυτά άρχισε να περπατά πατώντας μέσα στις πλάκες και κοιτώντας δεξιά κι αριστερά χαμογελώντας. Μετά από λίγο είδε μια γυναίκα στην ηλικία της που κρατούσε ένα μικρό κορίτσι απ’ το χέρι. Το κορίτσι προχωρούσε κάνοντας συνέχεια κουτσό και τότε, καθώς το κοιτούσε, ένιωσε για μια στιγμή ότι θέλει να κάνει κι εκείνη κουτσό. Περνώντας από δίπλα της η γυναίκα είπε τραβώντας το κορίτσι απ’ το χέρι: “Σταμάτα γιατί θα σε κοροϊδεύει ο κόσμος. Είσαι μεγάλο κορίτσι τώρα” και το κορίτσι απρόθυμα άρχισε να περπατά με κανονικό βήμα. Τις κοίταξε για λίγο καθώς απομακρύνονταν και συνέχισε την πορεία της χωρίς να κοιτά χαμηλά.
Έφτασε στο εμπορικό κέντρο και σταμάτησε σε ένα περίπτερο για να πάρει ένα μπουκαλάκι νερό. Στάθηκε να πιει μια γουλιά και το βλέμμα της έπεσε στιγμιαία σε μια μεγάλη αφίσα που διαφήμιζε ένα γυναικείο περιοδικό: “Η Ζακλίν είναι μια γυναίκα με στυλ, εσύ;”. Προχώρησε στον εμπορικό πεζόδρομο και στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα ενός μεγάλου καταστήματος ρούχων. Χάζεψε μερικά ακριβά φορέματα και κοιτάζοντας ένα απ’ αυτά θυμήθηκε πως πριν από μερικά χρόνια εκείνος ήθελε να της αγοράσει ένα πανομοιότυπο. Εκείνη αρνήθηκε γιατί το έβρισκε κάπως προκλητικό και τότε της είχε προτείνει να της το αγοράσει για να το φοράει στο σπίτι, μόνο για εκείνον. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι μπορεί να είναι ωραίο πάνω της και τότε της πέρασε απ’ το μυαλό να το αγοράσει για να το φοράει μόνη της μπροστά στον καθρέφτη και να μην του το δείξει ποτέ. Καθώς σκεφτόταν να μπει στο μαγαζί, είδε μια νεαρή γυναίκα να στέκεται πίσω της κοιτώντας τη βιτρίνα. Η νεαρή μιλούσε δυνατά στο κινητό της με το αγόρι της δείχνοντας χαρούμενη. Παρατηρώντας το πρόσωπο της στη βιτρίνα πρόσεξε γρήγορα ότι η νεαρή τής μοιάζει εκπληκτικά. Ήθελε πολύ να γυρίσει και να την κοιτάξει για λίγο κατάματα αλλά φοβήθηκε μήπως γίνει αδιάκριτη. Μετά από λίγο η νεαρή προχώρησε και κοιτάζοντας την από πίσω, εκείνη πρόσεξε ότι πραγματικά έχει την ίδια λεπτή σιλουέτα και το ίδιο ανάλαφρο ντύσιμο που είχε και η ίδια πριν από περίπου είκοσι χρόνια. Μόλις η νεαρή έστριψε στη γωνία εκείνη προχώρησε γρήγορα προς το μέρος της αλλά δεν μπορούσε να τη δει πουθενά.
_
γράφει ο Βαγγέλης Παπαδιόχος
0 Σχόλια