Η Μίνα βιαζόταν. Δεν μπορούσε να περιμένει. Έκλεισε βιαστικά τα χαρτιά της. Προχώρησε προς την έξοδο. Έκλεισε με επιμέλεια την πόρτα και κλείδωσε σχολαστικά τρεις φορές. Κατεβαίνοντας την φρεσκοσφουγγαρισμένη αποβραδίς κοινόχρηστη σκάλα, ο ήχος του τηλεφώνου την έκανε να γυρίσει πίσω. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν μια συγγένισσά της, μεγαλόσχημη μοναχή και της ανήγγειλε τον ξαφνικό άλλα ήσυχο θάνατο μιας ηλικιωμένης αδερφής στο μοναστήρι. Τη ρώτησε επίσης αν ήθελε να κάνει μια επίσκεψη στη μονή και να την φιλοξενήσουν ένα-δυό βράδια. «Πρέπει να κάνω υπακοή στη Γερόντισσα», σκέφθηκε η Μίνα και πέταξε την τσάντα της σε μια πολυθρόνα. Αυτό ανέτρεπε όλα τα σχέδια της. Πήρε να ετοιμάζει το σακ βουαγιάζ και λίγο αργότερα στο πρακτορείο να κλείσει θέση. Κάτι σημαντικό θα θέλουν να μου πούνε σκεφτόταν καθώς διέσχιζε τον δρόμο και παραλίγο να την πατήσουν δυο αυτοκίνητα. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί.
Στη νοικιασμένη γκαρσονιέρα της, η εικοσάχρονη Μίνα, συνήθιζε να παλεύει με τις γραμμές στα πανεπιστημιακά συγγράμματα της αρχιτεκτονικής. Κάποιες φορές έβγαινε βόλτα για να ξεθολώσει το μυαλό και για να μπορέσει να δουλέψει μετά, στα πεζοδρόμια της Τσιμισκή, μερικές φορές με τη θεία της, τον μόνο συγγενή που είχε στην ξένη πόλη. Στις ήσυχες φωτεινές βιτρίνες των κλειστών καταστημάτων, καθρέπτιζε τον εαυτό της, τάιζε τα περιστέρια στην Αριστοτέλους, έτρεχε να προλάβει το νυχτερινό περίπτερο που κατέβαζε τα ρολά του, για να αγοράσει τσιγάρα. Καθόταν στο παγκάκι και μιλούσε σιωπηλά με τον άνθρωπο που καθόταν δίπλα της. Πολλές φορές ο άνθρωπος ήταν ένας απόκληρος και τότε έπιαναν κουβέντα. Λίγο αργότερα ο άνθρωπος θα τρύπωνε σε μια έρημη πιλοτή και θα τυλιγόταν με την κουβέρτα του, χωρίς κανένας να ενδιαφέρεται. Η Μίνα πολλές φορές αναρωτήθηκε αν της έπεφτε λόγος να ενδιαφερθεί, όμως η ίδια η σκέψη τη γύριζε πίσω, στον εαυτό της και στα δικά της προβλήματα. Τότε έβαζε στο στόμα της μια καραμέλα και κοιτούσε πρώτα τα τακούνια της, που ηχούσαν στο νυχτερινό αδειανό πλακόστρωτο και μετά τον έναστρο ουρανό. Κάποια στιγμή της πέρασε η ιδέα από το μυαλό ότι μπορούσε να ακούσει τις μουσικές των σφαιρών. Οι εφιάλτες της από παλιά, από το πρώτο έτος κιόλας, είχαν ερωτικές σκηνές που έμεναν ατελείωτες, σαν όλους εκείνους που είχαν περάσει από πάνω της και τώρα θέλουν να την εκδικηθούν για τον ατελείωτο έρωτα που τους είχε προσφέρει, δεμένοι, με τα μάτια κλειστά σαν μια αγέλη λύκων αιμοβόρων.
Οι βραδινές βόλτες της Μίνας τελείωναν με βαρκάδα στον παγωμένο Θερμαϊκό και με γλυκίσματα σε ένα από τα πολλά καφέ της πόλης. Εκεί είχε πρωτοσυναντήσει και τον Νίκο, της τον σύστησε η θεία της, ήταν μια παλιά ανεκπλήρωτη αγάπη της, πριν ακόμα γνωρίσει τον σημερινό σύζυγό της. Με τον Νίκο περνούσαν ατελείωτα βράδια συζητώντας για τον Θεό και έλυναν όλα τα υπαρξιακά τους προβλήματα. Μια από εκείνες τις έναστρες δαντελένιες νύχτες όπου σφίγγονταν γερά ο ένας στο μπράτσο του άλλου, τυλιγμένοι με παλτά αλλά με πολλή ζέστη μέσα τους ο Νίκος της εξομολογήθηκε ότι όταν είχε πρωτοσυναντήσει την θεία της, εκπάγλου καλλονής από εκείνες τις δεκαετίες, είχε αντικρύσει έναν άγγελο, με μαύρα μαλλιά, κάτασπρο πρόσωπο, κόκκινα χείλη και κελαρυστή φωνή. «Ένιωσα τότε σαν να πετούν πουλιά στον ουρανό με τεράστιες φτερούγες. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία, Μίνα. Και τώρα βλέπω τον ίδιο άγγελο μπροστά μου, τρεις δεκαετίες μετά, να βαστιόμαστε αγκαζέ και να περπατάμε μαζί», της είπε ο Νίκος με αυτή τη μεστή φωνή που κανείς συναντά σε ανθρώπους με αισθήματα. Ο Νίκος ήταν αρχιτέκτονας και ζωγράφος και κανείς μπορούσε να μιλάει μαζί του ατέλειωτες ώρες. Ήταν εργένης και αγαπούσε τους πάντες και τα πάντα. «Της μοιάζεις της θείας σου. Πολύ…»
Το επόμενο πρωί, η Μίνα, κάτω από τον τεράστιο θόλο του πρακτορείου της Θεσσαλονίκης, αφού παρέδωσε την αποσκευή της προσεκτικά και λίγο πριν δώσει το εισιτήριό της στον εισπράκτορα, ελέησε έναν φτωχούλη και τάισε τα περιστέρια με το μισοφαγωμένο σάντουιτς. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια του λεωφορείου, λάμποντας από χαρά και βολεύτηκε με αδημονία στη θέση της, βάζοντας τα ακουστικά στα αυτιά της. Τι ειρωνεία, η ελεημοσύνη θα πήγαινε στην πρέζα. Προς τι η χαρά; Ίσως για τα περιστέρια.
Στη διαδρομή ξεπρόβαλαν τεράστια δέντρα, τεράστια σύννεφα, γιγάντια πουλιά. Έξω από το μοναστήρι, στην άκρη της γέφυρας, την καλωσόρισε μια μοναχή. Πέρασαν μέσα από τη βαριά πύλη με τα καρφιά και το ατσάλινο χερούλι. Της έφυγε όλη η αγωνία του ταξιδιού. Είχε φτάσει, πλέον στον προορισμό της. Ήταν η ώρα του καφέ, και όλη η αδελφότητα συγκεντρωμένη στο φιλόξενο σαλόνι την καλωσόρισε με αγία θέρμη. Η Μίνα τους φίλησε το χέρι μία-μία και έβαλε μετάνοια στη Γερόντισσα. Είχε κάνει υπακοή. Έφτανε αυτό. Σε δυό ώρες με τη συνοδεία δύο αδερφών θα πήγαινε να συναντήσει τον μυσταγωγό της στο διπλανό μοναστήρι. Θα περνούσαν πάνω από τον βράχο με τελεφερίκ. Το απόγευμα, μετά το Απόδειπνο, είδε την αδελφή Παϊσία να τρέχει με τα μαύρα ράσα της να ανεμίζουν, όπως απλώνονται οι φτερούγες ενός αγγέλου. Την πήγαν στην πίσω αυλή με τα τριαντάφυλλα, όπου υπήρχαν τα μνήματα από τις αδελφές και τις γερόντισσες που είχαν πεθάνει. Μια μοναχή, εκεί, άναβε τα καντήλια. Κάθισαν λίγο στο πεζούλι και ατένισαν τον κάμπο της Καλαμπάκας. Θα έφευγε λουσμένη και μετανοημένη την επόμενη μέρα.
Πίσω στη Θεσσαλονίκη και στο αρχιτεκτονικό γραφείο όπου η Μίνα θα μπαινόβγαινε δυο μέρες την εβδομάδα στα πλαίσια μιας εργασίας που της ανέθεσε ο καθηγητής της, γνωρίστηκε με έναν φοιτητή που θα συνεργαζόταν, ο οποίος ήταν τυφλός. Με τη βοήθεια ειδικού σαρωτή που μετέτρεπε τα σχέδια σε ηχητικά αναγνώσιμη μορφή θα δούλευαν μαζί για τον επόμενο μήνα. Είναι σκληρό να μην βλέπεις, πίστευε η Μίνα. Όμως καθώς περνούσαν οι μέρες, ο φοιτητής κάποια στιγμή τής εξομολογήθηκε ότι για κείνον ήταν ένα χάρισμα, το να μη βλέπεις.
Ένα χειμωνιάτικο ηλιόλουστο απομεσήμερο, η Μίνα φρόντισε ιδιαίτερα το ντύσιμό της να είναι κομψό και κοιτάχθηκε πολλές φορές στον καθρέφτη. Η θεία της, της είχε υποσχεθεί ότι εκτός από τον ζωγράφο Νίκο, στην παρέα, θα ήταν και ο γιος του από τον πρώτο γάμο του και καλό θα ήταν να γνωριστούν γιατί είναι αρχιτέκτονας κι αυτός. Κι έτσι έκπληκτη η Μίνα, αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Πέτρου, τον φοιτητή που έκαναν μαζί πρακτική άσκηση στο αρχιτεκτονικό γραφείο. Αφού τελείωσαν οι περιττές συστάσεις και οι φιλοφρονήσεις κάθισαν όλοι μαζί σε ένα από τα καλύτερα ζαχαροπλαστεία της πόλης να απολαύσουν τον καφέ τους.
Αν τελικά δεν είχε πάει στο ραντεβού, θα το μετάνιωνε. Ο Πέτρος ήταν σε όλα νόμιμος. Τα αυτοκίνητα περίμεναν να ανάψει το πράσινο και στέκονταν σούζα μπροστά του. Ένα σκυλί περίμενε να περάσει απέναντι και γάβγισε προς το μέρος του Πέτρου απειλητικά, καθώς είχε και ο Πέτρος σκύλο συνοδό εκτός από το λευκό του μπαστούνι. Διέσχισαν μαζί κάθετα τη λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας, ακριβώς πάνω στις λευκές γραμμές της διάβασης. Η Μίνα πρόσεξε ότι ο κύριος από το απέναντι πεζοδρόμιο ήταν επίσης τυφλός, μιλούσε στο κινητό και ότι ο σκύλος του, τον διαβεβαίωσε για την ασφάλεια του να περάσεις απέναντι, ότι ήταν πράσινο το φως. Η Μίνα έμεινε άγαλμα, πριν τους χάσει τελείως, όταν έστριψαν μέσα στη στοά. Κάπου πήγαιναν, στη σχολή τυφλών ίσως. «Πόσες φορές μπορούμε να έχουμε έναν που να μας καθοδηγεί, εμείς που βλέπουμε;», λέει στον Πέτρο. «Ξέρεις πόσες φορές έσπασα το κεφάλι μου πάνω σε στύλους της ΔΕΗ, σε υποστυλώματα μέσα στα αστικά λεωφορεία; Πόσες φορές με έσωσε ο σκύλος μου από τρελούς που έτρεχαν αλαφιασμένοι μες τη νύχτα, ενώ εγώ τον πήγαινα περίπατο στο πάρκο; Ξέρεις, Μίνα, είμαι συνηθισμένος πια σε όλα αυτά και δεν μου κάνουν καμιά εντύπωση. Το θέμα είναι να έχεις έναν συνοδό να σε περάσει στην αντίπερα όχθη. Κι αυτό είναι όλο το μυστικό, Μίνα. Να έχεις κάποιον, έστω έναν», τόνιζε τις λέξεις του ο Πέτρος, μιλώντας υπαινικτικά μάλλον. «Η αλήθεια είναι ότι ο σκύλος σε προφυλάσσει από πολλά, από τότε που τον υιοθέτησα, γλίτωσα από πολλούς. Τα έλεγαν στο καφέ που κάθισαν να ξαποστάσουν και γελούσαν και ο σκύλος κουνούσε χαρούμενος την ουρά του. «Πώς ξέρεις τα χρώματα;», τον ρώτησε εκείνη αδιάκριτα. «Τα ξέρω, κι ας μην τα έχω δει ποτέ», της απάντησε εκείνος χωρίς να πειραχτεί. «Να, η μπλούζα που φοράς είναι κόκκινη και το κασκόλ σου μωβ».
Εκείνες τις φωτεινές από τα άστρα νύχτες, σαν σε όνειρο έρχονταν οι Άγιοι και μάλωναν τη Μίνα, που το καντήλι τους ήταν σβηστό, το τζάκι της οικογενειακής εστίας της σβηστό και αυτή φευγάτη από το πατρικό της, χωμένη μέσα στην εξεταστική της και στις αράχνες που έπιανε η βιβλιοθήκη της σχολής στα κάτω ράφια, πίσω από την πόρτα. «Δεν υπάρχει πίστη καμία, Μίνα; Ή μήπως είναι τόση η χαρά σου, επειδή βλέπεις και ακούς; Όμως πρέπει να πας. Μόλις τελειώσει η εξεταστική, θα πας να πάρεις ευχή από τους νεκρούς σου, Μίνα».
Στη διαδρομή προς την Αναπαύσεως κοιτά τα κυπαρίσσια, είναι ψηλά, αγγίζουν τον ανοιξιάτικο ουρανό. Περνάει την πύλη, περιδιαβαίνει τους λαβύρινθους, στέκεται σε ένα ταφικό μνημείο. Είναι μια οικογένεια που δεν είδε το σαμιαμίδι στον τοίχο και ήπιαν το γάλα τους κι έτσι πέθαναν. Ακούει το γέλιο και τις συνομιλίες των πεθαμένων, περνάει ο Επιτάφιος, είναι Μεγάλη Παρασκευή, η μέρα των νεκρών και της καθόδου του Λυτρωτή στον Άδη. Πρέπει να βρει έναν παπά, να διαβάσει τρισάγιο και να τοποθετήσει λίγα λουλούδια στη μνήμη του παππού της. Άναψε τα σβησμένα καντήλια, καθάρισε το μνήμα και το μαρμάρινο ανθοδοχείο από τα αποτσίγαρα και τα δάκρυα από τον διπλανό τάφο, από τον θάνατο ενός νεαρού παιδιού. Ένα σπουργιτάκι κάθεται πάνω στο μνήμα, σαν να ακούει κάποιον να της τείνει το χέρι, είναι η μητέρα από το γειτονικό μνήμα. Πρόσεξε το αναμμένο τσιγάρο στο χέρι της. «Καλή Ανάσταση» της είπε αμήχανα. «Επίσης, να ‘στε καλά. Δεν αλλάζει τίποτε», της απάντησε εκείνη. Δεν παρηγορήθηκε ακόμη, σκέφτηκε η Μίνα και δάκρυσε. Ήταν ο θάνατος ενός νεαρού παιδιού, οι μουσικές που την καλούσαν πίσω.
Αν κάποιος περαστικός περνούσε ξημερώματα Κυριακής σε μια από τις πολλές προβλήτες που σκίζουν τον Θερμαϊκό, από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και δώθε προς τη Νέα Παραλία, θα έβλεπε δυο γυναίκες και δυο άνδρες καθισμένους στο πλακόστρωτο, με μπίρες στα χέρια, και με τα πόδια τους ίσα που να μην ακουμπάνε το νερό, να είναι αγκαλιασμένοι ο ένας με τον άλλον, να πειράζονται μεταξύ τους, και πότε πότε να συζητούν σοβαρά, για πουλιά με ανοιχτά φτερά και για περιστέρια, και με τις χαρούμενες, κελαρυστές φωνές τους να αντηχούν ως την αντίπερα όχθη, εκείνη της μοναστικής πολιτείας του Άθω.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
_____
[Έλαβε το Γ’ βραβείο στον 2ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό – Πεζογραφία «Παύλος Αυθίνος».]
0 Σχόλια