Εξομολογήσεις ενός δεκαπεντάχρονου

Δημοσίευση: 21.11.2015

Ετικέτες

Κατηγορία

art-kiss_b

Κάθομαι τώρα στο μικρό μου γραφείο που βρίσκεται δίπλα στο κρεβάτι που κοιμάμαι και σκέφτομαι ότι πλέον είμαι στα τριάντα τρία και νιώθω ότι κύλησαν πολύ γρήγορα τα χρόνια. Να γύριζα πίσω το χρόνο. Λίγο μετά τα δεκαπέντε. Στα δεκάξι ας πούμε. Γιατί τα δεκαπέντε ήταν μια πικρή ιστορία.

Κοιτάζω τον τοίχο και πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται την Αναστασία. Η Αναστασία βλέπετε ήταν ο παιδικός μου έρωτας. Τότε στα δεκαπέντε δεν χρειάζονταν και πολλά πράγματα για να είσαι ευτυχισμένος και κατά περίεργο τρόπο δεν χρειάζονταν και πολλά πράγματα για να είσαι δυστυχισμένος.

Η Αναστασία ήταν δύο χρόνια μικρότερη μου. Ήταν επίσης στο ίδιο σχολείο μαζί μου και το πιο σημαντικό ήταν ξαδέλφη ενός από τους κολλητούς μου. Χωρίς φόβο και χωρίς πάθος δηλώνω ότι ήταν ωραία κοπέλα. Και χαζός να ήσουν το καταλάβαινες ότι ήταν ωραία από τον τρόπο που την κοίταζαν τα άλλα αγόρια. Με ένα βλέμμα στα όρια της λαγνείας και της απελπισίας γιατί δεν τους έδινε σημασία. Ήταν μια μικρή ντίβα. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήταν ντίβα, απλά αυτή ήταν η άμυνά της.

Την είδα για πρώτη φορά (που αλλού;) στο σπίτι του κολλητού. Καθόταν με την κοντή της την φουστίτσα σταυροπόδι στον καναπέ του σαλονιού, μιλώντας περί ανέμων και υδάτων με τον αδελφό του κολλητού μου. Και εκεί την ερωτεύτηκα.

Σαν απελπισμένο κουτάβι που το μόνο που ζήτα είναι λίγο αγάπη και στοργή σχεδόν σύρθηκα προς το μέρος της και χωρίς να ρωτήσω θρόνιασα την αφεντιά μου δίπλα της. Εκείνη με κοίταξε αρχικά με απορία. «Ο κολλητός μου ο Χάρης» έκανε ο φίλος μου και το απορημένο βλέμμα αντικαταστάθηκε με ένα γλυκό χαμόγελο.

Κάτι γίνεται, σκέφτηκα και την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια. Εκείνη δεν τα κατέβασε, όπως περίμενα μέχρι που «έσπασα» πρώτος εγώ και χαμήλωσα το βλέμμα μου στο πάτωμα.

Έκατσα μέχρι που με έδιωξαν. Πρέπει να ήταν περασμένες μία και γυρνώντας σπίτι είδα την κυρά-Ασπασία να έχει βγάλει αφρούς από το στόμα. Η μάνα με φιλοδώρησε για την αργοπορία μου με ένα ωραιότατο μπερντάκι ξύλο. Δεν αντέδρασα. Σκεφτόμουν την Αναστασία και δεν ένιωθα τον πόνο. Είχε δίκιο η μητέρα μου. Της είχα πει ότι θα γύριζα σε δέκα λεπτά και τα δέκα λεπτά έγιναν δέκα λεπτά και τέσσερις ώρες.

Πέφτοντας στο κρεβάτι δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου. Σκεφτόμουν την Αναστασία. Αλλά όχι με έναν τρόπο χυδαίο, αλλά σεμνό και ταπεινό. Ω, την είχα δαγκάσει για τα καλά την λαμαρίνα.

Η μέρα ξημέρωσε και το μυαλό μου εξακολουθούσε να είναι κολλημένο στην Αναστασία. Μετά από μια ώρα περισυλλογής κάτω από τα παπλώματα, το πήρα απόφαση. Ήμουν ερωτευμένος και δεν θα έκανα τίποτα για να αλλάξω αυτήν την κατάσταση. Σηκώθηκα σχετικά ανάλαφρος. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν απλά να εκφράσω τον έρωτά μου σε εκείνην.

Το μεσημέρι και αφού είχα ξεμπερδέψει με τις μαθητικές μου υποχρεώσεις, κατηφόρισα προς το σπίτι του κολλητού μου. Ήθελα να του εξομολογηθώ το πάθος μου για την ξαδέλφη του.

Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε όχι ο κολλητός, αλλά η Αναστασία. Έμαθα ότι η Αναστασία μόλις είχε έρθει στο δικό μας σχολείο. Μετεγγραφή. Τέλεια. Επίσης έμαθα ότι η Αναστασία έμενε στον πάνω όροφο. Ακόμη πιο τέλεια, σκέφτηκα, έχω πλέον το τέλειο άλλοθι για να πυκνώσω τις επισκέψεις μου στο σπίτι του κολλητού.

Με υποδέχθηκε μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο που μπορούσες να συναντήσεις στο πρόσωπο ενός μπαμπά που βλέπει το παιδί του να μεγαλώνει μέσα στην ευτυχία και την υγεία, ή σαν το χαμόγελο που μπορούσες να συναντήσεις στο τέλος μιας θεατρικής παράστασης στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή που μόλις έχει δώσει στο κοινό την ερμηνεία της ζωής του.

Πέρασα μέσα και με κάλεσε στο σπίτι της, αμέσως μετά την ανακοίνωσή της ότι έλειπαν όλοι από τη διώροφη μονοκατοικία. Με αέρινα βήματα ανέβηκα τα σκαλιά δύο – δύο και δευτερόλεπτα μετά είχα καθίσει στη μία από τις τέσσερις καρέκλες της κουζίνας παρακολουθώντας την Αναστασία να φτιάχνει δύο καφεδάκια χτυπητά. Τα μάτια μου είχαν κολλήσει στον κώλο της, ένας κώλος που νόμιζες ότι τον είχε σμιλέψει ο καλύτερος γλύπτης του κόσμου. Όσο κι αν προσπαθούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από εκείνο το «αμαρτωλό» σημείο δεν μπορούσα. Ήταν σαν να βρισκόμουν μέσα στη δίνη ενός τεράστιου μαγνητικού πεδίου και η πλάκα ήταν ότι δεν έκανα την παραμικρή προσπάθεια για να ξεφύγω.

Η Αναστασία με τους καφέδες στα χέρια γύρισε και με κοίταξε. Κατάλαβα αμέσως ότι πριν από λίγα δευτερόλεπτα κοιτούσα το «σημείο».

«Σου αρέσει;» με ρώτησε και χαχάνισε σαν πεντάχρονο κοριτσάκι.

«Είναι ό,τι πρέπει» της είπα ρουφώντας την πρώτη τζούρα από τον καφέ.

«Σα δεν ντρέπεσαι» έκανε δήθεν θιγμένη.

«Γιατί να ντραπώ; Αφού ο καφές σου είναι μια χαρά» έκανα έβγαλα ένα τσιγάρο από το πακέτο. Δυστυχώς είχα κολλήσει τη συνήθεια του τσιγάρου από μια σκυλοπαρέα της Πειραϊκής.

«Α, αυτό εννοείς» είπε και γέλασε πάλι.

«Γιατί εσύ τι νόμιζες;» ρώτησα και χωρίς να το θέλω κάρφωσα το βλέμμα μου στο ύψος των βυζιών της.

«Νόμιζα ότι κοίταζες τον κώλο μου» είπε και ήρθε και έκατσε στη διπλανή καρέκλα από εμένα.

«Η αλήθεια είναι ότι τον κοίταζα» είπα απολογητικά και χαμήλωσα το βλέμμα μου στο πάτωμα. Ντράπηκα, αλλά όπως σας είπα το κοίταγμα ήταν κάτι πάνω από τις δυνάμεις μου.

«Σου αρέσει;» με ρώτησε και έφερε την καρέκλα λίγο πιο κοντά μου.

«Ναι» είπα διστακτικά και πλέον δεν ήξερα τι να κάνω.

«Πιάσε τον, αν θέλεις» έκανε και σηκώθηκε.

Ήταν γυρισμένη και είχε τουρλώσει τον κώλο της. Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Τι μπορείς να περιμένεις από ένα δεκαπεντάχρονο; Να είναι ο μάγος του σεξ; Μάλλον χλωμό το κόβω.

Τελικά, παραδόξως, νικώντας τους φόβους μου έβαλα το χέρι μου πάνω στο επίμαχο σημείο. Αν και στην ουσία έπιανα περισσότερο τζιν παρά κώλο ένιωσα υπέροχα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχα έρθει ποτέ τόσο κοντά με το γυναικείο κορμί.

Περιττό να πω ότι ήταν ότι καλύτερο μου είχε συμβεί στην μέχρι τότε μηδενική ερωτική ζωή μου. Ένιωσα το πουλί μου να ανεβαίνει και να ανεβαίνει και να ανεβαίνει. Η Αναστασία κοίταξε προς το σημείο που φούσκωνε το παντελόνι μου.

«Χμ δεν είναι και άσχημα» μου είπε και έβαλε το χέρι της εκεί πάνω. Αυτό κι αν ήταν πρόοδος. Πέρα από μένα κανείς άλλος, ή καλύτερα για να μην παρερμηνευθούμε, καμία άλλη δεν είχε έρθει σε τόσο κοντινή επαφή με το πουλί μου.

Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι υπήρχε η πιθανότητα εκείνη τη μέρα να χάσω την παρθενιά μου τόσο γρήγορα, τόσο απρόβλεπτα. Για αυτό το λόγο και ορμώμενος από την εσωτερική μου ανάγκη (που λέει και ο ξενέρωτος άγνωστος ποιητής) έβαλα γρήγορα-γρήγορα το χέρι μου κάτω από την μπλούζα της. Το βλέμμα μου πρέπει να έμοιαζε με το βλέμμα γκαβλωμένου γαϊδάρου, έτοιμος να χώσει το μαρκούτσι του στην πολυπόθητη τρύπα.

Η Αναστασία τραβήχτηκε απότομα. «Είπαμε, αλλά όχι και έτσι» είπε και έτρεξε να προφυλαχθεί μέσα στο μπάνιο. Εγώ τρελός από πόθο, την ακολούθησα.

«Άνοιξέ μου» της είπα αρχικά σε άγριο ύφος, λες και ήμουν ο καλύτερος εραστής του κόσμου, αν και η εμπειρία μου στο χώρο του σεξ περιοριζόταν στα μηνιαία έντυπα πορνογραφικού περιεχομένου και στην δεξιά μου χούφτα, ενίοτε και στην αριστερή έτσι για την αλλαγή.

«Όχι» μου ήρθε η ξερή απάντηση.

«Άνοιξέ μου» της είπα σε πιο γλυκό τόνο.

«Όχι» είπε και η νέα απόρριψη έπεσε στα μούτρα μου σαν ένα τεράστιο κομμάτι τούρτα-παγωτό, που είχε μείνει στην κατάψυξη πάνω από τρεις μήνες.

«Άνοιξέ μου» είπα σχεδόν παρακαλώντας. Η φωνή μου είχε πλέον σπάσει. Το πουλί μου είχε χάσει την αρχική σκληράδα του και η αυτοπεποίθηση μου κυλιόταν σπαράσσοντας στο πάτωμα.

«Όχι» απάντησε πάλι και ήμουν έτοιμος από την απελπισία να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα. Μα να φτάσω τόσο κοντά και να μην καταφέρω να επιτύχω τον στόχο μου; Κάθε μου ελπίδα για το χάσιμο της παρθενίας μου είχε πλέον εξατμιστεί, τόσο γρήγορα, όσο εξατμίζεται το άσπρο οινόπνευμα απλωμένο πάνω στο μπαμπάκι.

Και τότε με πήραν τα κλάματα. Προσπάθησα να πνίξω τους λυγμούς μου, αλλά κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατόν. Τότε προφανώς γιατί πρέπει να είχαν ακούσει τα κλάματα μέχρι το επόμενο τετράγωνο, η πόρτα άνοιξε και βγήκε η Αναστασία με ύφος Μητέρας Τερέζας.

«Καημενούλη μου» είπε και άπλωσε τα χέρια της να με αγκαλιάσει.

Δέχθηκα με ανακούφιση την αγκαλιά της. Ένιωθα προστατευμένος. Ένιωθα σαν να ξαναγεννιούμουν. Μου χάιδεψε απαλά τα μαλλιά και νόμιζα ότι μόλις είχε κατέβει ένας άγγελος στη γη, έχοντας σαν μοναδικό σκοπό, ακριβώς αυτό. Να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, μέχρι εγώ να του πω να σταματήσει.

Πλησίασε το στόμα της στο δικό και με φίλησε. Ένιωσα όπως δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου, ένα συναίσθημα που λόγω παντελούς έλλειψης ερωτικών εμπειριών μπορούσα μόνο να το συγκρίνω μόνο με την κατάκτηση του πρωταθλήματος από τον Ολυμπιακό ή σαν την ημέρα που πήρα το πρώτο μου πτυχίο στο πιάνο. Γιατί συν τοις άλλοις ήμουν ένα παιδί της κουλτούρας εγώ, με το πιάνο μου και τα γαλλικά μου.

Μόλις το φιλί τελείωσε (που δεν κράτησε πολύ, αλλά εγώ με τη φτωχή μου τη φαντασία νόμισα ότι διήρκεσε αιώνες) ήμουν πεπεισμένος ότι μόλις είχα ξεκινήσει την πρώτη μου σχέση, τόσο γρήγορα, τόσο απλά (άσχετα αν εκείνη συγκινήθηκε από τα κλάματα μου).

Πήγα να την πιάσω αγκαλιά και εκείνη έκανε για ακόμη μια φορά πίσω.

«Δεν έχουμε απολύτως τίποτα, για να με πιάνεις αγκαλιά» μου είπε ψυχρά και ναι καλά το καταλάβατε, απομακρύνθηκε από κοντά μου.

«Μα εγώ νόμιζα…» ψέλλισα κοιτώντας τα άδεια χέρια μου.

«Έχεις μεγάλη φαντασία» είπε σχεδόν χαιρέκακα με υποψία ειρωνείας στα λόγια της.

«Και τώρα τι κάνω;» την ρώτησα γεμάτος απόγνωση.

«Τώρα πας σπίτι σου» μου είπε και σε μια ξαφνική ένδειξη τρυφερότητας μου ανακάτεψε τα ατίθασα (μιας και ποτέ δεν στρώνανε με τίποτα, πώς να κάνεις να σταθεί το μαλλί-πράσο;) μαύρα μαλλιά μου.

Και αυτό έκανα. Πήγα πίσω στο σπίτι με την ουρά κάτω από τα σκέλια. Δεν είμαι εγώ γεννημένος για έρωτες, είπα στον εαυτό μου την ώρα που χτύπαγα ελαφρά το κεφάλι μου πάνω στο οριζόντιο πλαϊνό ξύλο της βιβλιοθήκης μου.

Και φυσικά όλο το βράδυ πάλι δεν κοιμήθηκα. Να άρχιζα από τώρα το σκηνικό με αϋπνίες τις σκατά θα έκανα όταν έφτανα στην ηλικία των τριάντα; Γιατί όταν είσαι δεκαπέντε το μεγαλύτερο άνθρωπο που μπορείς να σκεφτείς πάει μέχρι τα τριάντα. Μετά από αυτό το όριο, το χάος.

Το πρωί ήμουν ένα σκουπίδι. Ένα ξεραμένο σύκο. Ένα παιδί του κόμη Δράκουλα, χωρίς αίμα να κυκλοφορεί στις φλέβες μου. Πήρα ανόρεχτα την τσάντα και έσυρα τα πόδια μου μέχρι το σχολείο.

Την πρώτη ώρα την πέρασα χαζεύοντας έξω από το παράθυρο σκεπτόμενος την Αναστασία. Τη δεύτερη το ίδιο. Μόλις χτύπαγε το κουδούνι για το πρώτο διάλειμμα είχα αποφασίσει να πάω να την βρω.

Στο πρώτο ντριν ήμουν όρθιος, στο δεύτερο έξω από την αίθουσα, στο τρίτο έξω από τη δική της αίθουσα.

Την περίμενα να εμφανιστεί. Αυτή προφανώς με είχε δει που ξεροστάλιαζα δίπλα στην πράσινη πόρτα και είχε αποφασίσει να παιδέψει όσο δεν πήγαινε, για αυτό το λόγο -υποθέτω- βγήκε τελευταία.

«Τι θέλεις;» με ρώτησε.

«Σ’ αγαπώ» της είπα αφελέστατα.

«Καλά, καλά» έκανε αδιάφορα και τίναξε το καστανό μακρύ μαλλί της.

«Θα τα πούμε το απόγευμα σπίτι μου» συνέχισε και μου γύρισε την πλάτη.

«Τι ώρα;» ρώτησα ασθμαίνοντας. Ο έρωτας με είχε κάνει και λαχάνιαζα. Ποιος εγώ, που έτρεχα επί μια ώρα αν το ήθελα (παρόλο που κάπνιζα) χωρίς να πάθω τίποτα.

«Κατά τις πέντε» είπε την ώρα που βάδιζε ολοταχώς προς τις γυναικείες τουαλέτες-καπνιστήρια.

Τις επόμενες ώρες στο μάθημα ήμουν σε άλλο κόσμο. Και οι πούστηδες οι καθηγητές σαν να με είχαν πάρει χαμπάρι και με σήκωναν σε κάθε ώρα για να εξετάσουν. Κι εγώ δεν μπορούσα να τους απαντήσω τίποτα, πώς μπορεί να απαντήσει κάποιος όταν το μυαλό του βρίσκεται καμιά δεκαριά γαλαξίες μακριά από τον πλανήτη Γη;

Μετά τη λήξη του σχολικού ωραρίου και ενώ είχα μαζέψει τις μηδενικούρες μου (ποιος την άκουγε τη μάνα μου) πήγα στο σπίτι. Άφησα την τσάντα και την άθλια σχολική ημέρα πάνω στο γραφείο μου και άναψα το θερμοσίφωνο.

Σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα, θα μπορούσα να κάνω μπάνιο καθημερινή, γιατί σιχαινόμουν το νερό και το μπάνιο όπως οι γάτες. Μια φορά την εβδομάδα, νόμιζα ότι ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό. Κι αν δεν με έβαζε με το ζόρι στην μπανιέρα η μάνα μου είμαι σίγουρος ότι θα έκανα μπάνιο μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα.

Έκλεισα το θερμοσίφωνο και δευτερόλεπτα μετά σχεδόν πήδηξα μέσα στην μπανιέρα. Τριβόμουν και τριβόμουν και τριβόμουν μέχρι που νόμισα ότι θα γδάρω το δέρμα μου. Έλουσα τα μαλλιά μου (δύο χέρια παρακαλώ και αυτό για πρώτη φορά στη ζωή μου) και έπειτα μπροστά στον καθρέπτη έψαχνα να βρω τρίχες πάνω στο πηγούνι μου για να ξυρίσω. Στην ουσία το μόνο που κατάφερα ήταν να χαλάσω ένα ξυραφάκι του πατέρα μου (γιατί δικό δεν είχα) μιας και δεν ήξερα καλά-καλά να το κρατήσω. Έβαλα τζελ στο μαλλί και επίσης ολοκλήρωσα το beauté μου κόβοντας σύριζα τα νύχια μου.

Στις τέσσερις ήμουν έτοιμος. Έκατσα στο δωμάτιο μου σκεπτόμενος τι καλό θα μπορούσα να της πω για την ρίξω. Σκέφτηκα όλες τις ατάκες που είχα ξεπατικώσει από τις ταινίες που είχα δει. Με τη φαντασία μου μπόρεσα να σχηματίσω ένα σούπερ εραστή, ένα κράμα Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ, Ρίτσαρντ Γκιρ και Χιού Γκραντ. Με ατίθασο βλέμμα έκανα πρόβες στο μεγάλο καθρέφτη που βρισκόταν στο χολ απέναντι από την εξώπορτα.

Ήμουν πλέον έτοιμος για επόμενο βήμα. Με αυτοπεποίθηση χτύπησα το κουδούνι της και με την ίδια αυτοπεποίθηση ανέβηκα στο σπίτι της.

Με υποδέχθηκε με το γνωστό χαμόγελο. Πέρασα μέσα και κάθισα στην θέση μου στην κουζίνα. Έβγαλε από ένα ντουλάπι της κουζίνας ένα μπουκάλι με βότκα. Χωρίς να με ρωτήσει έφτιαξε μια βότκα λεμόνι για μένα και μία για τον εαυτό της.

Ρούφηξα την πρώτη γουλιά την ώρα που την έβλεπα με τη μία να κατεβάζει το μισό ποτήρι.

«Ξέρεις Χάρη τα πράγματα δεν είναι τόσο όμορφα όσο φαίνονται» είπε και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

«Τι εννοείς;» τη ρώτησα και απλά περίμενα. Πότε και κανένας δεν μπόρεσε να μπει στο μυαλό μιας γυναίκας, πόσο μάλλον στο μυαλό μιας δεκαπεντάχρονης.

«Είμαι μια ωραία κοπέλα, έτσι δεν είναι;» έκανε και έριξε στον κρινένιο της λαιμό το περιεχόμενο του ποτηριού της.

«Ναι είσαι μια ωραία κοπέλα» απάντησα και πάλι περίμενα. Οι προηγούμενες συναντήσεις μαζί της μου είχαν δώσει ένα καλό μάθημα. Δεν ήξερα ποια θα ήταν η επόμενη αντίδρασή της.

«Και όλοι νομίζουν ότι όλα είναι μια χαρά με μένα» έκανε και πήρε να σκοτεινιάζει το όμορφο πρόσωπό της.

«Γιατί δεν είναι;» έκανα.

«Όχι δεν είναι» είπε και σηκώθηκε να βάλει ακόμη μια βότκα.

Και εκεί πάνω στη βότκα την έπιασαν τα κλάματα. Πήγα από πίσω της και την αγκάλιασα. Όχι όμως πρόστυχα, όχι ερωτικά, όχι θέλοντας να εκμεταλλευτώ τη στιγμή της αδυναμίας της.

Εκείνη έγειρε στο πλευρό μου. Και χωρίς να της πω τίποτα άλλο άρχισε να μου μιλάει για τη ζωή της. Η μητέρα της είχε πεθάνει όταν ήταν τεσσάρων χρόνων. Και ότι ο πατέρας της ήταν ένας σκληρός και αδιάφορος άνθρωπος που δεν της είχε χαρίσει ποτέ το πατρικό χάδι. Και ότι μια φορά, πριν δύο χρόνια, της την είχε πέσει στο χωριό του πατέρα της ένας βάρβαρος φίλος του και ότι κατάφερε τελευταία στιγμή να αποφύγει τον βιασμό, όταν άνοιξε ξαφνικά την πόρτα η μητριά της. Και ότι μετά από αυτό το περιστατικό είχε παγώσει με τους άντρες και ότι είχε σχεδόν ορκιστεί ότι δεν άφηνε να την ακουμπήσει άλλος ξανά και θα έκανε ότι πέρναγε από το χέρι της και βασικά από το «ροδάκινό» της για να κάνει τους άντρες να υποφέρουν. Και όταν την ρώτησα για ποιο λόγο όλα αυτά δεν ίσχυσαν μαζί μου, είπε απλά «γιατί εσύ είσαι τόσο αθώος».

Μείναμε αγκαλιασμένοι έτσι για πολλή ώρα. Πήγα να την φιλήσω, αλλά εκείνη αντιστάθηκε. Και καλά έκανε μετά από όλα αυτά που της είχαν συμβεί. Την άφησα μόνη της στο σαλόνι. Έκλεισα απαλά την πόρτα πίσω μου. Όλα πλέον είχαν τελειώσει πριν καλά-καλά ξεκινήσουν.

Τις επόμενες μέρες δεν μιλιόμουν. Η αλήθεια ήταν ότι ήμουν ένας ερωτευμένος χωρίς καμιά ελπίδα. Γιατί η Αναστασία μου το ξεκαθάρισε σε ένα από τα διαλλείματα, την ώρα που καπνίζαμε σοβαροί στις γυναικείες τουαλέτες. «Δεν μπορώ να σε δω ερωτικά, κανέναν δεν μπορώ να δω ερωτικά» μου είπε και με κοίταξε θλιμμένα. «Κάνε μια προσπάθεια μαζί μου» της είπα και περίμενα να μου πει ένα μεγαλοπρεπέστατο όχι. Πράγμα που έγινε.

Από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί προσπαθούσα να την βγάλω από το μυαλό μου. Και φυσικά δεν τα κατάφερα. Κλεινόμουν με τις ώρες στο δωμάτιο μου, χωρίς να μιλάω σε άνθρωπο, κοιτώντας το ταβάνι. Η μητέρα μου ανησύχησε. Το ίδιο και ο πατέρας μου. Στην αρχή με ξεμάτιασαν. Το ξόρκι δεν έπιασε. Μετά έφεραν γενικό γιατρό. Πάλι τίποτα. Ο ασθενής δεν είχε συμπτώματα ασθενούς. Τελευταία λύση ο ψυχίατρος. Ήρθε και αυτός με το βαλιτσάκι του και το τρελό του ύφος και διέγνωσε μελαγχολία. Προσωρινή ευτυχώς, όπως δήλωσε στους κατατρομαγμένους γονείς μου που τον κοιτούσαν με γουρλωμένα από την αγωνία μάτια.

Έτσι πέρασε μια σχολική χρονιά. Πήγαινα μέρα παρά μέρα στο σπίτι της Αναστασίας προσπαθώντας να την κάνω αν όχι να με αγαπήσει (γιατί η αγάπη είναι μια τεράστια κουβέντα) τουλάχιστον να με δει κάπως διαφορετικά από φίλο. Και έκανα κάθε φορά μια τρύπα στο νερό.

Ώσπου το καλοκαίρι που έβλεπα τα κορίτσια στα βράχια της Πειραϊκής να κάνουν βουτιές τα πρωινά με τα σφιχτά και όμορφα κορμιά τους και το βράδυ βουτιές πάνω σε εφηβικά αρρενωπά κορμιά είδα και την Αναστασία να φιλιέται με ένα μακρυμάλλη. Είχα τέτοια εμμονή και ψύχωση με την Αναστασία που θα μπορούσα άνετα να την ξεχωρίσω σε ένα γήπεδο με τιράντα χιλιάδες κόσμο στις κερκίδες. Ήταν στα σίγουρα αυτή.

Το μυαλό μου θόλωσε. Αυτή ήταν που είχε πρόβλημα με τα αγόρια, σκεφτόμουν φωναχτά την ώρα που έτρεχα προς το μέρος της, τρελός από ζήλια.

Με είδε που κατευθυνόμουν προς το μέρος της με τα χίλια και με κοίταζε με ένα βλέμμα απορίας και τρόμου μαζί. Έφτασα κοντά τους λαχανιασμένος έτοιμος να αρχίσω να βαράω κόσμο. Ο μακρυμάλλης ούτε που είχε καταδεχθεί να γυρίσει να με κοιτάξει.

«Χάρη σταμάτα» φώναξε η Αναστασία.

Και εγώ σταμάτησα, όχι γιατί μου είπε εκείνη, αλλά επειδή έπρεπε να πάρω μια ανάσα πριν αρχίσω να τους δέρνω και αυτήν και τον μακρυμάλλη.

«Γύρνα να δω τη φάτσα σου, κωλόπαιδο» φώναξα μέσα στην οργή και την υστερία.

Και τότε γύρισε και τον είδα. Ή μάλλον την είδα. Δεν ήταν αγόρι, ήταν ένα κορίτσι, στα σίγουρα ένα κορίτσι. Και έμεινα στήλη άλατος.

«Χάρη προσπάθησε να καταλάβεις» είπε και εγώ κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου.

Είχα καταλάβει πλέον καλά, πιο καλά δεν γινόταν.

_

γράφει ο Άγγελος Χαριάτης

Ακολουθήστε μας

Τέσσερα μέτρα μακριά…

Τέσσερα μέτρα μακριά…

Τέσσερα μέτρα μακριά, τέσσερα μέτρα απόσταση από την καρδιά μου, από την ανάσα, που βγαίνει με δυσκολία από τα χείλη μου, που έχω την αίσθηση πως πεθαίνουν πια κάθε στιγμή που δε γεύονται τα φιλιά σου… Τέσσερα μέτρα η απόσταση της εκτέλεσης μου… εκεί μπροστά στην...

Το τρενάκι του τρόμου

Το τρενάκι του τρόμου

Μικρό κορίτσι… και γελάει από φόβο για να μην κλάψει. Το επικίνδυνο την χαροποιεί. Δεν έχει αίσθηση και της αρέσει. Το διασκεδάζει. Υπάρχει κι άλλο. Συμπαρασύρει και τους υπόλοιπους δίπλα της ν’ ακολουθήσουν τους ξέφρενους ρυθμούς της και να νιώσει ο ένας τον χτύπο...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Το τρενάκι του τρόμου

Το τρενάκι του τρόμου

Μικρό κορίτσι… και γελάει από φόβο για να μην κλάψει. Το επικίνδυνο την χαροποιεί. Δεν έχει αίσθηση και της αρέσει. Το διασκεδάζει. Υπάρχει κι άλλο. Συμπαρασύρει και τους υπόλοιπους δίπλα της ν’ ακολουθήσουν τους ξέφρενους ρυθμούς της και να νιώσει ο ένας τον χτύπο...

Θα γίνεις η δύναμη μου

Θα γίνεις η δύναμη μου

Είχα πολύ καιρό να κοιμηθώ βαθιά, να παραδοθώ επιτέλους στο ‘μικρό θάνατο’, όπως συνηθίζω να ονομάζω τα τελευταία χρόνια τον ύπνο, εξαιτίας της αβάσταχτης αϋπνίας μου. Από τη στιγμή που ‘έφυγες’ είναι πολύ δύσκολο να πείσω τον Μορφέα να μ’ ελεήσει, να μου προσφέρει...

Πρόσκληση σε δείπνο

Πρόσκληση σε δείπνο

Η Όλγα ανακάθισε στο διπλό κρεβάτι και κοίταξε τρυφερά προς το μέρος του Πέτρου. Ανήμερα Χριστούγεννα, έξι η ώρα το πρωί και οι καμπάνες όλων των εκκλησιών καλούσαν τους πιστούς να συμμετέχουν στη χαρά της ενανθρωπήσεως του Θεού και Λόγου.  Μάτι δεν είχαν κλείσει όλη...

1 σχόλια

1 Σχόλιο

  1. Ανώνυμος

    Σοκαριστικά ομορφοδοσμένο κείμενο… Δυνατή ιστορία… Αληθινή γλώσσα…

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου