Μία και μόνη πιστολιά σκέφτηκε ότι θα ήταν υπέρ αρκετή για να την στείλει στον άλλο κόσμο. Όμως, αυτός δεν αρκέσθηκε σ’ αυτήν. Άδειασε πάνω της σχεδόν όλο τον μύλο του περιστρόφου του. Αυτή ήταν η κατάληξη ενός μεγάλου έρωτα που όσο κράτησε τον θαύμαζαν φίλοι και ζήλευαν οι οχτροί τους. Η αγάπη και το μίσος είναι τόσο αβυσσαλέα συναισθήματα που όμως πάρα πολλές φορές τα όριά τους γίνονται δυσδιάκριτα, μετατρέποντας έναν πρώην ερωτευμένο σε φονιά, σε κακούργο, υποψήφιο για την ηλεκτρική καρέκλα για ένα έγκλημα ιδιαζόντως ειδεχθές.
Αγαπήθηκαν με την πρώτη ματιά, coup de foudre γαλλιστί.
Το ίδιο πάθος και για τους δυο και ο κόσμος ξάφνου έγινε μικρός και τους αγκάλιασε.
Πήρε άδεια από τη δουλειά του με κάποιο αληθοφανές πρόσχημα μόνο και μόνο να βρίσκεται μαζί της το κάθε δευτερόλεπτο. Ανέφελος ο βίος; ΝΑΙ! Με μόνο κάτι τόσο δα μικρά συννεφάκια ζήλειας του Πέτρου για τον σκύλο της Κλαίρης που εκείνη υπεραγαπούσε.
Το σκυλί με την έκτη αίσθηση που έχουν τα ζώα ένιωθε την απέχθεια του νεαρού, αλλά θαρρείς σαν από συνεννόηση μαζί του κρατούσε τα προσχήματα για χάρη της κοινής τους αγαπημένης και απλά τον ανεχόταν χωρίς να δείχνει τα δόντια του.
Και μία μέρα, σε στιγμή παροξυσμικής έξαρσης της ζήλειας του ο Πέτρος έδωσε μια τέτοια κλωτσιά στο ζωντανό που το μαύρο από τον πόνο ούρλιαζε με τις ώρες κουλουριασμένο σε μια γωνιά. Να είναι Κυριακή, τα κτηνιατρεία κλειστά και η Κλαίρη να μην ξέρει τον λόγο που υπέφερε το αγαπημένο της χωρίς βέβαια αυτό να μπορεί να της πει ποιος ήταν ο αίτιος.
Ευτυχώς βρέθηκε ένας φίλος γιατρός του δικού της κτηνιάτρου ο οποίος απεφάνθη ότι το ζώο είχε υποστεί βάναυση συμπεριφορά. Το μυαλό της δεν πήγε στιγμή στο πόδι του καλού της και θα τελούσε υπό πλήρη άγνοια αν η μοίρα δεν έπαιρνε την ιστορία στα δικά της χέρια. Μεσημέρι, ζέστη, σε μια μικρή σιέστα στο μπαλκόνι, το ευάερο και σκιερό η κοπέλα διαβάζει και ο Πέτρος κοιμάται, όταν κατάπληκτη τον ακούει να μουρμουρά αγριεμένα: “Σκάσε βρωμόσκυλο, γιατί την επόμενη φορά την κλωτσιά θα την φας στην ασχημοφατσά σου και θα γίνει ακόμη ασχημότερη. Άντε και να δούμε μετά πώς θα σε βλέπει η κυρά σου” είπε και κάτι άλλα ανερμήνευτα και μπερδεμένα.
Η Κλαίρη έμεινε να τον κοιτάζει κατάχλομη. Το κοίταζε, δεν τον ξυπνούσε λες και ήθελε να μάθει κι άλλα. Εμεινε εκεί, μέχρι που μακάριος, άνοιξε τα μάτια.
– Κλαίρη μου; Δεν κοιμάσαι μωράκι μου; Νόμιζα μού είχες πει ήσουν λίγο κάπως και θα κοιμόσουν με τις ώρες. Τι έχεις ψυχή μου και γιατί με κοιτάζεις σαν να βλέπεις εξωγήινο;
– Πέτρο σκάσε και πες μου τι σημαίνουν όλα αυτά που ξεστόμισες;
– Να σκάσω; Άκουσα καλά Κλαίρη σε μένα μιλάς;
– Παραμιλούσες, παραμιλούσες στον ύπνο σου που ο διάβολος να σε πάρει.
– Και;
– Μου έλυσες όλο το μυστήριο της κακοποίησης του σκύλου μου, που τελικά δεν ήταν και τόσο μυστήριο. Μα καλά τόση ζήλεια, τόση αρρώστια μέσα σου;
Ο πρώτος καβγάς.
Η πρώτη κατηγόρια.
Η πρώτη απογοήτευση και το πρώτο ρήγμα στο μπετόν αρμέ μιας συμπαγούς Αγάπης.
Από το σημείο αυτό και μετά τα πάντα άλλαξαν. Το ειδυλλιακό τοπίο έπαψε να μυρίζει γιασεμί και αγιόκλημα. Πια μύριζε μπαρούτι. Το φως του έγινε μουντό, έγινε γκρίζο και εκείνη προφασιζόμενη ανύπαρκτες ημικρανίες έφυγε από το κρεβάτι τους. Από το πεδίο δόξας λαμπρής, μετακινήθηκε στον άνυδρο καναπέ.
Το μίσος του Πέτρου μέρα με τη μέρα μεγάλωνε, ξέφευγε. Τα υψηλά ντεσιμπέλ της αγάπης του μεταλλάσσονταν σε θορύβους που θαρρείς και έβγαιναν από τα άδυτα της Κόλασης.
Άσβεστο μίσος για το σκυλί και απελπισμένο πάθος για εκείνη. Κατάσταση στα πρόθυρα σχιζοφρένειας.
Μέχρι που η Κλαίρη, για άλλη μια φορά προφασιζόμενη λόγους υγείας, έφυγε ένα βράδυ από το σπίτι και δεν γύρισε.
Αν δεν ήταν τόσο φρικτό το κενό της απουσίας της ο Πέτρος θα έπρεπε να ομολογήσει ότι η ησυχία που ξαφνικά επικράτησε στα πέριξ χωρίς τα αγκομαχητά του σκυλιού και τα λόγια λατρείας της κυράς του ήταν λυτρωτική. Και πήρε την απόφαση να καθαρίσει το τοπίο βγάζοντας από τη μέση το ζωντανό, που πια την παρουσία του δεν άντεχε ούτε σαν σκέψη.
Την έψαξε απελπισμένα παντού. Δεν την βρήκε πουθενά. Θαρρείς και άνοιξε η γη και την κατάπιε, αυτήν και το σκυλί της. Κοινούς γνωστούς δεν είχαν.
Οι μέρες χωρίς την Κλαίρη περνούσαν, όπως και οι μέρες της μακροχρόνιας άδειάς του που πια τελείωναν. Δεν ήθελε να επιστρέψει στη δουλειά αν και ήξερε καλά ότι αν δεν επέστρεφε στην ώρα του, η μόνη πόρτα ανοικτή που θα τον περίμενε στη δουλειά ήταν εκείνη του λογιστηρίου για την απόλυσή του. Δεν επέστρεψε.
Δεν επέστεψε, έμεινε ένα ράκος, να λιώνει στην καταστροφή του. Χωρίς αγάπη, δίχως δουλειά, απένταρος, με τον σπιτονοικοκύρη να τον απειλεί ότι θα τον πετάξει έξω αν δεν τον πληρώσει, ζώντας κυριολεκτικά με ψωμί και ελιές και πολλές φορές ούτε και μ’ αυτές, έφθασε να κοιμάται στα παγκάκια της πέρα γειτονιάς βοηθούμενος από τον καλό καιρό για έναν υπαίθριο ύπνο. Και βέβαια επόμενο ήταν στο μίσος του για το σκύλο στον οποίο και απέδιδε το αίτιο της κακοδαιμονίας του να προστεθεί και ένα άλλο περίεργο συναίσθημα μίσους και εκδίκησης για την πρώην πολυαγαπημένη και λατρεμένη.
Έτσι ξύπνησε ένας καινούργιος σκοπός. Ένας, μοναδικός· Ο αφανισμός και των δύο αυτών υπάρξεων.
Μα και για το σχέδιο τούτο χρειαζόταν χρήματα πού να τα έβρισκε; Σε ποιο πιάτο θα ήταν σερβιρισμένα τα όπλα της λύτρωσής του; Μα στο σημείο αυτό η ίδια κοινή τους μοίρα τον βοήθησε για να τα βρει. Έτσι όπως τεντωνόταν για να ξεμουδιάσει από τον ελάχιστο ύπνο του στο παγκάκι του πάρκου, βρέθηκε σε μια επιχείρηση “σκούπα” της αστυνομίας. Ένα περιπολικό στάθηκε δυο βήματα από τον Πέτρο και χωρίς να ασχοληθούν μαζί του, όρμισαν έξω και αφήνοντάς το ανοικτό, έτρεξαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Εμεινε κατάπληκτος βλέποντας στο παρμπρίζ αφημένο ένα περίστροφο, το υπηρεσιακό του οδηγού. Χωρίς δεύτερη σκέψη ορμάει, το αρπάζει και αμέσως μετά σαν τη Τσίτα του Ταρζάν σκαρφαλώνει στο δέντρο – κρυψώνα του κι γίνεται αόρατος δια γυμνού οφθαλμού. Λουφάζει εκεί και περιμένει να δει πώς θα εξελιχθεί η “σκούπα” σίγουρος ότι στην είσοδο του πάρκου θα περίμεναν και άλλα περιπολικά, που σημαίνει ότι ακόμα δεν θα ήταν καλή ιδέα μια απόπειρα διαφυγής του.
Μετά από κάμποση ώρα η επιχείρηση έλαβε τέλος, με τους αστυνομικούς να έχουν περιμαζέψει μερικούς κακομοίρηδες αστέγους που έβριζαν μοίρες και στολές.
Σύντομα το πάρκο αφέθηκε στη γνώριμη ησυχία και ο Πέτρος κατέβηκε από το δέντρο σχεδόν ευτυχισμένος. Είχε όπλο. Σαν μοιρολάτρης που ήταν, εξέλαβε τον τρόπο που το απέκτησε σαν προσφορά της ίδιας της μοίρας. Μέσα στην παραζάλη του μίσους ένιωσε ένα αίσθημα περίεργης δικαιοσύνης, νομίζοντας ότι με το να εκδικηθεί θα επέφερε Θεία κάθαρση και την εξ’ αυτής δική του λύτρωση. Καμία δύναμη στον κόσμο δεν ήταν ικανή να τον αποτρέψει από το εγκληματικό του σχέδιο. Και πισθάγκωνα δεμένο να τον είχαν, πάλι θα κατάφερνε σαν φακίρης να λυθεί και να κάνει αυτό που “όφειλε” να κάνει.
Και ξεκίνησε την αναζήτηση.
Να έμεναν άραγε στην ίδια περιοχή; Ερευνούσε μεθοδικά όλα τα πιθανά σπίτια, ήξερε ότι όλα ήταν με το μέρος του και δεν έπεσε έξω.
Σαν θέλει η μοίρα να σού παίξει παιχνίδια το κάνει με σαδισμό και ευρηματικότητα.
Καθώς ο Πέτρος περνούσε από έναν μαντρότοιχο ο σκύλος εμφανίσθηκε. Ήταν αυτός, ο εφιάλτης του, ο μισητός του εχθρός, που τον οσμίστηκε καθώς περνούσε και έτρεξε κατά πάνω του, να βγάλει από μέσα του όλο το θυμό για την άδικη συμπεριφορά εκείνου προς εκείνη. Τα ένστικτα του σκύλου έγιναν ένα με του Πέτρου, που χωρίς να διστάσει τον πυροβόλησε και τον άφησε με τη μια ξέπνοο.
Η Κλαίρη άκουσε τα πάντα. Τα γαβγίσματα του ζώου, τον πυροβολισμό και την ξαφνική ησυχία. Βγήκε αμέσως στον κήπο και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον θανάσιμο πια εχθρό της.
Αυτός, με το όπλο στο χέρι το στρέφει και αδειάζει πάνω της σχεδόν όλο τον μύλο του περιστρόφου δίνοντας διέξοδο στο μίσος του ξανά και ξανά και ξανά. Μα εδώ είναι που λένε όποιου του μέλλεται να ζήσει ποτέ του δεν πεθαίνει. Η κοπέλα ναι μεν δέχτηκε έξι σφαίρες, αλλά δεν πέθανε. Ενώ ο Πέτρος με την μία και τελευταία που δώρισε στον εαυτό του είδε με μιας τα ραδίκια ανάποδα. Εδώ που τα λέμε σ’ αυτό στάθηκε τυχερός ο έρμος. Ξεμπέρδεψε επιτέλους από αρρωστημένα πάθη, θανάσιμους έρωτες, μίση και εκδικήσεις. Γιατί, άντε και πες ότι επιζούσε, για ποιον σκοπό πια να ζούσε;
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Λένα , το αστυνομικό σου δαιμόνιο με λαχτάρισε. Πώς τα γράφεις έτσι βρε παιδί μου, παραστατικά; Ήταν σαν να έβλεπα ταινία μπροστά μου. Αυτό δεν είναι ζήλεια, είναι κάτι αρρωστημένο και το πλήρωσε ακριβά ο κακόμοιρος ο σκύλος. Μα έτσι δε γίνονται όλα τα εγκλήματα; Το τέλος βέβαια λυτρωτικό και για την κοπέλα και για τον ίδιο. “Γιατί, άντε και πες ότι επιζούσε, για ποιον σκοπό πια να ζούσε;”
_
Σουλελέ μου ευχαριστώ για το υπέροχο σχόλιο και κυρίως που το εκούω από σένα ξέροντας πάντα ότι δεν είσαι και τόσο fan αυτού του στυλ(όσον αφορά την θεματολογία)
Από την πρώτη λέξη, μέχρι την τελευταία, με κομμένη ανάσα και ταχυκαρδία!!!
Μια αστυνομική ταινία μικρού μήκους, που θα μπορούσε να γίνει μεγάλη!!!
Εύγε σου, Λένα μου και για τις τελευταίες αράδες σου, που χωρίς το διακριτικό σου χιούμορ, δεν θα είχαν την υπογραφή σου!!!!!
Καλή βδομάδα για αύριο!!!!!!!
Αθηνάαααααα ΕΊΝΑΙ γιατί με αγαπάς και όλα τα βέπεις για …ΕΥΓΕ κΙ’ ΕΓΏ Σ΄΄ ΑΓΑΠΏ πάντως. Καλή μας εβδομάδα…
Στεναχωρηθηκα για το σκυλο…αλλα τον πληρωσε το χερι του…στο καλο….!!!
Η αρρωστημενη ζηλεια….που μας κανει τερατα..συγχαρητηρια και για αυτο σου το διηγημα-ταινια…….!!!!!!!!!!
Ξέροντας την ευαισθησια σου για τα ζώα θ α έπρεπε να το περιμένω ότι θα στενοχωριόσουνΧαίρομαι που και αυτό σού άρεσε Μίνα καλή μου
Απαράδεκτος ο Πέτρος και ο τρόπος σκέψης του. Τετοιο τέλος του άρμοζε. Πολυ ωραία η ιστορία σου Λένα μου και όπως πάντα καταφέρνεις να κρατάς μέχρι τέλος αμείωτο το ενδιαφέρον μας.
Χαίρομαι τ’όσο γιατί με διαβάζετε όσοκαι για το ότι βρίσκετε ενδιαφέροντα τα γραφόμενά μου. Ευχαριστώ Βάσω
Το στίγμα σου δυνατό Λένα!Μπράβο σου!
Το στίγμα μου κι’ εγώ ευχαριστούμε Άννα ….
Λένα είσαι το συνώνυμο του σασπένς…και μας καθηλώνεις κάθε που σε διαβάζουμε!!! Μπράβο!!! Να έχεις μια όμορφη εβδομάδα!!!
ΚοίΤα να δεις απρόβλεπτη που είμαι η γυναίκα και προκαλώ τέτοια συναισθήματα στους φίλους μου. ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ ΣΟΦΙΑ
Πάρα πολύ ωραίο, Λένα μου, το διάβασα με κομμένη την ανάσα…. ως το τέλος!!!! Μπράβο και πάλι Λένα μου.
Ευχαριστώ Μάρθα.
Τι έγινες καλέ εσύ ;Σε χάσαμε
Μου θύμισες το γράμμα Π στο βιβλίο μου. Την ιστορία του Πέτρου που σκότωσε το σκύλο των γειτόνων από αγιάτρευτη και δικαιολογημένη ζήλεια που είχε γεμίσει η ψυχούλα του έχοντας έναν αδιάφορο πατέρα… που πίστευε οτι με το να τον κακομαθαίνει αναπληρώνει τα κενά που προκαλούσε η απουσία του απο την καθημερινότητα του παιδιού. Κατέληγα λοιπόν στην ιστορία μου… πως η ζήλεια είναι το έλκος της ψυχής και αυτό θα έλεγα και σε αυτήν την ιστορία.
Τόσες σφαίρες άντεξε η γυναίκα της ιστορίας…να μην άντεχε και ο σκύλος μία; Κρίμα..
Αλλη μια περιπετειώδης ιστορία σου..