Η κρινοδάχτυλη αυγή
από της νύχτας τον κλοιό μπόρεσε να το σκάσει,
σε μακρινή βουνοκορφή
χρώματα ωχρορόδινα απλώθηκαν στην πλάση.
Ο ήλιος σκάλωσε σ’ ένα ρυάκι,
γοργά κατέβηκε απ’ το βουνό,
μια λίμνη άγγιξε, ένα δασάκι,
μια πολιτεία, έναν ποταμό,
στη θάλασσα βούτηξε χρυσό ραβδάκι.
Η πολιτεία μας νηφάλια ακόμη κοιμάται
και η θάλασσα αλμυρά της δίνει φιλιά.
Η πρώτη ηλιαχτίδα φωνάζει: ξυπνάτεεε…
στα ζώα του δάσους και στα πουλιά.
Αεράκι θροΐζει στα πράσινα φύλλα,
δροσοσταλίδες κυλούν, πρωινή μουσική.
Το χάδι του ήλιου σκορπά αιθέρια μύρα,
πολύχρωμα άνθη λουλουδίζουν εκεί.
Η φύση τραγουδά καλημέρα,
χαράζει η άνοιξη, ξημερώνει γιορτή.
Ο κύριος Τέλης, μήνες πολλούς κοιμήθηκε βαθιά μες στη φωλιά του, μα να τα μάτια επιτέλους άνοιξε, γουργούριζε η κοιλιά του. Σοφός αρκούδος ήτανε, μεγάλος σε ηλικία, τις γνώσεις του όλοι θαύμαζαν μα και την ευεξία. Πιστός πάντα στο τρίπτυχο, υγιεινή διατροφή, πρωινή γυμναστική και … υπνοθεραπεία. Τη μέρα του την άρχισε δυο φρούτα μασουλώντας, βγήκε έξω απ’ την πόρτα του και σιγοτραγουδώντας:
– Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά, μ’ αρέσει να κοιτάω ψηλά…*
Ξεκίνησε το τρέξιμο γλυκά χαμογελώντας. Αμέριμνος, χαρούμενος εθαύμαζε τη φύση, κι ούτε που το περίμενε πως ξάφνου θα γλιστρήσει. Βρέθηκε αίφνης να πετά σαν να ήταν αεροπλάνο και με τα μούτρα έσκασε σε σωρό σκουπίδια επάνω. Μια ποικιλία πλαστικών, κονσερβοκούτια άδεια, μπουκάλια αναψυκτικών, χαρτιά και αποφάγια. Πέρα για πέρα σίγουρος, δεν είχε αμφιβολία, τα ίχνη μαρτυρούσανε ανθρώπων παρουσία. Σηκώθηκε, τινάχτηκε, κούνησε το κεφάλι, απογοήτευση ένοιωσε για τους ανθρώπους πάλι. Κούτσα- κούτσα επέστρεφε αργά πια στη φωλιά του, σε κάθε βήμα του έβγαζε καπνούς από τ’ αυτιά του.
Λίγο πιο πέρα ο κυρ λαγός, ο κύριος Αυτιάς, απ’ το λαγούμι του έβγαινε ανάλαφρα πηδώντας, πρωί – πρωί θα πήγαινε στον κήπο του με μιας, καρότα είδε στον ύπνο του και ξύπνησε πεινώντας. Όσο όμως πλησίαζε και με μεγάλη λύπη, μία απαίσια μυρωδιά του τρύπαγε τη μύτη. Δεν πίστευε στα μάτια του, τ’ όμορφο μπαξεδάκι, ήταν πια βούρκος απ’ αυτούς που χαίρονται οι βατράχοι. Κατά πως ήταν προφανές, το περασμένο βράδυ, κάποιος άδειασε λύματα μες στο πυκνό σκοτάδι. Περίλυπος ο κυρ λαγός κατέβασε τ’ αυτιά του, σ’ όλο τον δρόμο έψελνε γυρνώντας στη φωλιά του:
– Είναι πια εξωφρενικό, γι’ αυτό το μαύρο χάλι, υπεύθυνοι λογίζονται οι άνθρωποι… ποιοι άλλοι;
Μέσα στο δάσος το πυκνό, με τα πελώρια σκίνα, είχε η Άρτεμις φωλιά, η όμορφη ελαφίνα. Αφού τον ύπνο χόρτασε τεντώθηκε με χάρη, για το ποτάμι κίνησε το μπάνιο της να πάρει. Το κρύο μπάνιο ήτανε ένα απ’ τα μυστικά της, έτσι κρατούσε ολόδροση τη σπάνια ομορφιά της.
Όμως, η μέρα που ξημέρωσε δεν ήταν σαν τις άλλες, για τα ζώα του δάσους έκρυβε ανατροπές μεγάλες. Όλοι όσοι αναζήτησαν το δροσερό νεράκι, βρήκαν στη θέση του ποταμιού απλά ένα ρυάκι. Κι ενώ αναρωτιόντουσαν που πήγε το νερό και γιατί το γάργαρο ποτάμι τους έμοιαζε πια ξερό, μπροστά τους εμφανίστηκε θέαμα θλιβερό.
Σε αλλόφρονα κατάσταση και αναμαλλιασμένη, σωριάστηκε απ’ τα πόδια της η Νέλη η καημένη. Οι φίλοι την πλησίασαν μήπως και καταφέρουν την κακομοίρα αλεπού κάπως να συνεφέρουν. Άλλος της έδινε νερό και άλλος έκανε αέρα, ο πιο μεγάλος φόβος τους … μήπως την βρήκε σφαίρα. Με τα πολλά κατάφεραν τα μάτια της να ανοίξει και μετά απ’ ώρα αρκετή σιγά να τους μιλήσει:
– Αααχ! Κοιτάξτε πως κατάντησα, τα κάλλη μου πια πού ‘ντα, στη φουντωτή μου την ουρά απέμεινε μια φούντα. Σήμερα, μόλις τα μάτια άνοιξα και πριν προλάβω απ’ τη γλυκιά να βγω του ύπνου παραζάλη, βρέθηκα αντιμέτωπη με συμφορά μεγάλη. Μια ομάδα λαθροκυνηγών μου είχε στήσει ενέδρα, τα σκυλιά τους με καρτέραγαν κρυμμένα μες τα δέντρα. Έτσι μόλις απ’ τη φωλιά ξεμύτισα, μ’ έβαλαν στο κυνήγι, έτρεχα και δεν έφτανα και όπου φύγει – φύγει. Η λυσσασμένη ανάσα τους άγγιζε τα πλευρά μου, τα δυνατά σαγόνια τους πάγωναν την καρδιά μου. Ούτε και η ίδια ξέρω πώς τρύπωσα στους θάμνους με τα αγκάθια, τη γλίτωσα απ’ τα σκυλιά, μα μέχρι να βγω από κει έχασα … τα καλάθια. Τρυπήθηκα και το λαμπερό μάδησε τρίχωμά μου, μα απ’ τις άνομες ορέξεις τους έβγαλα … την ουρά μου.
Αυτά είπε και ο θυμός άστραψε στη ματιά της και η αγανάκτηση έβραζε μέσα στα σωθικά της.
Να που και η κίσσα η Κική προστέθη στην παρέα, και αυτούσια τους μετέφερε τα πρωινά τα νέα. Φωνές και αναστάτωση, κραυγές και φασαρία, ξύπνησαν απ’ τον ύπνο της την Ρόη την κυρία. Ευθύς μπήκε στο νόημα η σώφρων κουκουβάγια, πολλά είχαν δει τα μάτια της όσο γύριζε τα βράδια.
Αμέσως απ’ όλους ζήτησε το λόγο αυτή να πάρει και είπε με βραχνή φωνή και με περίσσεια χάρη:
– Θέλω όλη σας την προσοχή, το πρόβλημα είναι κύριο, ξέρω όμως πως μπορώ να λύσω του νερού το δύσκολο μυστήριο. Απορείτε που το ποτάμι στέρεψε; Δεν πρόκειται για θαύμα … Έχουν στήσει στις ρίζες του βουνού οι άνθρωποι, ένα μεγάλο φράγμα.
– Φράγμα; Τι είναι πάλι αυτό;
Ρώτησε μ’ απορία η όμορφη ελαφίνα μας την έξυπνη κυρία.
– Οι άνθρωποι αποφάσισαν έναν τοίχο να υψώσουν και όλο το νερό του ποταμού στην πόλη τους να δώσουν.
– Γιατιιί;
– Νομίζω… τα σπίτια τους ποτίζουνε, θέλουν να τα ψηλώσουν.
Σε έξαλλη κατάσταση το λόγο πήρε ο Λάρι, της αγέλης των λύκων ήτανε το πρώτο παλικάρι.
– Οι άνθρωποι … οι άνθρωποι … οι άνθρωποι και πάλι! Κάθε φορά μ’ ανάβουνε λαμπάκια στο κεφάλι … Ο κόμπος τώρα έφτασε στην άκρη απ’ το χτένι, θα λάβουμε τα μέτρα μας ή είμαστε χαμένοι. Προτείνω, συνέλευση να κάνουμε στο δέντρο το μεγάλο, όλοι μαζί ας δράσουμε, γιατί δεν πάει άλλο …
Το κάλεσμα ξεκίνησε με μια κραυγή του λύκου:
– Οοοουουου !!!
Η είδηση σε λίγη ώρα έφτασε στ’ αυτιά του κάθε ενοίκου.
Καταμεσής στο δάσος πρόβαλλε μια άγονη ραχούλα, πέτρες και βράχια ολόγυρα και λίγα άγρια μούρα. Σε μια τόσο άφορη γη, παράξενο μεγάλο, τρανό να ‘χει δέντρο στην κορφή, που όμοιο δεν είχε άλλο. Μεγάλο δέντρο το έλεγαν και άρχοντα του λόφου, άοκνος επιτηρητής όλου του γύρω τόπου. Ήταν σημείο αναφοράς στων ζώων την κοινωνία, όλοι μαζί εκεί στη χαρά, εκεί στην αγωνία.
Μεσημέρι πια πλησίαζε και ο ήλιος έκαιγε στον αέρα, καυτά και τα προβλήματα που συνόδευαν τη μέρα. Πολύ νωρίς των ζώων η προσέλευση είχε αρχίσει και όσο η ώρα πέρναγε, άναβε και η συζήτηση για το ποια θα ‘ταν η λύση. Ο αρκούδος σηκώθηκε, ξερόβηξε τη φωνή να καθαρίσει. Πολλά έτη γηραιότερος και όλοι αυτόν περίμεναν πως πρώτος θα μιλήσει:
– Χκμ… χκμ… Αγαπημένοι μου φίλοι χαίρομαι που όλους μαζί σας βλέπω, μα άσχημα είν΄ τα πράγματα και δεν το παραβλέπω. Σε περίπλοκη κατάσταση έχουμε όλοι μπλέξει, θα ονομάσω όμως το πρόβλημα με μία μόνο λέξη.
Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Ι …
Είναι σε όλους σας γνωστό το στραβοπάτημα μου, πράγμα αναμενόμενο, αφού τα απορρίμματα κάνουν σωρούς ίσαμε εκεί πάνω. Βιάζονται να ξεφορτωθούν τα σκουπίδια απ’ την αυλή τους και καταντήσαμε εμείς απλά χωματερή τους. Μα πολύ πάνω απ’ αυτό, το πρόβλημα που καίει, είναι για την εξαφάνιση του νερού να μάθουμε τι φταίει, πριν τ’ όμορφο δάσος μας δούμε να καταρρέει …
Και πριν καλά – καλά τα λόγια του προλάβει να τελειώσει, μπαρουτιασμένος ο κυρ λαγός ήρθε να αποσώσει:
– Το κρυστάλλινο ποτάμι μας φρόντισαν να το κλέψουν και μολυσμένα λύματα σε μας να επιστρέψουν…
Και ο Νίνο ο σκίουρος απ’ το κλαδί που είχε σκαρφαλώσει, ήρθε τον πόνο του να πει, μήπως και ξελαφρώσει:
– Έχουν μάθει το χέρι τους ν’ απλώνουνε με τόση ευκολία σαν όλη η φύση να ‘ναι αποκλειστικά δική τους αποικία. Τον χειμώνα που μας πέρασε έχασα τη φωλιά μου, στους πέντε δρόμους βρέθηκα εγώ και η φαμελιά μου, όταν το δέντρο μας ένα πρωί ήρθαν και έριξαν χάμου. Χωρίς μια σκέψη κόβουνε αλόγιστα τα δέντρα και για ανακύκλωση χαρτιού … δεν βγάζουνε κουβέντα.
– Ακόμη καίνε στον ύπνο μου της πυρκαγιάς οι φλόγες, είπε ο Λάρι και τα μάτια του αστράψανε σαν πυρωμένες λόγχες. Βλέπω τις γλώσσες της φωτιάς να μ’ έχουνε κυκλώσει και εγώ ένα θαύμα αναζητώ που θα ‘ρθει να με σώσει. Τριγύρω μας είναι ορατά όσα η φωτιά τα έχει καταστρέψει, όσο για αναδάσωση … μάλλον άγνωστη λέξη.
Η ανάμνηση της πυρκαγιάς ήρθε όλους να τους ταράξει, μα πιο πολύ την όμορφη ελαφίνα μας, που είχε δικούς της χάσει. Έτρεμε, τα πόδια της λυγήσανε, έτοιμη ήταν να κλάψει. Την συνέλευση για ώρα πολύ, βαρύ πέπλο σιωπής ήρθε να τη σκεπάσει.
Τελικά ένα ζουζούνισμα τάραξε τη σιγή. Η Ανθή και η συνοδεία της προσγειώθηκαν σ’ ένα ξερό κλαδί. Η βασίλισσα των μελισσών όλο μεγαλοπρέπεια και αφού ζήτησε συγνώμη για της αργοπορίας την απρέπεια, είπε στη συνέχεια:
– Φίλοι μου, τον πληθυσμό μας τον τελευταίο καιρό έχει αποδεκατίσει, η αλόγιστη από τον άνθρωπο φυτοφαρμάκων χρήση. Τα επόμενα έτη οι μέλισσες και τ’ άλλα είδη εντόμων, θα είμαστε ανάμνηση παλαιοτέρων χρόνων. Όμως, για χρόνια εμείς στις πλάτες μας μεταφέρουμε τη γύρη, αν λείψουμε της φύσης θα χαθεί το πανηγύρι. Μαζί με μας, τα φρούτα θα τα βλέπουνε μόνο στα παραμύθια και θ’ αναρωτιούνται αν οι καρποί υπήρξανε στα αλήθεια …
Ένας ψίθυρος σύρθηκε αργά ανάμεσα στα ζώα και αγριέψαν μονομιάς τα βλέμματα τ’ αθώα:
– Εκδίκηση … εκδίκηση !!!
_
γράφει η Βάσω Κώστογλου
* Στίχοι από το τραγούδι “Μ’αρέσει να μη λέω πολλά” από το συγκρότημα “Υπόγεια Ρεύματα” στο δίσκο τους “Ο μάγος κοιτάζει την πόλη”
_
γράφει η Βάσω Κώστογλου
* Στίχοι από το τραγούδι “Μ’αρέσει να μη λέω πολλά” από το συγκρότημα Υπόγεια Ρεύματα και το δίσκο τους “Ο μάγος κοιτάζει την πόλη”
Κυρία Τζουγανάκη,
Μάχη,
Έχω εντυπωσιαστεί από την επιμέλεια και το στήσιμο του κειμένου. Πραγματικά άλλαξε όψη. Όπως επίσης μου άρεσε πολύ και η εικόνα που το εισάγει. Σας ευχαριστώ!!!
Α….Βάσω όλα κι όλα…εκεί που πιάσαμε τον ενικό μη με πας πάλι στον πληθυντικό!!! 😀
Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για ένα ΥΠΕΡΟΧΟ παραμύθι… που δείχνει τη μαεστρία του λόγου σου, την τρυφερότητά σου και την ευστροφία σου! Πραγματικά τα συγχαρητήριά μου!
Ο πληθυντικός ήταν για να δώσω έμφαση στο ευχαριστώ!!!
Ο ενικός έχει κατοχυρωθεί μετά από ένα χρόνο συγκατοίκησης στο βιβλίο net και διαδικτυακής γνωριμίας.
Καλό βράδυ Μάχη.
Υπέροχο το παραμύθι σας, με τόσο ευρηματικό και τρυφερό λόγο!!!Συγχαρητήρια!!! Περιμένουμε τη συνεχεία…
Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Η συνέχεια προσεχώς…
Θαυμάσιο το παραμύθι σας εντυπωσιάστηκα πολύ!!!Ανυπομονώ για τη συνέχεια να είστε καλά!!
Ελπίζω να σταθώ αντάξια των προσδοκιών σας. Ευχαριστώ πολύ.
Βιάζομαι να σχολιάσω κι ας μην διάβασα όλο το κείμενο! Θεωρώ ότι είναι υπέροχο όλο όπως είναι όσο διάβασα.. Λατρεύω την πρόζα! Μπράβο μπράβο μπράβο…
Επανέρχομαι…. Το τελείωσα! Εξαιρετικό και πολύ διδακτικό για τα παιδιά! Μπράβο x 6!
Κύριε Σπύρο,
Ευχαριστώ Χ 10 !!! Υπόσχομαι πως στην συνέχεια θα υπάρξουν περισσότεροι θεατρικοί διάλογοι. Η αλήθεια είναι πως όταν το έγραφα αυτό το παραμύθι, φανταζόμουν να εκτυλίσσεται πάνω σε μια θεατρική σκηνή. Γι’ αυτό άλλωστε κάνω αναφορές στο ύφος, στον τόνο της φωνής και στις κινήσεις των πρωταγωνιστών όπως θα δείτε και παρακάτω.
Καλή σας μέρα!!!
Κι εγώ το φαντάστηκα έτσι …..ερασιτέχνης ηθοποιός ων! Και επίσης έγραψα πρόζες για τρία ως τώρα θεατρικά έργα της ομάδας μου (εισαγωγής για δύο και πολλές για το τελευταίο μας… )