Στην έρημό του εαυτού μου σαν άλλος αλχημιστής
μιαν όαση αναζητώ στο γάλα μιας θηλής
που ήταν πικρό σαν όξινο και λιγοστό σαν χάρη
«Θα φύγω», μου λέει η καψερή, κατακερματισμένη
μα σου ‘χω την όασή σου εδώ, ζωγραφισμένη
Τον δείκτη σηκώνει στ’ αύριο, σε μέλλον κοντινό
«Κάνε εσύ όσα ικέτευα να βρω απ’ το Θεό»
Ανήξερη αγάπης πώς να πρωταγαπήσεις
Σκλάβα της ανάγκης το χρέος πώς να σβήσεις;
Τα πόδια σου ανάπηρα, σ ‘αυτά πώως να σταθείς;
Του θανάτου η βαρύτητα φθάνει αυτήν της γης
Λόγια μεγάλα άμα πεις θα έρθουν να σε βρούνε
«Δε θα σου μοιάσω», δήλωσα. Μα οι Θεοί ακούνε
Και μου ‘δωσαν τριπλάσια και όμοια δεινά
Και ξήλωσαν της πλάτης μου μελλοντικά φτερά
Τα λόγια μου μετάνοια και θεία κοινωνία
Η σκέψη εξομολόγηση, τα έργα μου νηστεία
Οι μέρες δούλες πλύστρες όλων των ενοχών
Των άπιστων, των άτιμων, των λάγνων, των μοιχών
Η έρημος μου πια ξερνά μαύρες αναθυμιάσεις
Απ’ όνειρο θερινής νυκτός μού έγινε εφιάλτης
Η σημασία στ’ όνειρο άκρως προφητική
Εκεί που είσαι ήμουνα, εδώ κανείς μην ‘ρθει.
_
γράφει η Δώρα Βαξεβανοπούλου
Δώρα μου, υπέροχο το ποίημά σου μπράβο!!!Καλημέρα!!!
ευχαριστώ θερμά!!!!καλησπέρα!