Η αβάσταχτη βαρύτητα του έρωτα

 

Τα βήματα της Ελευθερίας είναι νωθρά, σχεδόν αβέβαια, μέχρι που νοιώθει τις πρώτες σταγόνες της βροχής στο πρόσωπό της. Η επιτάχυνση του βαδίσματος έρχεται μαζί με την ανησυχία για την κόμμωση και το μακιγιάζ, που με τόση προσοχή είχε επιμεληθεί πριν λίγη ώρα. Τα βάζει με τον εαυτό της που ξέχασε την ομπρέλα, αν και κατά βάθος ξέρει πως αυτή η παράλειψη και όλος ο εκνευρισμός που νοιώθει, οφείλονται στο άγχος που της έχει δημιουργήσει η επικείμενη συνάντηση.

Ραντεβού στα τυφλά; Εγώ; Ποιος να μου το έλεγε και να το πίστευα! Και το χειρότερο, εγώ που τρελαίνομαι να περπατώ στη βροχή και να την απολαμβάνω, να τα βάζω με την τύχη μου για μερικές σταγόνες! Μα τι ήθελα να μπλέξω σε μια τέτοια κατάσταση;

Απάντηση δεν παίρνει. Φέρνει ξανά στο μυαλό της τα γεγονότα που προηγήθηκαν και την είχαν σημαδέψει.

Πάνε τρία χρόνια από τότε που χώρισε. Αν και ήταν δική της απόφαση ο χωρισμός, η εξέλιξη αυτή την ταρακούνησε για τα καλά. Δεν είναι και λίγο πράγμα να χωρίζεις μετά από είκοσι χρόνια γάμου. Μόλις ξεπέρασε το αρχικό σοκ από την απότομη μεταβολή στη ζωή της, η νέα κατάσταση στην οποία βρέθηκε, άρχισε σταδιακά να της αρέσει όλο και περισσότερο. Μόνη στο σπίτι, μιας και η κόρη σπούδαζε τη Νομική στην Ξάνθη, βίωσε για πρώτη φορά το θεμελιώδες δικαίωμα στην τεμπελιά και το απολάμβανε με όλο της το είναι. Την τεμπελιά όμως, δυστυχώς, γρήγορα τη βαριέσαι και τότε αρχίζει η αναζήτηση για κάλυψη του κενού. Αναζήτηση στις μέρες μας σημαίνει internet και socialmedia. Αναπόφευκτα έρχονται και οι γνωριμίες.

Η Ελευθερία ακολούθησε την πεπατημένη. Επηρεασμένη από όσα κατά καιρούς είχε ακούσει και διαβάσει για τους περίεργους που καραδοκούν στον κυβερνοχώρο, είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δεν πρόκειται να μπλέξει με ιστοϊστορίες. Οι υποσχέσεις όμως δοκιμάζονται σε τούτη τη ζωή και συνήθως καταρρέουν, ιδίως όταν ο λόγος του απέναντι είναι γοητευτικός, πρωτότυπος και κυρίως επιτηδευμένα ανιδιοτελής. Η πρόκληση ήταν δυνατή, ξεκίνησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις της και στη πορεία διαπίστωσε με έκπληξη ότι ο δρόμος δεν είχε επιστροφή.

Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενε να συμβεί κάτι παρόμοιο. Ξεχώριζε από μακριά τα καμάκια και διασκέδαζε πολύ με τον τρόπο που την προσέγγιζαν. Οι πιο πολλοί ήταν παντρεμένοι, άντρες μέσης ηλικίας, κι ο καθένας είχε τον τρόπο του. Τους είχε μάλιστα χωρίσει σε τρεις κύριες κατηγορίες. Πρώτα και κύρια ο ιδεολόγος. Αριστερός, συνήθως ανένταχτος, αγωνιζόταν ενάντια στην καπιταλιστική κυριαρχία, μη διστάζοντας να τα βάζει με τους δυνατούς αυτού του κόσμου. Και έτσι μπαρουτοκαπνισμένος που ήταν, έκανε ένα διάλειμμα για μια ανάσα και ένα απλό πηδηματάκι για να μπορεί να συνεχίζει αταλάντευτα τον αγώνα του. Στην ερώτηση γιατί δεν κάνει το διάλειμμα με την γυναίκα του, απαντούσε με το γνωστό τσιτάτο του Τσε: «Κανείς δεν έχει θεμελιώσει τους λόγους για τους οποίους ένας άνδρας πρέπει να ζήσει με την ίδια γυναίκα όλη του τη ζωή.» Δεύτερος ερχόταν ο βιολόγος. Ρεαλιστής, χωρίς υπεκφυγές, τόνιζε την ανάγκη του άντρα για όσο το δυνατόν περισσότερες συνευρέσεις, εξηγώντας το επιστημονικά: «Το ότι η φύση έδωσε στην γυναίκα λίγα ωάρια, σημαίνει ότι το θηλυκό επιλέγει με αυστηρά κριτήρια αυτόν που θα την γονιμοποιήσει. Το ότι η φύση έδωσε στον άνδρα εκατομμύρια σπερματοζωάρια, σημαίνει ότι το αρσενικό θέλει να αφήσει το στίγμα και τα ίχνη του παντού.» Στην ερώτηση αν δεν αρέσει, μιας και τα κριτήρια της γυναίκας είναι αυστηρά, απαντούσε προβλέψιμα ότι έχει χορτάσει από επιβεβαιώσεις. Τρίτος, αλλά όχι τελευταίος, ερχόταν ο φιλόλογος. Διαβασμένος, έπαιζε τους ποιητές και τους πεζογράφους στα δάκτυλα: «Σφάζω τις φλέβες μου και αντί να κοκκινίσουν τα όνειρα, που έλεγε ο Ελύτης, εμφανίζεσαι στον ύπνο μου με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι». Στην ερώτηση τι θέλει να πει ο ποιητής, απαντούσε ότι το σύμπαν συνωμοτεί για μια συνάντησή τους.

Τον Ορέστη, όσο και να προσπάθησε, δεν μπόρεσε να τον κατατάξει. Ορθολογιστής και ταυτόχρονα ρομαντικός, είχε λόγο τεκμηριωμένο και παράλληλα ελκυστικό. Κατείχε την τέχνη της σαγήνης με τρόπο επιβλητικό. Χωρίς αναστολές μάγευε τα θύματά του, έκαμπτε τις αντιστάσεις τους και τελικά τα υποχρέωνε σε παράδοση. Η Ελευθερία στην αρχή προσπάθησε να αντισταθεί αλλά δεν μπόρεσε να πιαστεί από πουθενά. Απέναντί της δεν είχε κάποιον που το έπαιζε ιδανικός εραστής, ούτε γόης, ούτε καν χαρισματικός. Είχε αξιολογήσει με την κουβέντα τον χαρακτήρα και τα πιστεύω της και υιοθέτησε την πόζα του ανεπιτήδευτου· αυτού που ενσαρκώνει τις επιθυμητές ιδιότητες της παιδικής ηλικίας, τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια, για να εξουδετερώσει την φυσική αμυντική στάση της και να της μεταδώσει την απόλαυση του να είναι ανίσχυρη. Η γνωριμία φάνταζε αναπόφευκτη. Βοήθησε και η φωτογραφία με τα όμορφα χαρακτηριστικά και το ανεπαίσθητα ειρωνικό χαμόγελο. Το ραντεβού κλείστηκε σε κεντρική καφετέρια της Αθήνας. Οι μέρες πέρασαν και η προσμονή μετατράπηκε σε αγωνία και η αγωνία σε εκνευρισμό.

Ας ελπίσουμε ότι η πραγματικότητα θα είναι αντάξια των προσδοκιών.

Φτάνει στην καφετέρια. Λένε πως η πρώτη εντύπωση είναι αποφασιστική και έχουν δίκιο. Η πραγματικότητα ξεπερνά τις όποιες προσδοκίες. Ο Ορέστης είναι εκεί, άνετος, χαμογελαστός και, πράγμα σπάνιο για άντρες, κομψός. Με δυο απλές κινήσεις διώχνει την ένταση και με ένα έξυπνο κομπλιμέντο την κάνει να αισθανθεί όμορφα. Η κουβέντα έχει ρυθμό, κυλά ήρεμα κι ευχάριστα. Σταδιακά περνάν και σε πιο προσωπικά ζητήματα. Ο τόνος της φωνής του γίνεται πιο έντονος και το πάθος αρχίζει να τον κυριεύει. Για το τελειωτικό χτύπημα αλλάζει στρατηγική. Αφήνει κατά μέρος την πόζα του ανεπιτήδευτου κι επιλέγει τον δελεασμό, με τη δημιουργία του κατάλληλου πειρασμού. Μια γεύση από τις απολαύσεις που έπονται. Η συζήτηση βρίσκεται στο κατάλληλο σημείο, είναι για τον έρωτα.

«Το πάθος είναι το ζητούμενο στον έρωτα. Προσωπικά δεν επιζητώ μια ακόμα περιπέτεια. Αναζητώ την περιπέτεια. Αυτή που θα με βάλει σε μπελάδες, αυτή που θα με κάνει να χάσω τα λογικά μου, αυτή που δεν θα μπορώ με λόγια καθημερινά να περιγράψω» λέει με μάτια φλογισμένα.

«Λίγο βαρύ δεν ακούγεται αυτό;» αντιτάσσει με χαμηλό τόνο η Ελευθερία.

«Ο έρωτας είναι για τους δυνατούς! Ο Σοφοκλής και ο Νίτσε τον παρομοίωσαν με μάχη και σε μια μάχη έχεις απώλειες, πόνο, χάσιμο. Ο Μαρκές με τη φοβερή αρρώστια της χολέρας. Περιγράφει τον ερωτευμένο νέο με την κατάσταση του άρρωστου, γιατί είχε αδύναμο σφυγμό, ακανόνιστη αναπνοή και ίδρωνε, χλωμός σαν ετοιμοθάνατος. Ο Μπέρναρντ Σω με θάλασσα που σε βάζει σε φουρτούνες κι ένας του συναφιού μας με το ανέβασμα στον Γολγοθά. Αυτόν τον έρωτα ψάχνω, αυτή τη περιπέτεια θέλω να ζήσω» λέει και γέρνει ικανοποιημένος προς τα πίσω, παρατηρώντας τις αντιδράσεις της Ελευθερίας με θριαμβευτικό ύφος.

Η Ελευθερία έχει εντυπωσιαστεί από τον λόγο και το πάθος της εκφοράς του και το δείχνει. Πίνει μια γουλιά από τον καφέ της και κλείνει τα μάτια. Σαν κινηματογραφική ταινία σε ανάποδη προβολή περνούν από μπροστά οι έρωτές της. Παθιασμένοι, άτυχοι, αδιάφοροι. Περνούν και δεν σταματούν. Τη στιγμή που αναρωτιέται με τρόμο αν ερωτεύθηκε ποτέ, η μηχανή προβολής τσιρίζει και η ταινία σταματά απότομα εστιάζοντας στον Χάρη. Ένα κύμα νοσταλγίας την πλημμυρίζει και οι σκηνές ολοζώντανες δραπετεύουν από τις φυλακές της μνήμης. Μακριά μαλλιά, μούσι, ντύσιμο χάλια κι ένα χαμόγελο για κάθε δυσκολία. Μόλις έμπαινε στο δωμάτιό της την άρπαζε από τη μέση και χόρευαν στο σκοπό που της τραγουδούσε, τη σήκωνε με τα δυο του χέρια και την πέταγε στον αέρα, την έπιανε και έπεφταν με δύναμη στον καναπέ σκασμένοι στα γέλια. Τότε πλησίαζε το πρόσωπό της, η ανάσα του χάιδευε το λαιμό της και η γλώσσα του έψαχνε τις σπηλιές των αυτιών της με το πείσμα και την επιμονή πιονέρου. Ένοιωθε το σώμα της να παραλύει και το μέλι να την πλημυρίζει. Την σήκωνε με ευλάβεια, την άφηνε στο κρεβάτι και έτρεχε στο πικάπ να βάλει έναν δίσκο των PinkFloyd.

«Ο έρωτας είναι απαλός και ελαφρύς σαν τη μουσική των PinkFloyd» της σιγοψιθύριζε. «Ποτέ δεν σε ξετινάζει, ποτέ δεν σε πνίγει. Τελειώνει με μια γεύση ανικανοποίητου, που σε κάνει να την αναζητάς ξανά και ξανά. Και όταν δεν ξαναβρείς την ίδια, δεν σε τρελαίνει. Πάντα θα υπάρχει καλή μουσική που θα σε περιμένει να την ανακαλύψεις. Είναι σαν να βαδίζεις σε αμμόλοφους. Πίσω από κάποιον θα υπάρχει κάποιος άλλος, για όσο κρατήσει αυτό το ταξίδι. Γιατί να το ξέρεις, τα τραγούδια πάντα τελειώνουν, η ζωή συνεχίζεται».

Και το τραγούδι του Χάρη τελειώνει το ίδιο απότομα όπως άρχισε και μόλις τώρα η Ελευθερία συνειδητοποιεί το μεγαλείο της ελαφρότητας εκείνου του ακούσματος. Ανοίγει τα μάτια απελευθερωμένη και ανακουφισμένη για την απόφαση που μόλις έχει πάρει. Ο αμμόλοφος που ψάχνει είναι πιο… χαμηλός. Σηκώνεται και απλώνει το χέρι της στον Ορέστη.

«Χάρηκα πολύ που τα είπαμε και σου εύχομαι ολόψυχα να βρεις αυτό που ψάχνεις. Λυπάμαι που δεν μπορώ εγώ να στο προσφέρω».

Τον αφήνει εμβρόντητο και γεμάτο απορίες για το τι δεν πήγε καλά και βγαίνει στο δρόμο. Η βροχή έχει δυναμώσει και πέφτει σαν βάλσαμο επάνω της. Πρώτα ξεφουσκώνουν τα μαλλιά της και μετά το μακιγιάζ αρχίζει να φεύγει από πάνω της όπως το βάρος που πετάνε από το αερόστατο. Νοιώθει ανάλαφρη σαν πούπουλο, έτοιμη να χορέψει.

 

του Δημήτρη Γιατρέλλη

Ακολουθήστε μας

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

2 σχόλια

2 Σχόλια

  1. agrampelli

    Θάλασσα βαθειά ο έρωτας με κύματα αμέτρητα.Ένα τους σε χαϊδεύει,άλλο σε μαστιγώνει και ένα ακόμα, που ή θα σε σώσει,η θα σε αφήσει να πνιγείς…

    Η Ελευθερία φεύγει για να σωθεί,αλλά φαίνεται να ξεχνάει πως το “ζεν’ της βουτιάς σε μια γαλάζια θάλασσα,είναι απείρως προτιμότερο από μια βόλτα κάτω από τις ψιχάλες της βροχής.

    Μια καλογραμμένη ιστορία, πολύ κοντά στην πραγματικότητα της εποχής του διαδυκτίου και με εξαιρετικά ευαίσθητη ματιά ειδωμένη 🙂

    Απάντηση
    • Δημήτρης Γιατρέλλης

      Σε ευχαριστώ πολύ Αγράμπελη! Αν και προτιμώ τη βροχή, τελικά είναι θέμα οπτικής γωνίας. Και βιωμάτων φυσικά…

      Απάντηση

Υποβολή σχολίου