Βράδυ. Στο σαλόνι. Το αχνό φως, από τις λάμπες που βρισκόταν στο απέναντι πάρκο, γλιστρούσε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και έγλειφε απαλά τις επιφάνειες των επίπλων. Ένα τσιγάρο καιγόταν στο τασάκι.
Θλίψη! Εντός και εκτός του. Δεν είχε περάσει ούτε ένας μήνας από τη στιγμή, που δίχως καμιά άλλη εξήγηση, του είπε πως η σχέση τους έπρεπε να τελειώσει.
«Και τώρα; Πώς συνεχίζεις; Πώς πας παρακάτω; Πού βρίσκεις τη δύναμη;» αναρωτιόταν κοιτάζοντας τη χάρτινη κούτα πάνω στο τραπεζάκι.
Όλη τους η κοινή πορεία, κλεισμένη σε μια χάρτινη κούτα. Φωτογραφίες, γράμματα, δώρα… Αποδείξεις μιας αγάπης της οποίας ο κύκλος έκλεισε. Τα όρια ξεπεράστηκαν. Η αντοχή εξατμίστηκε. Ο έρωτας εξατμίστηκε κι αυτός κι επήλθε το τέλος.
Ο αέναος κύκλος των σχέσεων. Γνωρίζεις, ερωτεύεσαι, αγαπάς, μοιράζεσαι, βυθίζεσαι, πονάς. Δίνεις τα πάντα χωρίς να ζητάς ανταλλάγματα. Ξεγυμνώνεις την ψυχή σου και τη χαρίζεις. Εξάρτηση. Ο έρωτας σε κάνει το μεγαλύτερο πρεζόνι. Κι εκεί που δεν μπορείς να ζεις χωρίς το άλλο σου μισό, γιατί πάντα αυτό πιστεύεις ότι βρήκες, έρχεται το τέλος.
Πόνος απώλειας. Πεθαμένες στιγμές μέσα σε μια χάρτινη κούτα ακουμπισμένη πάνω στο τραπεζάκι. Μέρες, μήνες, χρόνια…
«Τέρμα η αγάπη» είπε αποφασιστικά και κινήθηκε προς το τραπεζάκι. Πήρε τη χάρτινη κούτα, κάλεσε το ασανσέρ και κατέβηκε στο δρόμο. Στάθηκε μπροστά στον κάδο σκουπιδιών. Της έριξε μια τελευταία ματιά, πήρε μια βαθιά ανάσα και την πέταξε.
Γύρισε. Μπήκε στην πολυκατοικία. Ανέβηκε στον τρίτο και μπήκε στο διαμέρισμα. Ένιωσε την ανάγκη για ένα τσιγάρο. Τράβηξε το τελευταίο από το πακέτο.
Στάθηκε όρθιος μπροστά στο τζάμι. Άπλωσε το βλέμμα του στο πάρκο απέναντι. Που και που εμφανιζόταν κάποια ανθρώπινη φιγούρα, η οποία διέσχιζε γρήγορα τα πλακόστρωτα δρομάκια ανάμεσα στα δέντρα και χανόταν από το οπτικό του πεδίο. Τα πέντε λεπτέ που κράτησε το τσιγάρο εκείνος ένιωθε ανακουφισμένος, ανάλαφρος, σίγουρος για την απόφαση που είχε πάρει.
«Τέρμα η αγάπη» ψέλλισε ξανά μα ξαφνικά η διάθεση του άλλαξε. Το βλέμμα του καρφώθηκε σε μια λάμπα που άρχισε να τρεμοπαίζει. Η ψυχή του άρχισε να τρεμοπαίζει, να σκοτεινιάζει. Η αγάπη είναι φως και εκείνος μόλις είχε πάρει την απόφαση να ζήσει στο σκοτάδι.
“«Τέρμα η αγάπη» ψέλλισε ξανά μα ξαφνικά η διάθεση του άλλαξε.”
Εύκολο να το λες, δύσκολο να το τηρήσεις – γιατί, πολύ απλά, η αγάπη δεν σε ρωτάει… κι αν είναι να σε επιλέξει για θύμα της, δεν έχεις περιθώρια διαφυγής!
Έτσι να πεις στον ήρωα της πολύ όμορφης ιστορίας σου, φίλε μου Χάρη!