Η βαριά συρόμενη πόρτα του καθιστικού άνοιξε και η μεσόκοπη γυναίκα γλίστρησε μέσα κρατώντας στα χέρια της ένα μικρό πακέτο. Χυμένος στην πολυθρόνα στο βάθος, με την πελώρια βιβλιοθήκη στο πλάι του, ο γέρος αγνάντευε απ’ το παράθυρο τον κήπο καθώς ο ήλιος βασίλευε. Το παχύ χαλί που ήταν στρωμένο στο πάτωμα απορρόφησε τον ήχο των βημάτων της γυναίκας. Μόλις έφτασε κοντά στον ηλικιωμένο άνδρα, ξερόβηξε και είπε:
-Κύριε καθηγητή…
Το κάτασπρο κεφάλι στράφηκε αργά.
-Έλα Τασία, τι τρέχει;
-Πριν από λίγο ήρθε αυτό.
Έτεινε το πακέτο. Ο γέρος το πήρε στις χούφτες του και φόρεσε τα γυαλιά του.
-Σ’ ευχαριστώ Τασία, είπε με ραγισμένη φωνή, ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.
Η γυναίκα έφυγε αθόρυβα, όπως είχε έρθει. Ο καθηγητής έσκισε τρέμοντας αμυδρά, το χάρτινο περιτύλιγμα. Ένα βιβλίο με γυαλιστερό εξώφυλλο πρόβαλε. Ήταν αυτό που περίμενε τόσους μήνες ∙ η εργασία του αγαπημένου του μαθητή, του Αλέξανδρου. Το κείμενο δεν ήταν μακροσκελές, ούτε πυκνογραμμένο, γεγονός που προξένησε εντύπωση στον απόμαχο ακαδημαϊκό. Σηκώθηκε με κόπο, βαστώντας στο ένα χέρι το βιβλίο και στο άλλο το μπαστούνι του. Άναψε το πορτατίφ, τράβηξε τις κουρτίνες και βούλιαξε στην αναπαυτική καρέκλα του γραφείου του. Ξεκίνησε να διαβάζει.
Τον Αλέξανδρο τον είχε ξεχωρίσει από τις πρώτες κιόλας παραδόσεις που έκανε στο τμήμα που εκείνος φοιτούσε, πριν δυόμιση δεκαετίες περίπου. Ήταν οξυδερκής, εργατικός και διέθετε μια σοβαρότητα κάπως παράταιρη με την ηλικία του. Το σπουδαιότερο προτέρημα όμως που διέκρινε σ’ αυτόν, ήταν η πλατιά, προσανατολισμένη σε μεγάλους σκοπούς ψυχή του. Καμιά σχέση δεν είχε με τους στενόμυαλους, καριερίστες συμφοιτητές του, που το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να πάρουν ένα χαρτί και να εξασφαλίσουν ανέξοδα μια όσο γίνεται καλύτερη θέση. Συχνά ο καθηγητής κατακλυζόταν από απέχθεια γι’ αυτό το ανώφελο κομμάτι της νεολαίας, που με την νοοτροπία του ευτελίζει την επιστήμη στην οποία εκείνος αφιέρωσε τη ζωή του. Ο νεαρός Αλέξανδρος τον έκανε να υπερνικά αυτό το συναίσθημα και τον γέμιζε ελπίδες. Σύντομα ο φιλόδοξος σπουδαστής, που στο πρόσωπό του αντίκριζε έναν ιδανικό μέντορα, κόλλησε πάνω του σαν στρείδι. Ήταν ακόρεστος στην αφομοίωση της γνώσης, ακάματος στην προσπάθειά του να βελτιώνεται, αθεράπευτα οραματιστής. Ο καθηγητής τον λάτρεψε και μαζί του ανέπτυξε έναν ιδιαίτερο σύνδεσμο ∙ έγινε ο προσωπικός του δάσκαλος. Με τον καιρό άρχισε να προσδίδει στον νεαρό και άλλες ιδιότητες, βαθύτερες από αυτήν του μαθητή ∙ άρχισε να τον βλέπει σαν συνέχεια της ύπαρξής του, σαν το γιο που ονειρεύτηκε αλλά ποτέ δεν απέκτησε.
«Η κοινωνική επιστήμη δεν πρέπει να καθορίζει τις ανάγκες των ανθρώπων, αλλά να καθορίζεται από αυτές. Εμείς που ο ρόλος μας είναι να παρατηρούμε το σύνολο από κάποια απόσταση, προκειμένου να διορθώσουμε ή να προλάβουμε καταστάσεις, έχουμε το χρέος να αφουγκραζόμαστε και να προσαρμόζουμε τη λογική μας. Συνταγές δεν υπάρχουν, η σκέψη μας εγγράφεται στον γενικότερο ορίζοντα της φιλοσοφίας», είπε κάποτε στον Αλέξανδρο για να τον μυήσει στο ήθος της πλαστικότητας. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του χωρίς έπαρση, αλλά με το βέβαιο βλέμμα κάποιου που γνωρίζει πως είναι ισχυρός.
Η πόρτα έτριξε σιγανά και τρύπωσε πάλι η Τασία. Τώρα είχε νυχτώσει και μονάχα στη γωνία που βρισκόταν το γραφείο υπήρχε φως.
-Εγώ λέω να πηγαίνω κύριε καθηγητή… είπε η γυναίκα δισταχτικά. Αυτός την κοίταξε με ύφος αλλοπαρμένο ∙ στα μάτια του έφεγγε μια παράξενη λάμψη.
-Εντάξει καλή μου, μουρμούρισε συνοφρυωμένος.
-Τελείωσα τις δουλειές μου. Θα σας δω το πρωί. Χρειάζεστε κάτι άλλο;
-Όχι. Είμαι μια χαρά.
-Καληνύχτα.
-Καληνύχτα.
Βυθίστηκε ξανά στη μελέτη.
Τα τελευταία χρόνια και αφότου πήρε σύνταξη, ο καθηγητής δεν έβγαινε πολύ απ’ το σπίτι. Η αλήθεια είναι πως έπειτα από την δημοσίευση του πολύκροτου συγγράμματός του, οι ζωτικές του δυνάμεις ελαττώθηκαν δραστικά. Είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του, είχε δώσει το απόσταγμα μιας μακράς, επίμοχθης πορείας και πλέον ήταν στεγνός και στείρος. Ασφαλώς και η ηλικία του δεν του επέτρεπε περαιτέρω εξέλιξη. Έτσι συμβιβάστηκε να περιφέρεται σαν επιτάφιος στα διάφορα ακαδημαϊκά συμπόσια, εισπράττοντας φιλοφρονήσεις και τιμές. Όλα αυτά όμως τον άφηναν παγερά αδιάφορο ∙ εκείνο που τον έκαιγε ήταν η επιρροή του βιβλίου του. Όταν παρουσιάστηκε η «Εισαγωγή στη σύγχρονη κοινωνική επιστήμη», οι πάντες μίλησαν για μια εργασία ρηξικέλευθη, πρωτοποριακή, τολμηρή και συνάμα ζυγισμένη καλά. Το οξύμωρο ήταν πως παρά την σχεδόν καθολική αναγνώριση της αξίας του έργου του, ελάχιστα απ’ αυτά που έγραψε εφαρμόστηκαν στην πράξη. Αυτό με τα χρόνια τον απογοήτευσε. Οι πολιτικές σκοπιμότητες και οι κοντόθωρες αντιλήψεις των διεκδικητών της εξουσίας, δεν του άφηναν και πολλά περιθώρια να αισιοδοξεί.
Την ίδια εποχή που ο καθηγητής έμπαινε σιγά σιγά σ’ ένα φτιαγμένο από δάφνες μαυσωλείο, ο Αλέξανδρος κατέλαβε την έδρα του στο πανεπιστήμιο της επαρχίας. Οι συναντήσεις δασκάλου και μαθητή αραίωσαν, ωστόσο οι δυο τους διατήρησαν μια πυκνή επικοινωνία, που κυριότερο αντικείμενο είχε φυσικά το κοινό τους πάθος, την επιστήμη. Ο καθηγητής ήξερε πως ο Αλέξανδρος δεν θα αρκούταν στα αλλεπάλληλα, γεμάτα εμβριθείς αναλύσεις στα έργα άλλων, δοκίμια που τακτικά εξέδιδε. Απ’ αυτόν περίμενε ένα opus magnum, μια συνεκτική και καίρια διατύπωση των δικών του απόψεων, αρθρωμένη συστηματικά, μέσα σε αυστηρό ορθολογικό πλαίσιο. Από μια σκοπιά, ένα τέτοιο βιβλίο θα ήταν και για κείνον μια έμμεση δικαίωση ∙ θα ήταν κατά κάποιο τρόπο, η αμοιβή του ως δασκάλου. Βυθισμένος στη ματαιότητα και την απραξία, αυτή η προοπτική έδωσε ένα νόημα στην παροπλισμένη του υπόσταση. Εδώ και κάτι μήνες είχε πληροφορηθεί θετικά ότι ο Αλέξανδρος όντως είχε ξεκινήσει να γράφει αυτό που προσδοκούσε από κείνον. Έτσι περίμενε υπομονετικά και κάθε μέρα που κυλούσε του έμοιαζε με υπερκόσμια παράταση σε αυτό, που από καιρό θα έπρεπε να έχει λήξει.
Κόντευε να χαράξει μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση. Ήταν ανάστατος∙ ένα κύμα οργής φούσκωνε στις φλέβες του. Στάθηκε στα πόδια του και άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε χωλαίνοντας και σέρνοντας το μπαστούνι του. Το εγχείρημα του Αλέξανδρου είχε μια αχαλίνωτη ριζοσπαστικότητα, ακατανόητη για κείνον. Ήταν γραμμένο άναρχα, ποιητικά, σε πολλά σημεία αποφθεγματικά. Διαπνεόταν από καινοφανείς ιδέες, βασισμένες σε πρωτάκουστα και στιβαρά επιχειρήματα. Κυοφορούσε μια νέα συνείδηση για τα πράγματα και σίγουρα θα απασχολούσε αρκετά τους επιστημονικούς κύκλους. Ταυτόχρονα με όλα αυτά, το κείμενο του Αλέξανδρου αποτελούσε ένα αντίβαρο στο έργο του καθηγητή, καθώς αποδομούσε σχεδόν όλες του τις θεωρίες. «Γιατί τέτοια εναντίωση;», σκέφτηκε ο γέρος ακαδημαϊκός και εγκαταλείφτηκε στο θυμό και την αγανάκτηση. Σωριάστηκε καταπτοημένος στην πολυθρόνα και έκλεισε τα βλέφαρά του. Για μια στιγμή φαντάστηκε πως πέφτει σ’ έναν γκρεμό ∙ ενόσω όμως περνούσαν τα λεπτά, η οργή άρχισε να ξεθυμαίνει αυτόματα, χωρίς εκείνος να την αντιπαλέψει. Η πληγωμένη του ματαιοδοξία δεν ήταν ικανή να συντηρήσει κανένα αίσθημα ασφυξίας. Τώρα κάτι πιο βαθύ, ένα ενδόμυχο φως, λίγο λίγο τον πλημμύριζε. Συλλογίστηκε νηφάλια όσα είχε διαβάσει ∙ φράσεις και έννοιες περιδινήθηκαν στο νου του. Αυτά που αρχικά του φάνηκαν σαν κήρυξη αναίτιου πολέμου, σταδιακά αποκάλυψαν μια υπόγεια καθαρότητα. Όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου τόξευσαν τη σχισμή ανάμεσα στις τραβηγμένες κουρτίνες, ένιωσε μια αβάσταχτη πληρότητα να τον κυριεύει. Ξάφνου, τα ογδόντα του χρόνια καταπλάκωσαν την αδύναμη και απαλλαγμένη από κάθε θέλγητρο καρδιά του.
Μερικές ώρες αργότερα, η Τασία τον βρήκε ξυλιασμένο και άκαμπτο στην πολυθρόνα. Στο πρόσωπο είχε ένα ανεξιχνίαστο χαμόγελο και στα γόνατά του ήταν ακουμπισμένο ένα βιβλίο με τίτλο: «Εισαγωγή στην κοινωνική επιστήμη του μέλλοντος».
_
γράφει ο Βαγγέλης Κατσούπης
0 Σχόλια