Ο προϊστάμενος βγήκε απ’ το υπερυψωμένο γραφείο του διευθυντή, ακούμπησε στα κάγκελα και κοίταξε τους εργάτες που ήταν μαζεμένοι από κάτω. Όλα τα κεφάλια στράφηκαν στο μέρος του.
-Ο κύριος Ηρακλής θέλει να κουβεντιάσει με την αντιπροσωπεία σας, είπε.
Τέσσερις εργάτες ξεχώρισαν από το μπουλούκι και άρχισαν να ανεβαίνουν τη μεταλλική σκάλα. Ο Στράτος προχώρησε τελευταίος, σα να δίσταζε.
Από πού κι ως πού εκπρόσωπος, αυτός που ποτέ του δε συμμετείχε σε ομάδες, που δεν του άρεσε να μιλάει για λογαριασμό άλλων και δεν εμπιστευόταν τους ηγέτες; Οι συνάδελφοί του τον είχαν διαλέξει και είχε χρέος να δεχτεί, θα ήταν ασυνεπής απέναντι στις ίδιες του τις πράξεις αν δεν το έκανε. Ωστόσο δεν επιδίωξε τίποτα τέτοιο, απλά συνέβη.
Δυο χρόνια δούλευε σ’ αυτό το εργοστάσιο και τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να νιώθει σαν εξάρτημα των μηχανών που καθημερινά χειριζόταν. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως αυτό το αίσθημα αυτοματοποίησης πλέον είχε απλωθεί και πέρα από το εργασιακό του οχτάωρο, μολύνοντας και τον θεωρητικά ελεύθερο χρόνο του. Η ζωή του βούλιαζε αργά και σταθερά στον γκρίζο βάλτο της συνήθειας.
Εδώ και μερικούς μήνες η παραγωγή είχε εντατικοποιηθεί και οι υπερωρίες έγιναν συχνές. Παρόλα αυτά οι μισθοί δεν αυξήθηκαν καθόλου. Στους διαδρόμους ανάμεσα στους σιδερένιους βραχίονες και τις τροχαλίες, επικράτησε σιγά σιγά μια γενικευμένη κατήφεια που συνοδευόταν από υποχθόνια μουρμουρητά. Η παραπανίσια κούραση αυτής της περιόδου έμοιαζε στον Στράτο με επισφράγισμα της υπαρξιακής του ήττας. Ήταν σχεδόν έτοιμος να υποκύψει οριστικά στο ανώφελο πήγαινε έλα της επιβίωσης, να καταθέσει τα όνειρά του στην πανίσχυρη ρουτίνα και να πει ‘παραδίνομαι’, όταν κάποιος μέσα στη βαβούρα της δουλειάς, πέταξε τη λέξη απεργία.
Σαν μέλισσες που έλκονται από τη γύρη, οι εργάτες περικύκλωσαν τον εμπνευστή της ιδέας. Ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις ∙ πως, πότε, για πόσο. Ο Στράτος καταλήφθηκε από μια υποστασιακή διέγερση. Αυτή η περίεργη λέξη που ξεστόμισε ο συνάδελφός του είχε τη δυναμική μιας αφύπνισης, ήταν ένα σύμβολο που ξεκλείδωσε κάποιο αραχνιασμένο κελί της μνήμης του. Θυμήθηκε όλες του τις αρνήσεις, όλες τις ατομικές του εξεγέρσεις ενάντια στη μοίρα, όλα τα ζωτικά του ξεσπάσματα που ανά διαστήματα τον είχαν κάνει να τεντωθεί, να γίνει για μια στιγμή ψηλότερος. Ξεσπάθωσε με λόγια, που όταν αργότερα τα ξανασκέφτηκε του φάνηκαν ξένα, λες και κάποιος να τα είχε φυτέψει λαθραία στη γλώσσα του. Οι υπόλοιποι δε χρειάστηκαν και πολύ, ξεσηκώθηκαν από το πάθος του και πήραν την απόφαση. Θα απαιτούσαν να πληρωθούν οι υπερωρίες τους.
Η αντιπροσωπεία των απεργών μπήκε στο γραφείο του διευθυντή. Ένα σύννεφο καπνού επέπλεε στον αέρα θολώνοντας τη μορφή του μεσόκοπου άνδρα. Ο Στράτος παρατήρησε ότι το δεξί του χέρι έτρεμε ελαφρώς.
-Έκτη μέρα σήμερα, είπε ο Ηρακλής. Αυτό το πράγμα δε γίνεται να συνεχιστεί. Το καταλαβαίνετε κι εσείς νομίζω, που χάνετε τα μεροκάματά σας. Απ’ την άλλη, το εργοστάσιο υπολειτουργεί. Αυτή η κινητοποίηση κάνει κακό σε όλους μας. Το σκέφτηκα καλά και κατέληξα πως έχετε δίκιο. Οι ώρες πρέπει να αμείβονται και από δω και πέρα θα αμείβονται. Όσες έχετε δουλέψει δεν μπορώ να τις ξοφλήσω, γιατί δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένες. Από αύριο όμως θα βάλω μηχάνημα και θα χτυπάτε κάρτα. Θα πληρώνεστε ακόμα και τα μισάωρα και στο τέλος του μήνα οι κάρτες θα πηγαίνουν στο ΙΚΑ.
Οι εργάτες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με χαυνωμένα χαμόγελα. Μονάχα ο Στράτος εξακολούθησε να έχει το βλέμμα στυλωμένο στην ευθεία, σα να έβλεπε κάτι που οι άλλοι αγνοούσαν. Οι τρεις κατέβηκαν τα σκαλιά σχεδόν τρέχοντας. Εκείνος τους πήρε στο κατόπι με μια αλλόκοτη αποκαρδίωση. Ακούστηκαν μερικά σκόρπια χειροκροτήματα, οδοντοστοιχίες έλαμψαν, μια αυθόρμητη ανάταση διαχύθηκε στο χώρο.
Μετά από λίγα λεπτά ο Στράτος στεκόταν στο πόστο του. Το γνώριμο μονότονο βουητό της παραγωγής ξεκίνησε και πάλι, σα να μην είχε σταματήσει ποτέ. Πλαστικές συσκευασίες άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά απ’ τα μάτια του, φωτισμένες από πολύχρωμα λαμπάκια. Τα μέλη του σώματός του ήταν βαριά, το κρανίο του μουδιασμένο. Κάτι μέσα του ξεφούσκωνε, έπεφτε σε βίαιο λήθαργο. Αυτό ήταν λοιπόν όλο κι όλο, σαράντα ή πενήντα ευρώ επιπλέον στη μισθοδοσία του μήνα. Η δικαίωση είχε τη στυφή γεύση ενός μικρού θανάτου. Ένιωσε να πνίγεται, να μην αντέχει. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και έμεινε για λίγο ασάλευτος. Ύστερα συνέχισε να δουλεύει με το αποτύπωμα μιας ανομολόγητης θλίψης στην καρδιά.
_
γράφει ο Βαγγέλης Κατσούπης
0 Σχόλια