Η Ευαγγελία είχε πρόσφατα επιστρέψει στην παλιά της γειτονιά στην οδό Πιπίνου κι Αχαρνών μετά από πολλά χρόνια απουσίας στην Αμερική. Στην Αμερική είχε διαγράψει μια σπουδαία σταδιοδρομία ως επίκουρη καθηγήτρια στο ΜΙΤ, ήταν μάλιστα από τις πιο κορυφαίες πανεπιστημιακούς και με επιρροή στους επιστημονικούς κύκλους παγκοσμίως. Είχε αποφασίσει να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από πρόταση του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου να ενταχθεί στο διδακτικό προσωπικό του ιδρύματος.
Η Ευαγγελία ενθουσιάστηκε μ’ αυτήν την πρόταση, καθώς την είδε ως ευκαιρία να επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα. Για όσο διάστημα ζούσε κι εργαζόταν στο εξωτερικό επισκεπτόταν τους δικούς της τις περιόδους των διακοπών σε κάποιο χωριό της Φθιώτιδας, όπου κι εκείνοι ζούσαν. Αφότου έφυγε η Ευαγγελία μόνιμα για το εξωτερικό και η αδερφή της παντρεύτηκε στη Μεσσηνία, εκείνοι είχαν εγκαταλείψει την Αθήνα κι έτσι το πατρικό σπίτι της Ευαγγελίας είχε ρημάξει εσωτερικά κι εξωτερικά.
Χρειάστηκε αρκετό διάστημα για να συνεφέρει το πατρικό της σπίτι, το οποίο είχε καταντήσει ένα ερείπιο. Στο τέλος, όμως, αφού έβαλε και τις δικές της πινελιές στο σπίτι διατηρώντας κάποια παλιά αντικείμενα (το πεπαλαιωμένο ραδιόφωνο, τον μπουφέ της μητέρας της, τα βινύλια του πατέρα της και τα σεμεδάκια της γιαγιάς της), το σπίτι έγινε ξανά κατοικήσιμο. Ήταν ενθουσιασμένη που θα έμενε ξανά σ’ αυτό το σπίτι που μεγάλωσε, σ’ αυτό το σπίτι που έκανε τα παιδικά πάρτι της, σ’ αυτό το σπίτι που βίωσε τα άγχη και την ανεμελιά της εφηβείας, σ’ αυτό το σπίτι στο οποίο πέρασε τα φοιτητικά της χρόνια.
Σε κάθε γωνιά του σπιτιού αντίκριζε κι ένα κομμάτι από τον εαυτό της από τη μέχρι τώρα πορεία της. Ακόμη, ένιωθε τα μάτια του πατέρα καρφωμένα πάνω της αν τυχόν κι αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Ακόμη, θυμόταν τους ομηρικούς καυγάδες με την αδερφή της, επειδή της έπαιρνε τα ρούχα χωρίς να τη ρωτήσει. Ακόμη, θυμόταν τα δάκρυα που είχε ρίξει στο δωμάτιό της για τους αποτυχημένους έρωτές της. Τουλάχιστον, με τα χρόνια οι πληγές της είχαν κλείσει και δεν αισθανόταν παρά μόνο νοσταλγία για εκείνες.
Χαμένη ανάμεσα στις θύμησες του παρελθόντος, ούτε που κατάλαβε πως πέρασε η ώρα, είχε φτάσει αργά το μεσημέρι, όταν συνειδητοποίησε πως το ψυγείο της είχε αδειάσει εντελώς. «Ωχ, ξεχάστηκα. Άραγε, να λειτουργεί ακόμη η λαϊκή στη Μιχαήλ Βόδα;», αναρωτήθηκε κι αμέσως ξεκίνησε να πάει στη λαϊκή αγορά.
Όπως, τη θυμόταν η Σαββατιάτικη λαϊκή αγορά στη Μιχαήλ Βόδα υπήρχε ακόμη. Περπατώντας στη λαϊκή, της ήρθαν στο νου οι σκηνές που όταν ήταν παιδί συνόδευε τη μητέρα της κάθε Σάββατο σ’ αυτή τη λαϊκή αγορά. Της άρεσε πάρα πολύ το όλο κλίμα, οι πωλητές να φωνάζουν «Πάρε, πάρε» «Εδώ τα καλά μήλα» «Όλα 100 δραχμές», το διασκέδαζε, γελούσε με τις ατάκες τους. Υπήρχαν κιόλας κάποιοι πωλητές, οι οποίοι θα την κερνούσαν και κάποιο φρούτο.
Την ώρα που έκανε τις αγορές της, το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το βλέμμα ενός άνδρα. Της φάνηκε γνώριμη η όψη του, αν και αλλαγμένη με τα χρόνια. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή, τα χέρια της να ιδρώνουν, να τρέμει σύγκορμη και το στόμα της να μη βγάζει μιλιά. Αμέσως, έτρεξε σαν κυνηγημένη πίσω στο σπίτι της.
Είχε ταραχτεί ολόκληρη με αυτήν τη συνάντηση.
«Δε μπορεί», αναρωτιόταν, «δε μπορεί να’ ναι αυτός», «δε μπορεί, ιδέα μου θα ’ναι».
«Γιατί; Γιατί μου το κάνω αυτό, Γιατί με βασανίζω έτσι; Αφού δε σημαίνει τίποτα πια για μένα. Ας ηρεμήσω καλύτερα. Λάθος θα’ κανα δε μπορεί». Αυτά σκεφτόταν και δεν μπορούσε να ηρεμήσει.
Η ώρα είχε φτάσει 3 μετά τα μεσάνυχτα, αλλά η Ευαγγελία δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κάθισε στο σαλόνι, άναψε το τσιγάρο της, έβαλε το ποτό της στο ποτήρι κι έβαλε ν’ ακούσει ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο εξέπεμπε τον σταθμό Μέντα, ο οποίος έπαιζε το τραγούδι «Καρδιά κοίτα να κοπείς ξανά στα δυο, βαθιά σε άβυσσο φωνής ναυαγό… γιατί δε σού ’μαθε κανείς ν’ αγαπάς».
Αμέσως, άλλαξε τον σταθμό κι έπινε ταραγμένη το ποτό της. Την ώρα που τραβούσε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της, άκουσε το κουδούνι της να χτυπά. Πήγε να δει ποιος της χτυπούσε τέτοια ώρα… άνοιξε την πόρτα κι ήταν αυτός ο άνδρας, ο άνδρας που την τάραξε το πρωί. Ήθελε να του πει τόσα πολλά, αλλά ένιωθε σαν κάτι να εμπόδιζε τις λέξεις να βγουν από το στόμα της. Αντ’ αυτού βρέθηκε στην αγκαλιά του και κατέληξε να κάνει έρωτα μαζί του στο κρεβάτι της.
Όταν εκείνος αποκαμωμένος αποκοιμήθηκε, εκείνη δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Φόρεσε τη σατέν ρόμπα της και πήγε στο σαλόνι να καθίσει, έβαλε άλλο ένα ποτό στο ποτήρι της κι άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Σκεφτόταν πόσα πολλά ήθελε να του πει και δεν του είπε τίποτα. Σκεφτόταν ότι γι’ άλλη μια φορά του επέτρεπε να την ελέγχει, γι’ άλλη μια φορά αισθανόταν ηττημένη, γι’ άλλη μια φορά αισθανόταν ένα παιχνίδι στα χέρια του. Την ώρα που η Ευαγγελία βασανιζόταν από τις σκέψεις της, εκείνος ξύπνησε και δεν την βρήκε να κοιμάται στο πλάι του. Σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι, όπου καθόταν.
Την είδε να πίνει μια γουλιά από το ποτό της και τη ρώτησε: «Γιατί έφυγες τότε; Γιατί με άφησες; Γιατί δε γύρισες ποτέ πίσω;». Οι ερωτήσεις του της έδωσαν την αφορμή να πει όσα κρατούσε μέσα της τόσα χρόνια. Τα λόγια της δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν πια και ξεχύθηκαν σαν ένα χείμαρρος, που παρασέρνει στο διάβα του τα πάντα:
«Ακόμα δεν μπορείς να το δεχτείς πως με δέχτηκαν στο MIT για να κάνω το μεταπτυχιακό μου; έτσι δεν είναι. Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να ξεχάσω πως προσπαθούσα να σε πείσω να έρθεις μαζί μου, κι επειδή εσύ δεν ήθελες προσπαθούσα να σε πείσω πως μόνο ένα χρόνο θα λείψω και μετά θα είμαστε ξανά μαζί. Εσύ, όμως, ήθελες να μ’ εμποδίσεις να πάω, δεν μπορούσες να δεχτείς πως το κορίτσι σου είχε πιο πολλά πτυχία από σένα. Ακόμη, θυμάμαι τα κλάματα που έριχνα στο μαξιλάρι μου εξαιτίας σου. Ήταν ό, τι πιο σημαντικό μου έτυχε κι εσύ μου το κατέστρεφες. Θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι, που είχα έρθει στην Ελλάδα κι ενώ ήμαστε ακόμη μαζί είδα εσένα να φιλιέσαι μ’ άλλη στο παγκάκι της πλατείας, χωρίς εσύ να πάρεις χαμπάρι ότι σε είχα δει. Θυμάσαι σου είχα γράψει πως θα’ ρθω Ελλάδα. Τόσο πολύ το εκτίμησες! Ξέρεις τι ένιωσα; Ένιωσα ότι έφταιγα, κατηγορούσα τον εαυτό μου, με κατέστρεφα. Ξέρεις ότι παρακολουθούσα τα μαθήματά μου ξάγρυπνη περιμένοντας ένα γράμμα που ποτέ δεν ήρθε. Ξέρεις πως περίμενα ένα γράμμα σου που να λέει πως μ’ αγαπάς και πως με στηρίζεις; Αντί γι’ αυτό μού ’στελνες τελεσίγραφα να γυρίσω πίσω, αλλιώς χωρίζουμε. Ακόμη, περίμενα να μου ευχηθείς στα γενέθλια και στις γιορτές μου, ούτε αυτό το έκανες. Έμενα πίσω μόνη να με μαστιγώνω και να με κατηγορώ. Διάλεγα τον έναν άχρηστο μετά τον άλλο. Κι αυτό γιατί; Γιατί νόμιζα πως φταίω. Περίμενα ένα γράμμα σου να λέει πόσο υπερήφανος είσαι για μένα. Μάντεψε; Δεν το έλαβα ποτέ. Έκανα και ψυχανάλυση προσπαθώντας να βρω που έκανα λάθος. Μετά από χρόνια που κατάλαβα πως δεν φταίω εγώ, ρωτάς γιατί δε γύρισα ποτέ; Εσύ φταις, εσύ φταις τ’ ακούς; Εσύ φταις που ποτέ σου δε δέχθηκες πόσο σημαντικές ήταν οι σπουδές μου για μένα. Εσύ φταις που δεν έκανες υπομονή. Εσύ φταις που δεν έστειλες ένα γράμμα. Εσύ φταις που δεν μου’ πες πως μ’ αγαπάς, όταν εγώ είχα ανάγκη να τ’ ακούσω. Εσύ φταις που δεν με στήριξες όταν είχα φόρτο εργασίας και ανέβαζα πυρετό από την πίεση. Εσύ φταις που δεν ήσουν στις ωραίες μου στιγμές να με καμαρώσεις. Εσύ φταις που μ’ έκανες να αισθάνομαι ένοχη. Ξέρεις κάτι τώρα πια δεν σ’ έχω ανάγκη, γιατί όταν ήθελα τον άνθρωπο μου δίπλα μου εσύ ήσουν απών. Όταν ήθελα τον άνθρωπό μου δίπλα μου, εσύ μου έδειχνες με κάθε τρόπο πως σου είμαι βάρος. Όταν ήθελα τον άνθρωπό μου δίπλα μου και δεν ήταν κανένας, έμεινα εγώ στο πλάι μου και κλήθηκα να με παρηγορήσω, να με στηρίξω, να με βοηθήσω, να με θεραπεύσω, να μ’ αγκαλιάσω. Δεν σ’ έχω ανάγκη πια. Δεν έχω ανάγκη κάποιον που να με θέλει στα μέτρα του. Μια φορά μου ράγισες την καρδιά, δεύτερη φορά δεν στο επιτρέπω. Τώρα, σε παρακαλώ, σήκω και φύγε και φρόντισε να μην μ’ ενοχλήσεις ξανά. Ο καθένας μας διάλεξε το δρόμο του».
Εκείνος μετά από αυτά τα λόγια έφυγε ανήμπορος να της πει ένα λόγο. Η Ευαγγελία ένιωσε μια ανακούφιση που επιτέλους βρήκε τη δύναμη να πει όλα όσα κρατούσε μέσα της για χρόνια, όλα όσα την έπνιγαν, όλα όσα την φόβιζαν. Ήρεμη πια άνοιξε το ραδιόφωνο στο σταθμό Μέντα, ο οποίος έπαιζε το τραγούδι «Κι αν ανταλλάξαμε βαριές κουβέντες και είπαμε θα σ’ αγαπώ για πάντα, πες ότι φτιάχναμε τρελές πατέντες, πες ότι φταίει που έχω περάσει τα 40».
Βυθίστηκε στη μελωδία του τραγουδιού κι αποκοιμήθηκε στον καναπέ της υπό τους ήχους του ραδιοφώνου.
_
γράφει η Μαρία Αποστόλου
0 Σχόλια