Από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα ο Αλέκος Λούτζης αφήνει τη σκιά του, με τη βραβευμένη από το περιοδικό «ο αναγνώστης», ποιητική συλλογή «προπαγάνδα» (Γαβριηλίδης, 2015). Με μία αμιγώς ανθρωπολογική ποιητική ματιά, ο πρωτοεμφανιζόμενος δημιουργός εκθέτει τις κοινωνικές αδυναμίες με ένα πνεύμα αντίστασης.
Ο Λούτζης σφυροκοπά με τους στίχους του μανιωδώς τον ακροατή/αναγνώστη για όσα πράττει στον δημόσιο και ιδιωτικό του βίο. Η στιχουργική του, με τις σιωπές του, το βουβό πόνο και την εσωτερική ειρωνεία μοιάζει σαν μία ύστατη κραυγή αγωνίας πριν την δραματική έκρηξη που θα επιφέρει την τελική κάθαρση.
Ξεχωρίζει η ενιαία ποιητική αντίληψη με την οποία ο Λούτζης αντιμετωπίζει την προπαγάνδα, όχι απλά ως μέσο διάδοσης θέσεων. Στην ποιητική του αντιμετωπίζει την καλλιεργούμενη -από τα ποικίλα κέντρα ιδεολογικής και ηθολογικής καθοδήγησης- αυταπάτη ως μια γενικευμένη στάση που διαμορφώνει στάσεις και απόψεις για τα μικρά και τα μεγάλα (υγρή προπαγάνδα), στον κοινό ή τον κοινωνικό βίο.
Στην έκφρασή του ξεχωρίζει η αφηγηματική ροή με το έντονο πεζολογικό ύφος -ως ποιητικές ιστορίες ή σύγχρονα παραμύθια- που θεμελιώνεται σε μία ανεπιτήδευτη προφορικότητα (προπαγάνδα προδοσίας, προπαγάνδα κάποιου, χειμέριο κύμα, home cinema). Ο ποιητής με ένα στοχαστικό λόγο συνδέει το ποιητικό εγώ με το συλλογικό πρωτοπληθυντικό υποκείμενο (εξορία δωματίου, μαύρες ομπρέλες, γούρι). Ερωτήσεις ρητορικές αποκρυσταλλώνουν το πηγαίο σαρκαστικό ύφος και τον πόνο (τρία-πέντε πηγάδια, καλοπροαίρετη προπαγάνδα, σχολικά είδη).
Στα μεγάλης -γενικώς- έκτασης ποιήματα της συλλογής ο δημιουργός εκφράζει με τόνους ήπιου σαρκασμού την απογοήτευση για την κατάντια της κοινωνίας. Παρωδεί την ευπιστία (μισοαστοί, κοντινά πλάνα) και σαρκάζει τις επιλογές των ανθρώπων (σκονάκι, προπαγάνδα γενεών) και των πολιτικών ταγών (προσωπαγάνδα, διαχείριση κεφαλαίων, εφημερόπτερα).
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ποίηση κοινωνικής αναζήτησης. Μολονότι ποιητής δεν στοχεύει σε κάποιο όραμα, ως αντιπρόταση, ωστόσο εντάσσεται στους «ποιητές της αγανάκτησης», καθώς εκθέτει προσωπικές και συλλογικές αγωνίες για τις κοινωνικές εξελίξεις με λανθάνουσες αναφορές σε πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα, όπως η προσφυγιά (χειμέριο κύμα) και τα τροχαία ατυχήματα (προπαγάνδα γενεών).
Συνεχείς αλληγορίες (ημερομηνία λήξης, η επιτυχία μεταμορφώνει, τα πράγματα από μόνα τους) και αναλογίες εκθέτουν την απογοήτευση, δίχως όμως να αγγίζει τα άκρα (προπαγάνδα θείου βρέφους), χωρίς τούτη να μετατρέπεται σε οργή. Η ποιητική αγανάκτηση του Λούτζη μέσα στο απαισιόδοξο κλίμα δεν οδηγεί σε εξάρσεις, αλλά ισορροπεί στην παρωδία. Έτσι όμως διοχετεύεται βαθύτερα το συναίσθημα προς τον ακροατή/αναγνώστη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραβολές. Ολόκληρα ποιήματα λειτουργούν ως παρομοιώσεις (μισός μεσσίας, μαύρες ομπρέλες) αναλύοντας μέσα από την αλληγορική διάστασή τους τις κοινωνικές αγωνίες του δημιουργού (τρία-πέντε πηγάδια, εφημερόπτερα, γούρι). Ταυτόχρονα, υπερρεαλιστικές επιρροές αντικατοπτρίζονται στις συνθέσεις ενισχύοντας την αλληγορική διάθεση και εμπλουτίζοντας εικαστικά το ποιητικό καναβάτσο (προσάναμμα, η επιτυχία μεταμορφώνει, χειμέριο κύμα, υγρή προπαγάνδα, προπαγάνδα προδοσίας, κλειστοί λογαριασμοί).
Ο Λούτζης ξεγυμνώνει από κάθε ψεύτικη δικαιολογία που εφευρίσκουμε για να δικαιολογήσουμε τη στάση μας. Επιρρίπτει ευθύνες και παρουσιάζει αντανακλάσεις μίας κοινωνίας που παρακμάζει με ευθύνη και των ταγών και των πολιτών της.
0 Σχόλια