![](https://tovivlio.net/wp-content/uploads/2016/05/A40.jpg)
Μεγάλη παρηγοριά φίλε μου το γράψιμο. Σου κρατάει απίστευτη συντροφιά. Έτσι και γράψεις στο χαρτί – ή όπου αλλού δεν έχει σημασία- αυτά που σου βαραίνουν το μυαλό και την καρδιά, πάει περίπατο η όποια μοναξιά σου. Αν δε παράλληλα, τα όσα σου συμβαίνουν ή ελπίζεις να συμβούν, συνοδεύονται από το χάρισμα του να μπορείς να «μεταλλάσσεις» και να πλάθεις ιστορίες, τότε ιδού το γιατί μοναξιά δεν στεριώνει κοντά σου. Παρέα σου, θες δε θες, είναι οι ήρωές σου, τους ακούς να σου μιλούν, τους ζωντανεύεις και μαζί πορεύεστε σε έναν, αν όχι παράδεισο, υποφερτό ιδεατό κόσμο, όπου η ζωή είναι όπως ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ και όχι όπως την καταντήσαμε, που βγάλαμε τα ματάκια μας με τα ίδια μας τα χεράκια!
Αυτά τα σοφά και βαθυστόχαστα σκεφτόταν η Κλειώ, έτσι όπως καθόταν κοντά στ’ αναμμένο τζάκι, με παραθύρια γυμνά από κουρτίνες και στόρια, για να μπορεί να απολαμβάνει το βαρύ χειμωνιάτικο τοπίο και να «ταξιδεύει» με το νου, όπου την οδηγούσε η γόνιμη και ρομαντική της φαντασία και με όποιον καιρό.
Έξω στην αυλή ήταν το αγαπημένο της δέντρο, η ελιά, που πάνω στη διχάλα των κλαδιών της μεγάλωσαν, τόσο αυτή όσο μετέπειτα τα παιδιά της και τώρα τα εγγόνια της. Πάνω στο δέντρο αυτό έχτισε τα παλάτια των ονείρων της, που μπορεί η ζωή να μην της τα πρόσφερε τελικά, αλλά μιαν ωραία καλύβα -όσο να’ ναι- να τα φωλιάσει της την έδωσε και αυτό σήμαινε πολλά.
Έβλεπε, λοιπόν, από το παράθυρο την ελίτσα της με τα ασημολαδιά φυλλαράκια της που τρεμόπαιζαν στο φύσημα του αγέρα και ήταν βέβαιη ότι ένας ακόμη φίλος αγαπημένος την συντρόφευε με τον τρόπο του. Από μια της Φύσης παραξενιά τα κλαδιά της, εκτός της διχάλας, σχημάτιζαν κάτι σαν αγκαλιά και η Κλειώ πίστευε ακράδαντα ότι όντως ήταν μια αγκαλιά. Θυμάται τις φορές που σαν παιδί το τιμωρούσαν οι γονείς κι’ εκείνο δεν κατάφευγε σε παππούδες και γιαγιάδες για παρηγοριές και κανακέματα, αλλά έμπαινε στην πράσινη αγκαλιά και ως δια μαγείας ξεχνούσε και τιμωρίες και το άδικο των μεγάλων. Τι της απαγορευόταν με την τιμωρία που λες; Να φύγει από τα όρια της αυλής. Να μια επιπλέον δικαιολογία για να μένει περισσότερο στην αγκαλιά της ελίτσας της. «Τιμωρία το λένε αυτό ή ευεργεσία;», ρωτιόταν πανευτυχής. Πάνω στην διχάλα της, τραγουδούσε αυτοσχέδια τραγούδια. ΚΑΙ, έτσι όπως το αεράκι περνούσε από την φυλλωσιά και κουνούσε τα φυλλαράκια το θρόισμά τους, η Κλειώ είχε την εντύπωση ότι ήταν της ελιάς το τραγούδι σε πρίμο σεκόντο με το δικό της.
Δεν θα ξεχάσει, όταν μια μέρα με μια τιμωρία που την θεώρησε παντελώς άδικη, πλάνταξε στο κλάμα πάνω στο δέντρο το αγαπημένο της και είδε τα κλαδιά της να κουνιούνται χωρίς αέρας να τα φυσά! Σίγουρα της συμπαραστεκόταν. Της έλεγε με τον δικό της τρόπο «μην κλαις βρε κουτό, εγώ είμαι εδώ για σένα και εσύ για μένα». Ένας ιδιαίτερος κώδικας επικοινωνίας δέντρου και παιδιού που μόνον οι δυο τους γνώριζαν πώς να τον αποκωδικοποιούν.
Τα παιδιά της και τώρα τα παιδιά των παιδιών της αγαπούσαν και αυτά τη γέρικη ελιά, αλλά η ψίχα του δέντρου το ιδιαίτερο δέσιμο το είχε πάνω από όλους με την Κλειώ, ένα δόσιμο που μόνον ο Θάνατος μια μέρα θα το σταματούσε μοιραία. Μπορεί η Κλειώ εδώ και χρόνια πια να είχε σταματήσει το σκαρφάλωμα στα κλαδιά της, μα το δέντρο έστειλε το πιο μεγάλο του κλαδί να σταθεί ακριβώς έξω από το παράθυρο, κατά έναν περίεργο τρόπο, και απορούσαν όλοι, πώς γινόταν και για χρόνια δεν πήγαινε ούτε μέτρο πάρα πέρα.
Εκείνη έσκυβε, χάιδευε τα φυλλαράκια της, της έλεγε τα γλυκόλογα που ήταν αποκλειστικότητά της και μάζευε τον ευλογημένο καρπό που της χάριζε, κάτι ελιές μεγάλες μαύρομωβ που γυάλιζαν στις ακτίνες του ήλιου. Κατά γενική ομολογία δε, παραδέχονταν ότι πιο νόστιμη ελιά δεν είχαν γευτεί και τούτο, γιατί την έτρεφε η ΑΓΑΠΗ.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και είχε βαρύ χιονιά. Έβλεπε η Κλειώ την ελίτσα της να της βαραίνει τα κλαδιά το χιόνι και τρελαινόταν. Να γινόταν, λέει, και να έριχνε πάνω στο φυτό ένα τεράστιο σεντόνι και να το προφύλασσε από την επαφή του με τον πάγο! Παρηγοριόταν όμως στη σκέψη ότι η ελίτσα της ήταν ανθεκτική και δε θα υπέφερε και τόσο.
Με την υπέροχη θαλπωρή του τζακιού, εκεί στο μισοσκόταδο, με τα ξύλα να τριζοβολούν μέσα του, σαν να την πήρε ένας υπνάκος. Είδε ένα όνειρο περίεργο, ως εάν η ελιά να είχε ανθρώπινη λαλιά και να της λέει ανήσυχη να μην κοιμηθεί, αφού πρώτα δε δει αυτό που θα συμβεί σε λίγο, σαν απόδειξη της φιλίας της και της αγάπης. Διώχνει, λοιπόν, το γλάρωμα που την κατέλαβε από τη ζεστασιά της πυροστιάς και των αναμνήσεων, προσπαθώντας να ερμηνεύσει το φευγαλέο όνειρο που μόλις είδε και που το θυμόταν πολύ καθαρά, όταν ξαφνικά ένας αλλόκοτος θόρυβος διακόπτει τις ονειροπολήσεις της. Μια σκιά απειλητική είδε να κρέμεται στο χοντρό της ελιάς κλαδί και να ετοιμάζεται να παραβιάσει το παράθυρό της και να εισβάλει βιαίως στο σπίτι.
Τα ’χασε. Φοβήθηκε και έμεινε σαν μαρμαρωμένη στην πολυθρόνα της, ελπίζοντας ίσως ότι μπορεί και ο κακοποιός να μην κατάφερνε τελικά να πραγματοποιήσει τον σκοπό του. Αναζήτησε με τα μάτια το τηλέφωνό της το ασύρματο, να ζητήσει βοήθεια, μα αυτό το ευλογημένο ποτέ, όταν το είχε ανάγκη, δε θυμόταν πού το είχε αφημένο. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν εφιαλτικά αργά και η Κλειώ το μόνο που ήλπιζε ήταν σε ένα θαύμα. Και ναι, το θαύμα έγινε. Ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός θόρυβος, σαν αυτόν ενός χοντρού ξερόξυλου που το σπάζουν απότομα, και το κλαδί που πάνω του έκανε τα ακροβατικά του ο επίδοξος ληστής έσπασε και τον γκρεμοτσάκισε, σπάζοντάς του, όπως αποδείχτηκε, το κεφάλι και το ένα του το πόδι, αφήνοντάς τον ανήμπορο στη διάθεση της αστυνομίας που έφτασε όταν στη συνέχεια κατάφερε πια η Κλειώ να την ειδοποιήσει.
Τι άλλη απόδειξη αγάπης να έδινε το δέντρο; Θυσίασε το πιο γερό κλαδί του για χάρη της φίλης του. Μπορεί τα δέντρα να πεθαίνουν όρθια και ακλόνητα στην θέση τους. Ποιος είπε όμως ότι ΔΕΝ ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΑΙ; Τα πάντα στη Φύση έχουν ζωή και αισθήσεις. Και ίσως η θυσία του κλαδιού από την ίδια να ήταν ανταπόδοση της ευγνωμοσύνης προς τη φίλη, που όταν δόθηκε η μονοκατοικία της για αντιπαροχή έθεσε σαν απαραίτητη προϋπόθεση για πολυκατοικία την παραμονή της ελιάς εκεί έξω.
Μια ιστορία αγάπης, δέντρου και ανθρώπου, που μοιάζει με παραμύθι, από αυτά που κάνουν το Πνεύμα των Χριστουγέννων να μοιάζει κοντινό μας.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
–
γράφει Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
Πολύ ομορφο Λένα μου, γραμμένο με τρυφερότητα. Την καλημέρα μου!
Ευχαριστώ Σουλελάκι Σού ευχήθηκα για τη γιορτή σου φαίνεταιόμως δεν είδες τις ευχές…Πώς θε να’ ταν μπορετ’ο να σε ξεχάσω;