Δεκέμβρης μήνας. Το κρύο τσουχτερό. Ο αττικός ουρανός κατάμαυρος και δεν αφήνει τον ήλιο να σκάσει ένα χαμόγελο, να ζεστάνει, όχι τόσο τα σώματα, μα τις ψυχές των ανθρώπων. Η Αρετή, καιρό τώρα, τριγυρνά από δω κι από κει. Κάθε μέρα αγωνιά ποια φίλη ή ποιος φίλος θα την φιλοξενήσει. Μέχρι πριν δύο μήνες μπορούσε να κοιμηθεί και σε παγκάκι, μα τώρα τα πράγματα έχουν δυσκολέψει. Βαρύ το κρύο, όπως και η ψυχή της. Πώς έγινε έτσι η ζωή της; Γιατί;
Η Αρετή είναι δευτεροετής στο πανεπιστήμιο και την άνοιξη, ύστερα από έναν έντονο καβγά στο σπίτι, ο πατέρας της έχασε τον έλεγχό του και την χτύπησε άσχημα. Πώς τον φοβόταν από παιδί τούτον τον πατέρα… Με την μητέρα της είχε άλλη σχέση, πιο φιλική, πιο ισότιμη. Εκείνον, όμως, τον έτρεμε, ειδικά όταν σήκωνε τον τόνο της φωνής του. Αγρίευε και το πρόσωπό του και την ώρα του εκνευρισμού του δεν δεχόταν κουβέντα κι από κανένα. Δούλευε σκληρά και δεν είχε ωράριο· ήταν ελεύθερος επαγγελματίας και πολυτεχνίτης. Έτσι νόμιζε η Αρετή, που μέχρι και το γυμνάσιο δεν ήξερε τι δουλειά κάνει ο πατέρας της. Τον έβλεπε μουντζουρωμένο όταν γύριζε στο σπίτι και την μητέρα της που δεν άφηνε μήτε μύγα να πετάξει όταν εκείνος πήγαινε να ξαπλώσει… Δεν τους άκουγε να κουβεντιάζουν και πολύ. Εκείνη είχε συνταξιοδοτηθεί νωρίς και ήταν συνέχεια στο σπίτι κι εκείνος έφευγε για να γυρίσει, άλλοτε μεσημέρι και πολλές φορές απόγεμα και μάλιστα την ώρα που η μικρή τότε Αρετή έφευγε για το φροντιστήριο· μάθαινε αγγλικά και γαλλικά.
«Όσες περισσότερες γλώσσες ξέρεις, τόσο μεγαλύτεροι ορίζοντες ανοίγονται για σένα…», της έλεγε η μητέρα της, όταν ήταν ακόμη στο δημοτικό.
Ήταν άριστη μαθήτρια και δεν τους κούρασε καθόλου. Αριστούχος και στο λύκειο και μπήκε στο πανεπιστήμιο στην σχολή της πρώτης επιλογής της. Ήταν, μάλιστα, η περίοδος που αχνοφαινόταν πως η οικονομική κατάσταση θα άλλαζε άρδην στην Ελλάδα, όπως και τελικά έγινε. Έτυχε και το ατύχημα στον πατέρα της και βγήκε κι εκείνος στην σύνταξη και τα πράγματα στο σπίτι άρχισαν να δυσκολεύουν περισσότερο.
Προσπαθούσαν να της παρέχουν όσα περισσότερα μπορούσαν και το μόνο που της ζήτησαν, όταν θα συμπλήρωνε το μηχανογραφικό της, να μη δηλώσει σχολή εκτός Αθηνών, γιατί δεν θα είχαν την οικονομική άνεση να την στηρίξουν και συνάμα να είναι συνεπείς και στις υποχρεώσεις τους. Πόσο ήθελε, όμως, η Αρετή να πάει σε άλλη πόλη… Η αλήθεια είναι πως σαν έφηβη ήταν πολύ περιορισμένη και ήθελε, βρε αδερφέ, να ζήσει μακριά από τους γονείς, την γειτονιά και τους ανθρώπους της, που δεν εκτιμούσε και τόσο πολύ. Ήθελε την ελευθερία της, όπως άλλωστε οι περισσότεροι νέοι. Ακόμα και να “ξεσαλώσει” είχε ανάγκη, γνωρίζοντας πως δεν θα έφερνε ποτέ σε δύσκολη θέση τους γονείς, μα περισσότερο τον ίδιο τον εαυτό της. Από μικρή έδειχνε έναν ωριμότερο χαρακτήρα από την ηλικία της.
Και ήρθε εκείνη η αποφράδα μέρα. Έλειπε από το σπίτι της – κοιμόταν κατά διαστήματα σε μια φίλη και συμφοιτήτριά της που έμενε κοντά στο πανεπιστήμιο – δυο μέρες, χωρίς να πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Και μόλις μπήκε στο σπίτι, αντάλλαξαν με τον πατέρα της κάποιες κουβέντες σε έντονο ύφος, όταν εκείνος σηκώθηκε απειλητικά. Η Αρετή “αυθαδίασε” και τότε εκείνος έγινε μαινόμενος ταύρος. Όσο κι αν προσπάθησε η μάνα να τον συγκρατήσει, να μπει στη μέση, δεν τα κατάφερε…
Για τις επόμενες δύο μέρες η κατάσταση στο σπίτι ήταν εκρηκτική. Μέχρι και η μητέρα της τηρούσε μια στάση ασυνήθιστη απέναντι στην κόρη και μάλιστα της είχε πει λόγια πικρά. Η Αρετή κλείστηκε στο δωμάτιό της και αρνιόταν να βγει, αρνιόταν να φάει και να πιει και την τρίτη μέρα μάζεψε κρυφά δυο ρουχαλάκια στην τσάντα της και με την αιτιολογία πως πηγαίνει στο πανεπιστήμιο, έφυγε από το σπίτι, αποφασισμένη να μην γυρίσει ποτέ. Την είχε πληγώσει και την είχε προσβάλει πολύ η στάση των γονιών της.
Η μητέρα της πάντοτε σεβόταν τον χώρο και τον χρόνο του καθενός και πολύ περισσότερο του παιδιού της. Ποτέ δεν συνήθιζε τα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα. Έτσι και τώρα, όσο κι αν αγωνιούσε για το παιδί της, δεν την αναζήτησε. Ήξερε πως θα πήγαινε στην φίλη της και αφού θα ηρεμούσε, θα γύριζε στο σπίτι. Πάντοτε άφηνε στην Αρετή την πρωτοβουλία να παίρνει εκείνη τηλέφωνο και ποτέ δεν “ενοχλούσε”. Πόσο λάθος έκανε τούτη τη φορά… Δεν είχε υπολογίσει πως είχε μεγαλώσει ένα παιδί με ανεξάρτητο πνεύμα, πως ανέθρεψε ένα παιδί με φιλότιμο και δεν είχε καν αφουγκραστεί ποτέ τον φόβο που ένοιωθε αυτό το παιδί για τον πατέρα του…
Οι μέρες περνούσαν, η Αρετή ένοιωθε μισή και ήθελε, είχε την απαίτηση, ναι, την απαίτηση, να την αναζητήσει η μητέρα της. Είχε ανάγκη την αγκαλιά της κι ας είχαν πει βαριές κουβέντες μεταξύ τους. Είχε φωλιάσει για καλά ο φόβος μέσα της και είχε ανάγκη την μαμά της. Πώς μπόρεσε εκείνη να την διαγράψει με μια μονοκοντυλιά; Πού πήγε η αγάπη κι η στοργή της; Σ’ εκείνην στηριζόταν κι εκείνην στήριζε όλα αυτά τα χρόνια… Μπορεί να ήταν 20 χρονών πια, μα τώρα είχε την ανάγκη να γίνει παιδάκι, να κρυφτεί στην αγκαλιά της μάνας, να νοιώσει ασφάλεια, να νοιώσει την σιγουριά της… Κι εκείνη… εξαφανισμένη… Τόσο ψεύτικα ήταν όλα αυτά τα χρόνια;
Ένοιωθε προδομένη. Ένοιωθε πολύ άσχημα και το σαράκι της κατάθλιψης άρχισε να την τρώει σιγά και μεθοδικά. Έγινε δύστροπη. Έπαψε να εμπιστεύεται τους ανθρώπους. Τσακώθηκε και με την φίλη της κι έφυγε κι από κει. Την φιλοξένησε για ένα διάστημα ένας φίλος, μα εκείνη ήθελε την μάνα της…
Περνούσαν οι βδομάδες κι άρχισαν να διπλώνουν και οι μήνες. Ίχνος ελπίδας από πουθενά… Και είναι και καταχείμωνο… Μπήκε ο Δεκέμβρης. Το κρύο άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του, όπως και οι βροχές. Κι η Αρετή κάτι έπρεπε να κάνει. Δεν μπορούσε να γυρίζει από δω κι από κει. Πώς δεν το είχε σκεφτεί… Ναι, αυτό έπρεπε να κάνει. Πρέπει κάπως να ζήσει. Ήταν μονάχη. Δεν υπήρχε κανείς να την στηρίξει. Δεν υπήρχαν οι γονείς της πουθενά… Δεν υπήρχε η μητέρα της πουθενά… Μια και δύο πιάνει τις εφημερίδες και βρήκε την δουλειά που κάνουν τα περισσότερα παιδιά σήμερα, σε καφετέρια, νοίκιασε και μια μικρή γκαρσονιέρα κοντά στην σχολή της και αποφάσισε πως πρέπει να μάθει να επιβιώνει ολομόναχη.
Στα διαστήματα που κοιμόταν στα παγκάκια, απέφευγε συστηματικά την γειτονιά που μεγάλωσε και το πανεπιστήμιο, αλλά και τις περιοχές που ήξερε πως θα μπορούσε να την δει κάποιος γνωστός και να ειδοποιήσει τον πατέρα της. Φοβόταν πως αν την έβρισκε, θα την σκότωνε…
Τις δυο μέρες που έμεινε κλεισμένη στο δωμάτιό της, αυτή η σκέψη είχε καρφωθεί στο μυαλό της· ή θα την σκότωνε εκείνος ή θα τον σκότωνε εκείνη. Και την τρίτη μέρα, πριν πάρει την απόφαση να φύγει, σκέφτηκε μέχρι και να πέσει από το μπαλκόνι· ήταν στον πέμπτο όροφο. Αυτές ήταν και οι σκέψεις που την οδήγησαν στο φευγιό…
Ένα πρωί, πρέπει να ήταν παραμονές Χριστουγέννων, είδε στο κινητό της τον αριθμό της μητέρας της να την καλεί. Δεν ήθελε ν’ απαντήσει. Ήταν πολύ θυμωμένη μαζί της. Ήταν μεγάλη η απουσία της και αδικαιολόγητη. Όχι, θα την τιμωρούσε. Δε θα της απαντούσε…
– Ναι;
– Εγώ είμαι, παιδί μου…
– Τι θέλεις;
– Να δω τι κάνεις…
– Νωρίς δεν το θυμήθηκες;
– Έχεις δίκιο…
Της είπε κι άλλες θυμωμένες κουβέντες κι η μητέρα της την άκουγε και της ζητούσε να συναντηθούν.
– Γιατί; Για να με βρει ο άντρας σου και να με αποτελειώσει;
– Όχι, παιδί μου, όχι. Σ’ αγαπάει ο πατέρας σου…
– Μην το ξαναπείς. Θα σου κλείσω το τηλέφωνο. Δεν είναι πατέρας μου…
– Καλά, παιδάκι μου. Συγγνώμη. Σου δίνω το λόγο μου πως δεν θα το μάθει κανείς….
Και αποφάσισαν να συναντηθούν στην πλατεία Συντάγματος μετά από δύο μέρες. Η Αρετή ήταν πολύ νωρίτερα από την ώρα που είχαν κανονίσει. Και όχι μόνη της. Είχε ζητήσει από δύο φίλους και φίλες να είναι εκεί, γύρω-τριγύρω, κι έτσι και δουν κάτι περίεργο, να επέμβουν να την σώσουν…
Ήταν ένα τέταρτο πριν από την κανονισμένη ώρα, όταν είδε την μητέρα της να βγαίνει από το σταθμό του Μετρό. Πώς γέρασε τόσο μέσα σε λίγους μήνες… Πόσο πονεμένη δείχνει… Όχι, όχι, δεν πρέπει να λιγοψυχήσει, δεν πρέπει να καταλάβει η μάνα της πως πονάει. Όχι. Πρέπει και θέλει να την τιμωρήσει για την αδιαφορία της. Όλα όσα της είχε πει κι όσα της είχε δείξει, ήταν όλα ψεύτικα. Πόσο θα ήθελε, όμως, να τρέξει στην αγκαλιά της… Και αυτό δεν έπρεπε να το καταλάβει η μητέρα της…
Την άφησε να καθίσει σ’ ένα παγκάκι και κοίταζε μήπως δει να ξεπροβάλει από κάπου ο πατέρας της. Άφησε να περάσουν κάποια λεπτά, να βεβαιωθεί, αλλά και να βρει την αυτοκυριαρχία της και μόνον τότε την πλησίασε. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Με αργά και σταθερά βήματα πλησίασε την μητέρα της και στάθηκε μπροστά της. Εκείνη σαν την είδε, σηκώθηκε να την αγκαλιάσει. Η Αρετή σήκωσε απαγορευτικά τα χέρια της και της έδωσε να καταλάβει πως τώρα δεν την χρειαζόταν την αγκαλιά της. Ήταν πολύ αργά…
«Δε θέλω να με αγγίζουν…» της είπε μονάχα, αποφεύγοντας το βλέμμα της.
Δεν θυμάται τι είπαν. Εκείνο που θυμάται έντονα και δεν ξέρει αν πράγματι το έκανε, ήταν πως ήθελε να την πονέσει, όπως πονούσε εκείνη όλους αυτούς τους μήνες. Η μάνα της την άκουγε και κάθε λίγο ξεστόμιζε ένα «συγγνώμη, παιδί μου»…
Υπήρξαν κι άλλες τέτοιες συναντήσεις. Σιγά-σιγά ο πάγος άρχισε να σπάει, όπως είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει δειλά-δειλά και η άνοιξη. Η μάνα πήγε και στο σπίτι της Αρετής και πήγαινε συχνά με φαγητά που ήξερε πως της άρεσαν. Είχε αδυνατίσει πολύ το παιδί της και ήθελε να κερδίσει και τον χαμένο χρόνο. Με τον καιρό άρχισαν να την βοηθούν και οικονομικά. Έκανε κι η Αρετή την υπέρβαση μετά από καιρό και αποφάσισε να πάει στο πατρικό της. Ήθελε να μετρήσει τις δικές της αντοχές, αλλά είχε και την περιέργεια πώς θα της φερθεί ο πατέρας της…
Σαν να υπήρχε μια παγωνιά στο σπίτι κι ας ήταν κατακαλόκαιρο. Ένοιωθε πως η καρδιά της θα ξεφύγει από το στέρνο της. Τον έβλεπε απόκοσμο και νόμιζε πως θα σηκωθεί να την χτυπήσει πάλι. Κανείς από τους δύο δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί στον άλλο. Η πρώτη τους αυτή συνάντηση ήταν πολύ οδυνηρή για την Αρετή.
– Δεν νομίζω πως θα ξανάρθω σύντομα, είπε στη μητέρα της, καθώς την πήγαινε στο σπίτι της. Θέλω να με καταλάβεις τουλάχιστον εσύ και να του το εξηγήσεις. Χρειάζομαι χρόνο…
– Ναι, παιδί μου. Πάρε το χρόνο σου κι εμείς εδώ είμαστε…
Και δεν πέρασε πολύς καιρός, όταν ένα πρωί της ανακοίνωσε η μητέρα της πως από τον επόμενο μήνα – που θα κοπεί η αναπηρική σύνταξη του πατέρα, γιατί θα περάσει πάλι από επιτροπή – δεν θα είχαν τη δυνατότητα να της δίνουν χρήματα…
«Πάλι τα ίδια;» ρώτησε με θυμό η Αρετή την μητέρα της. «Ό,τι και να κάνετε, εγώ εκεί μέσα ΔΕΝ γυρίζω. Το κατάλαβες αυτό;»
Προσπάθησε η μάνα να της εξηγήσει, μα η Αρετή αρνιόταν να καταλάβει. Πίστευε πως έτσι θα την ανάγκαζαν να επιστρέψει κι εκείνη εξακολουθούσε να είναι θυμωμένη και ήταν υγιές, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, να βγάζει το θυμό της στους ανθρώπους που την πόνεσαν τόσο πολύ…
Έπρεπε τώρα να βρει άλλη δουλειά. Άρχισε πάλι το τρέξιμο, το ψάξιμο, έφυγε από το σπίτι που έμενε, γιατί δεν μπορούσε να πληρώνει τα έξοδά της και άρχισε πάλι να κοιμάται πότε στη μία φίλη και πότε στην άλλη. Μέσα σε όλην αυτή την αναστάτωση που δημιουργήθηκε, που για κείνη δεν ήταν μόνο οικονομική, αλλά περισσότερο ψυχοφθόρα, στάθηκε τυχερή· βρήκε δουλειά σαν ταμίας σε κατάστημα μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Δεν τους είχε πλέον ανάγκη. Ναι, μπορούσε να τα καταφέρει και μόνη της. Για άλλη μια φορά ένοιωσε να την απαξιώνουν. Για άλλη μια φορά ένοιωσε προδομένη από τους ίδιους τους γονείς της. Τώρα, όμως, έπρεπε ν’ αποδείξει, πρώτα στον εαυτό της και μετά σ’ αυτούς που την “κορόιδεψαν”, πως μπορεί να πάρει και το πτυχίο της, δουλεύοντας και 10 ώρες την ημέρα. Στο πατρικό της, όμως, δεν θα την ανάγκαζαν να γυρίσει…
*
-Εσύ είσαι το παιδί μου και το μόνο που θέλω, είναι να είσαι καλά. Ό,τι κι αν είσαι, λευκή, μαύρη, κίτρινη, κόκκινη, δεξιά ή αριστερή, άσχημη ή όμορφη, διαφορετική ή όχι, για μένα, για μας είσαι το παιδί μας κι αυτό δεν αλλάζει. Όσο και όπως μπορούμε, κι εγώ κι η μάνα σου, θα είμαστε στο πλευρό σου. Θα μπορούσα να σου ζητήσω συγγνώμη για τα παλιά, αλλά νομίζω πως οι πράξεις μετράνε και όχι μια απλή λέξη, που μπορεί κάποιος να την πει και χωρίς να την εννοεί. Ναι, έκανα λάθη, αλλά αυτά ήξερα, αυτά έκανα. Πιστεύω πως προσπαθώ να γίνω αντάξιός σου…
Τα λόγια του πατέρα της, όταν μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια απουσίας, ξαναγύρισε στο πατρικό της. Η επανατοποθέτηση και η εξυγίανση των σχέσεών τους ήρθε σταδιακά. Δική της ήταν η απόφαση να γυρίσει στους γονείς της· τελείωνε το πανεπιστήμιο και είχε δρομολογήσει να πάει για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και δεν ήθελε να φύγει θυμωμένη. Ήθελε να ζήσει μαζί τους ουσιαστικά και όχι από υποχρέωση. Είχε συμφιλιωθεί και μέσα της, όχι απόλυτα, μα είχε αρχίσει να κατανοεί πολλά πράγματα. Μπορούσε να καταλάβει και να αιτιολογήσει κάποιες από τις συμπεριφορές τους. Κι ύστερα, φοβόταν πως αν έφευγε, δεν θα επέστρεφε ποτέ και δεν ήθελε να γίνει έτσι, κρατώντας και αφήνοντας πίσω πικραμένους τους γονείς της.
Θυμάται με αγάπη και τρυφερότητα την ημέρα της ορκωμοσίας της για το πτυχίο. Έβλεπε αυτούς τους δυο ανθρώπους πόσο συγκινημένοι και περήφανοι ήταν. Έλαμπαν τα πρόσωπά τους και τα μάτια τους από τα δάκρυα χαράς που προσπαθούσαν να κρύψουν.
Επιτέλους, ένοιωθε ασφάλεια και με τους δύο. Μπορούσε πλέον να τους “αντιμετωπίσει”, και περισσότερο τον πατέρα της, χωρίς θυμό και με απίστευτη, ακόμα και για κείνη, κατανόηση. Κουβέντιαζε μαζί του και άρχισε να συνειδητοποιεί πόσο και σε πόσα έμοιαζαν· σε απόψεις και συμπεριφορές.
«Το ξέρεις ότι δεν σε χώνευα παλιά;»
Πώς την ξεστόμισε τούτη την αλήθεια της;… Να, τώρα θα σκληρύνει το βλέμμα και το πρόσωπό του, θα θυμώσει, θα σηκωθεί και θα την χαστουκίσει… Οι σφυγμοί της είχαν στήσει τρελό χορό…
«Και δε μου το έλεγες, παιδάκι μου, να σου παίρνω σόδες;» ήταν η απάντησή του μ’ ένα πλατύ χαμόγελο…
Ναι, κουβέντιαζαν πια κι εκείνος την ενθάρρυνε να συνεχίσει τις σπουδές της. Ήθελε να κάνει δύο μεταπτυχιακά και να συνεχίσει για διδακτορικό. Για το πρώτο της μεταπτυχιακό εκτός Ελλάδας είχε καταφέρει και είχε μαζέψει κι ένα σεβαστό ποσό από την δουλειά της. Δυστυχώς, όμως, δεν πρόλαβε τις ημερομηνίες του πανεπιστημίου που είχε κάνει την αίτηση και την είχαν αποδεχθεί. Η απογοήτευσή της μεγάλη. Στενοχωρήθηκε. Ένοιωσε πως είχε αποτύχει και δεν το συγχωρούσε στον εαυτό της. Οι γονείς της την έπεισαν πως θα την βοηθούσαν και οικονομικά.
«Βρες το αντικείμενο που σ’ ενδιαφέρει σαν μεταπτυχιακό. Εσύ ξέρεις… Μπορεί να υπάρχει κι εδώ. Όπου εσύ θέλεις.» της είπε ο πατέρας της.
Και μετά από καιρό, είχε ηρεμήσει κιόλας κι είχε μπει κι η ζωή της σ’ έναν άλλο ρυθμό, ένα πρωινό ομολόγησε στην μητέρα της πως θα ήταν πολύ βαρύ για κείνη αν έφευγε στο εξωτερικό. Ψυχολογικά δεν ήταν ακόμη έτοιμη να υποστεί άλλη μία τόσο μεγάλη αλλαγή, μέσα στις τόσες που είχαν προκύψει.
Πέρασαν οι μήνες, “γνωρίστηκαν” από την αρχή, άλλοτε με εντάσεις, μα τον περισσότερο καιρό με ηρεμία. Και όταν ήρθε η ώρα να ολοκληρώσει και να παραδώσει την μεταπτυχιακή εργασία της, παρ’ όλο το άγχος της, ένοιωθε ήρεμη με τους γονείς της.
«Ξέρεις ότι δεν είναι δυνατόν να μείνω άλλο εδώ» είπε στον πατέρα της ένα μεσημέρι, καθώς κουβέντιαζαν, μετά που είχαν αποφάει. «Δεν μου το επιτρέπει η δουλειά μου και θέλω και πρέπει να έχω τον προσωπικό μου χώρο, που θα είναι και επαγγελματικός. Τώρα δεν θα φύγω κυνηγημένη. Δεν έχω κανένα λόγο να “εξαφανίζομαι”. Οι σχέσεις μας πλέον είναι σε τόσο γερές και σε σωστές βάσεις, που θα ήμουν παράλογη και κακιά αν το έκανα. Και δεν είμαι κακό παιδί. Δεν μεγαλώσατε ένα κακό παιδί και το ξέρετε. Νομίζω πως σας το απέδειξα. Και πρώτα-πρώτα στον εαυτό μου…»
«Εμείς εδώ θα είμαστε και θα σε περιμένουμε. Εκείνο που θέλουμε από σένα και για σένα, είναι να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου κι εμείς να καμαρώνουμε…»
«Μα δεν μου χρωστάτε και δεν θέλω να σας φέρνω εγώ σε αδιέξοδο, οικονομικό τουλάχιστον…»
«Μέχρι να ορθοποδήσεις, εμείς θα είμαστε πλάι σου. Κι ύστερα, το αδιέξοδο το περάσαμε, το ξεπεράσαμε και το αφήσαμε πίσω μας. Βγήκαμε όλοι κερδισμένοι από αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Πράγματι. Αυτά τα τέσσερα χρόνια μ’ έκαναν πολύ δυνατό άνθρωπο και σας ευχαριστώ. Τελικά, ο σπόρος που ρίξατε, δεν πήγε χαμένος. Σας ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία ν’ αποδείξω πρώτα στον εαυτό μου, πως μπορώ, πως τα καταφέρνω και στα δύσκολα. Με κάποιους τραυματισμούς βέβαια, αλλά όπως έλεγες κι εσύ παλιά, αν δεν ματώσεις, δεν μαθαίνεις…»
*
«Η ζωή είναι μια θεατρική παράσταση που παίζεται μόνο μια φορά. Και στην οποία έχεις την ευθύνη, την υποχρέωση και την ευκαιρία, γι’ αυτήν τη μία και μοναδική φορά. Δεν ξέρεις τους συμπρωταγωνιστές σου. Δεν ξέρεις κάθε και πότε θ’ αλλάξει ο θίασος. Δεν υπάρχουν διάλογοι γραμμένοι και προδιαγεγραμμένοι. Τα σκηνικά μπορούν ν’ αλλάζουν ανά πάσα στιγμή. Δεν ξέρεις με τι κοστούμια θα κληθείς να παίξεις κάθε φορά, γιατί καλείσαι να παίζεις διαφορετικούς ρόλους πάντοτε.
»Σε γενικές γραμμές, δεν είναι τίποτα σκηνοθετημένο. Όλα είναι ρευστά και όλα αλλάζουν. Κι εσύ δεν έχεις άλλη ευκαιρία. Πρέπει να παίξεις τούτη την παράσταση για μια και μοναδική φορά, χωρίς ούτε καν μια πρόβα. Κι όταν θα πέσει η αυλαία, το κοινό, στο οποίο θα κληθείς να υποκλιθείς και να λάβεις το χειροκρότημά του, είναι τα όνειρα και οι σκέψεις που είχες, ξεκινώντας τούτη την παράσταση και κατά τη διάρκειά της, αλλάζοντας ρόλους, σκηνικά και κοστούμια. Και τέλος, γιατί έχεις καθήκον, εφόσον εσύ είσαι ο πρωταγωνιστής, να μην κρίνεις τις παραστάσεις των άλλων.»
Αυτά είναι τα λόγια της σοφής Αρετής. Είναι τα λόγια που είπε στην μητέρα της, σε κάποια από τις πάρα πολλές συζητήσεις που έκαναν οι δυο τους κατά καιρούς. Και η μάνα ζήτησε να επαναλάβει τούτες τις φράσεις για να τις καταγράψει. Ήταν τόσο περήφανη και συγκινημένη για το παιδί της. Και το μεσημέρι, σαν έμειναν μόνοι με τον πατέρα της Αρετής, του διάβασε τα λόγια τούτα με λυγμούς…
«Τελικά, φαίνεται πως κάναμε καλή δουλειά…!» της είπε κι εκείνος συγκινημένος. «Και περισσότερο εσύ!…»
«Κι οι δυο μας…, και οι δύο…!»
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια